Selected tags

Further tags

Στα σινάφια μηχανόβιων αποτελεί υποτιμητικό χαρακτηρισμό για τον οδηγό ΙΧ -κυρίως- αυτοκινήτου (το οποίο, όπως πολύ καλά ξέρει ο Σαραντάπηχος, αποκαλούν κουτί, οπότε και εξού).

Χρησιμοποιείται υπονοώντας τη γνωστή αλαζονική συμπεριφορά του οποιουδήποτε οτινάνα εποχούμενου σε τετράτροχο, απέναντι στους «διτροχάκηδες» κάθε είδους, μόνο και μόνο γιατί μπορεί λόγω συγκριτικού μεγέθους.

Συμπεριφορά που οφείλεται, επιπλέον, είτε σε άγνοια, είτε ακόμη και σε ζήλια, σαν αποτέλεσμα μιας φλούφλικης ανατροφής που από τη φυσική ακολουθία ξύλινο αλογάκι – τρίκυκλο ποδηλατάκι – πατίνι - ποδήλατο – παπί – μηχανή - αυτοκίνητο παρέκαμψε ό,τι δίτροχο η μαμά θεωρεί μη ασφαλές.

  1. Πριν σαράντα μέρες περίπου βλάκας κουτάκιας έριξε κάτω την κόρη μου, υλικές ζημίες ευτυχώς. Μετά από δέκα μέρες περίπου άλλος κουτάκιας χτυπάει το χχ του γιού μου σταματημένο, αλλαγή μούρης πάει κι αυτό. Χτες το μεσημέρι άλλος κουτάκιας κοπάνησε με την όπισθεν την δικιά μου Paneuropean, πάει μούρη, καθρέπτες, φέριγκ, φτερό. Γαμώ την γκαντεμιά μου .

  2. (…)Με τη μηχανή υπάρχουν 3 τρόποι (σ.τ.σ.: να περάσεις τα διόδια δίχως να πληρώσεις):
    α) περνάς ανάμεσα από το τελείωμα της μπάρας και τον κώνο, β) φτάνεις ως την μπάρα και σπρώχνεις σιγά σιγά, γ) όταν πληρώνει ο κουτάκιας η μπάρα είναι ανοιχτή, περνάς ανάμεσα απ το αυτοκίνητο και τον τοίχο και φεύγεις κύριος.

(Όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασικό, κυρίως καλοκαιρινό φαγητό που αποτελείται από γεμιστές μελιτζάνες με κιμά, το σχήμα και το χρώμα του οποίου θυμίζει μικρού μεγέθους υποδήματα.

Εν ολίγοις κόβουμε μελιτζάνες κατά μήκος και τις αδειάζουμε για να τις γεμίσουμε με κιμά, τον οποίο τσιγαρίζουμε με λάδι και κρεμμύδι και τον σβήνουμε με κρασί, ενώ προσθέτουμε ντομάτες ψιλοκομμένες, αλάτι, πιπέρι, κανέλα και μπαχάρι. Τέλος βάζουμε από πάνω ότι τυρί που λιώνει και ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να να ψηθούν οι μελιτζάνες.

  1. Ελαστικά επιθέματα που βρίσκονται στους σιαγόνες των φρένων των ποδηλάτων και τα οποία εφάπτονται με πίεση επί της στεφάνης στη ζάντα του τροχού κατά το φρενάρισμα, δημιουργώντας έτσι μέσω της τριβής, σημαντική επιβράδυνση.

Με λίγη φαντασία τα επιθέματα αυτά θυμίζουν μικρού μεγέθους υποδήματα.

Συνώνυμα: τακούνια, τακάκια.

  1. Κλασική κι αγαπημένη συνταγή! Έτσι ακριβώς κάνουμε κι εμείς τα παπουτσάκια, μόνο που δεν ξεπικρίζουμε ποτέ τις μελιτζάνες. (εδώ)

  2. Αν λάδι ή γράσο έρθει σε επαφή με τα παπουτσάκια θα πρέπει να τα αντικαταστήσετε, διαφορετικά ενδέχεται να μην λειτουργούν (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (1) (από PUNKELISD, 03/11/11)Ακριβώς αυτό. (2) (από PUNKELISD, 03/11/11)(από GATZMAN, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμπρίζ, μπαμπρίζ, παπρίτζ, παμπρίτς, παπρίτς, μπαπρίτς, μπαμπρίτζ, παμπρίζ, μπαμπρίτς: έτσι αποκαλείται «ελληνιστί» ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου.

Από το γαλλικό «pare brise», όπου pare=το φράγμα και brise=το αεράκι, η αύρα.

Παρά την αξιοπρεπεστάτη απόδοση του όρου στα Ελληνικά, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι όσα είναι τα καταστήματα επισκευής του, τόσες διαφορετικές παραλλαγές εξελληνισμένης αναγραφής του ξενικού όρου στις αναρτημένες διαφημιστικές πινακίδες θα συναντήσετε ανά τη χώρα.

- Τι κάνει καλέ ο γιος σου ;
- Τελείωσε τη τεχνική σχολή και άνοιξε ένα μαγαζί να περνάει μπαμπρίτζια.

ΕΔΩ ΤΑ ΚΑΛΑ ΜΠΑΜΠΡΙΤΖΙΑ. (από iwn, 12/11/11)ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΣΑ ΑΝΕΜΟΘΩΡΑΚΑ (από iwn, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση προερχόμενη από την σλανγκ των επαγγελματιών της οδήγησης, με την οποία δίνεται οδηγία (συνήθως από συνάδελφο) σε κάποιον που μετακινεί ένα όχημα, να στρίψει το τιμόνι προς την αντίθετη κατεύθυνση για να αποφευχθεί η πρόσκρουση σε άλλο, παρακείμενο όχημα κατά τη διάρκεια της μανούβρας (ξε)παρκαρίσματος.

Γενικότερα η φράση χρησιμοποιείται ως προτροπή σε κάποιον που ξεφεύγει από τα πλαίσια να συμμαζευτεί και να αλλάξει συμπεριφορά ή τρόπο έκφρασης. Σε αυτή την περίπτωση, τα δύο πιθανότερα σημεία πρόσκρουσης είναι: (α) σφιχτοδεμένα επιχειρήματα της άλλης πλευράς που θα μετατρέψουν δημοσίως τον παρεκτραπέντα σε ρόμπα ξεκούμπωτη καπιτονέ, (β) σφιγμένες γροθιές σφίχτη που θα μετατρέψουν τον ανωτέρω σε σάψαλο υποβασταζόμενο από πατερίτσες.

  1. Ώπα, Μήτσο, πάρτο αλλιώς για θα βρεις στο Καγιέν του λαλάκη.

  2. Για σιγά ρε φλώρε, πάρτο αλλιώς για θα βρεις. Μαζέψου μη σε πάω έξω και σε κάνω ίσαμε ένα άλογο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραφθορά της Ιταλικής μάρκας μοτοσυκλετών Moto Guzzi που δηλώνει την παραδοσιακά κακή ποιότητα των κινητήρων και των ανταλλακτικών τους, καθώς και το θόρυβο που οι πρώτοι παρήγαγαν λόγω του μεγάλου τους κυβισμού. Ο όρος είναι σχεδόν ανύπαρκτος σήμερα, πιθανότατα λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των εν λόγω μοτοσυκλετών.

- Θα πάμε με το Μήτσο στον Τσιβλό με τις μηχανές. Έρχεσαι;
- Αν είναι να φέρει τη Μότο Σκούζει μαζί του καλύτερα όχι. Θα κάνουμε δέκα μέρες να φτάσουμε!

(από Nakas, 29/01/12)Στέρεο Νόβα, Μοτοκούζι. (από patsis, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα Κοινά Ταμεία Εισπράξεων Λεωφορείων, δηλαδή οι «ιδιότυπες μεταφορικές επιχειρήσεις που εξυπηρετούν όλες τις δημόσιες τακτικές οδικές μεταφορές της χώρας μας (εκτός των αστικών συγκοινωνιών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και τμήματος της Ρόδου)» αναλύονται ως Καθημερινή Ταλαιπωρία Ελληνικού Λαού.

- Έχω το αυτοκίνητο για σέρβις και πάλι πρέπει να υποστώ την Καθημερινή Ταλαιπωρία Ελληνικού Λαού για να πάω στο Πόρτο Ράφτη γαμώ το στανιό μου μέσα!

(από Khan, 07/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς χρησιμοποιείται για διάφορα εξογκώματα, και κυρίως για εξογκώματα σε δερμάτινες ή ελαστικές επιφάνειες (ή και σε άλλες επιφάνειες που θα έπρεπε να είναι λείες). Λ.χ. σε μπάλα ποδοσφαίρου που υποφέρει από το κλωτσίδι, ιδίως αν είναι κακής κατασκευής, ή σε ελαστικά οχημάτων που πετάνε βυζί ως μη όφειλαν. Ένας περαιτέρω αστεϊσμός μπορεί να επιτευχθεί αν το κακής ποιότητας ελαστικό παρομοιαστεί με διάσημη φο-βυζού τουμπανοβύζα τ. Πάμελα Άντερσον, Πετρούλα Κωστίδου κ.τ.ό.

Συνώνυμο: καρούμπαλο.

Πάσα: deinosauros, sokin, Παπαντώνης.

  1. Πεταξε βυζι το λαστιχο
    Εκλασε η ασφαλτος
    Για το πεταξε βυζι ισως λεγεται για τα ελαστικα με σαμπρελα και το λενε στην κατασταση στην οποιο το λαστιχο ειναι οπως η μπαλα,που σκιζεται το δερμα και πεταγεται το μπαλονι εξω και κανει ενα καρουμπαλο...Εντελως στην τυχη και πιθανως να ειναι τρελη μ@λ@κια... (Εδώ).

  2. Τελικά τα κατάφερα και έπεσα όλος μέσα σε γνωστή λακούβα των νότιων προαστείων. Πέταξε «βυζι» (σαν την Πετρούλα..... ενα τούμπανο) (Εδώ).

  3. Καλύτερα να κάνει βυζιά το λάστιχο (αν και αυτό έχει σχέση περισσότερο με την ποιότητα των ελαστικών παρά με τη γόμα... αλλά έστω ότι έχουν σχέση, δεν είμαι και ειδικός, αν ξέρει κάποιος ας μας δώσει τα φώτα του) παρά να βρεθεί σε ένα δεντρό κρεμασμένος με το τιμόνι στο χέρι. (Εδώ).

  4. Ήμουνα καλός τερματοφύλακας, έπιανα τη μπάλα με το ένα χέρι κι έβγαζε «βυζί» ! (Από το βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα, ευγενικώς πασαρισθέν υπό του Δεινοσαύρου).

(από Vrastaman, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον κάγκουρας ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική έκφραση για τον κάγκουρα.

Χαρακτηρίζει συνήθως όσους φοράνε γυαλιά Arnette (άσπρος σκελετός με μαύρους φακούς) και οδηγάνε μηχανάκι (περισσότερες φορές Honda Glx 90).

- Περνάμε την πλατεία και βλέπω στην γωνία αραγμένους 5 κάγκουρες με τα Μοτόρι - Μοτόρης τους να με κοιτάνε στραβά...
- Και τι έκανες ρε μαλάκα;
- Τι να κάνω ρε ...Συνέχισα να περπατάω προς το μέρος τους... ΤΙ ΝΑ ΚΛΑΣΟΥΝ ΟΙ ΑΡΝΕΤΑΚΗΔΕΣ ΡΕ... !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στα ομώνυμα φασολάκια, αλλά στα ντυμένα με μαύρη ματ βαφή τουτούνια που τελευταία φοριούνται από τρέντι μετακαγκούρια νέας κοπής. Το κόστος της συγκεκριμένης βαφής είναι ιδιαίτερα υψηλό, η δε ορθή συντήρησή της απαιτεί πρωκτική προσήλωση.

Ομολογουμένως ψαρωτίκ σε πορσικά ή σε θηριώδεις τζιπούρες, το μαυρομάτικο λουκ καταντά μάλλον γούτσου-γούτσου σε μικρότερα κάγκουαρ.

- Για τα 10.000€ περιμένω να δω αυτοκίνητο ατμοσφαιρικό, τετραπετάλουδο, να στροφάρει, στροφή για κάθε ζητούμενο ευρώ, στήσιμο που κοιτάει την στροφή και στρίβει, - κλπ κλπ. Όλα τα άλλα είναι καγκουράκια. Τι είναι αυτό το μαυρομάτικο τώρα; Να του βάλουμε και 2 μπαλονάκια και βουρ για την ευθεία.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified