Selected tags

Further tags

  1. Βασίλης Σαλέας. Ο γνωστός Τσιγγάνος λαϊκός κλαρινοπαίχτης. Επίσης με το ίδιο όνομα και επίσης κλαρινοπαίχτης δημοτικών τραγουδιών (και το γνωρίζουν λίγοι) ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972).

  2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε γυναίκα, η οποία έχει μεγάλη εξειδίκευση, πολύ υψηλή τεχνική στον στοματικό έρωτα, αλλά και αγάπη σ'αυτό που κάνει. Παίζει τόσο αριστοτεχνικά το αντρικό μόριο στο στόμα της που πραγματικά θυμίζει το κλαρινοπαίξιμο που μαγεύει μικρούς και μεγάλους του γίγαντα Βασίλη Σαλέα. Είναι επαγγελματίας, καταξιωμένη και με μετάλλια στον χώρο της πίπας.

- Φτηνό πολύ το 'ρδέλο που πήγαμε χθες και λίγη ώρα κάτσαμε αλλά περάσαμε καλά τουλάχιστον.
- Ναι ρε φίλε. Τι πίπα ήταν αυτή που έκανε η τανάπου, ένα τέταρτο μου τον είχε στο στόμα. Ο Σαλέας ήτανε;

(από Mpiliardakias, 03/04/14)(από Mpiliardakias, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στάση 69 αλλά με ένα μπουκάλι Ούζο 12 στο γκώλον. Η Ελληνική μερακλίδικη εκδοχή της στάσης 69. Η στάση αναφέρεται φυσικά και στο Γάμα Σούφρα (Ελληνική εκδοχή του Κάμα Σούτρα). Ιδανική συνοδεία της στάσης 81, εκτός από τον απαραίτητο πεοθηλασμό φυσικά, είναι ο μεζές/ποικιλία, το ξυδάτο χταποδάκι σχάρας ή μια πιατελίτσα με φρέσκα όστρακα (με λεμονάκι) στο κομοδίνο και η μουσική υπόκρουση παλιών βαριών έως πολύ βαριών λαϊκών τραγουδιών(Στράτος Διονυσίου, Στέλιος Καζαντζίδης, Μάρκος Βαμβακάρης κ.α.).

- Μωράκι μου θες να κάνουμε 69;
- Θα κάνουμε την 81 σήμερα.
- Την 81; Τι στάση είναι αυτή;
- Φέρε το Ούζο 12, τον μεζέ μου κούκλα μου και θα την μάθεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω. Καταφέρνω τελικά και βρίσκω τρύπα να το χώσω.

- Τελικά ο Τάκης έβγαλε καμιά γκόμενα στο χτεσινό πάρτι; - Δεν τον φοβάμαι, όλο και κάπου θα βρήκε να κουφώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.

Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.

Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.

Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .

Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.

  1. Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.

  2. - Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
    - Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...

  3. συγκάτοικοι:
    -Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
    -Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.

(από Khan, 30/04/14)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα συμβεί μεγαλή συμφορά, θα γίνει μεγάλο τζέρτζελο.

Συν.: Θα φρίξει το σκυλί, θα γαμηθεί ο Δίας.

-Και θα πλακώσει πελατεία λες;
-Αν έρθει λέει, θα γαμηθεί το τσόνι...

(από fighting_falcon, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο τιμωρίας δια μαστιγώσεως, εργαλείο ή σύμβολο απειλής. Συνήθως χρησιμοποιείται μετωνυμικά, ως σύμβολο δηλαδή.

Κρέμασε μια γαϊδαρόπουτσα στην πόρτα, και τον περίμενε.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και τον έκανε με τα κρομμυδάκια.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και πού σε πονεί και πού σε σφάζει.

Καλοκαιρινή καρτ-ποστάλ (από Khan, 02/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικό κάλεσμα αντρών προς μέλη του αντίθετου φύλου(αλλά μουνάρες) με σκοπό την αρχειοθέτηση των χαρακτηριστικών τους στην μνήμη(για υλικο στην μαλακία), ειδοποίηση των υπολοίπων μελών της αντροπαρέας για την ύπαρξη του εν λόγω θηλυκού και την έκφραση του ειλικρινούς θαυμασμού προς τα κάλλη του.

Περνάει μουνάρα

-Schwing! Συνεχίζει η συζήτηση

(από Τσακ εις την μέσην, 30/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσλάνκευση του ηθικοπλαστικού «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα», αναπροσαρμοσμένο για τις ανάγκες τση πουτανιάρας τση πραγματικότητας.

Γλωσσοπλάστηκε μαζί με τον φευγάτο σλάνγκο Mystère Cadmus στο φατσομπούκι ψες βράδυ.

  1. Στάτους Κάδμου: Όποιος τα κάνει όλα πουτάνα, θα τη βρει από το κάγκελο.
    Βράστα: Πουτανομαζώματα...
    Κάδμος: ...καγκελοσκορπίσματα
    (επακολούθησαν αμοιβαία λαϊκ)

  2. Άσκηση για το σπίτι: να συμπληρωθούν τα παρακάτω:

  • Καβουρομαζώματα, _______________
  • Καγκουρομαζώματα, _______________
  • Σλανγκομαζώματα, _______________
  • Συριζομαζώματα, _______________
  • Τουκανικομαζώματα, _______________
  • Φιστικομαζώματα, _______________
  • Μιζομαζώματα, _______________

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.

Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:

  1. Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).

    i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
    ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.

  2. Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)

    i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
    ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
    Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.

  3. Συνοπτική περιγραφή συνουσίας

    Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.

Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλλαξοκωλιά, τόσο με την κυριολεκτική όσο και με την μεταφορική της σημασία. Η τράμπα, πιθανώς με μια αρνητική αξιολόγηση από τον ομιλούντα.

Όπως και με τη λέξη κώλος, υπάρχει και η εναλλακτική ορθογραφία «τραμπακόλι».

  1. Από εδώ:

- ...για μας τους gay!!!
- Συ είπας :P
- Εγώ κάνω χιούμορ... Ενώ εσύ είναι γνωστό ότι έχεις τρελαθεί στο τραμπακώλι με τον alexandroso...

  1. Από εδώ:

Η Pirelli έχει το 18% της Telecom Italia για όσους δεν το γνωρίζουν. Τώρα πώς γίνεται τραμπακόλι μεταξύ fastweb/telecom italia μέσο pirelli τρέχα γύρευε...

  1. Από εδώ:

Επίσης βράζουν και με Πανιώνιο, Λεβαδειακό, Τρίπολη επειδή είχε γίνει τραμπακόλι μεταξύ τους για να πέσει το Περιστέρι. Κάθε περιοχή και ομάδα έχει δική της ιστορία γι'αυτό άστο, στη Λάρισα ας πούμε υπάρχει κόντρα με τον ΠΑΟΚ γιατι είχαν νεκρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified