Αμφίψωλο σημαίνει στην καθαρεύουσα το γνωστό σάντουιτς.
Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα, έκφυλη σφόδρα! Τελικά το βράδυ την αμφιψωλιάσαμε!
Αμφίψωλο σημαίνει στην καθαρεύουσα το γνωστό σάντουιτς.
Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα, έκφυλη σφόδρα! Τελικά το βράδυ την αμφιψωλιάσαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετη λέξη (βαρέλι & πούτσα). Το μεγάλου πάχους πέος.
Ως βαρελόπουτσα γενικά μπορεί να χαρακτηριστεί και το δυσανάλογα χοντρό για το μήκος του αλλά και το «χορταστικού» πάχους/πλάτους/διαμέτρου πέος, ο αρχοντόψωλος, ο φαρδύς σαν μπουκάλι μπύρας να 'ούμε. Συχνά ακροβατεί στα όρια απόλαυσης και πόνου για την σούφρα μιας γυναίκας (ή ενός ομοφυλόφιλου).
Χαρακτηριστικοί τύποι άντρα που συνήθως είναι και ιδιοκτήτες βαρελόπουτσας είναι brutal τύποι με κοιλιά, πολλές τρίχες, μούσια σε στυλ Μπανάνα Τζο, συνήθως φορούν λευκά πουκάμισα ανοιχτά για να κάνουν κοντράστ οι τρίχες ή φτηνά και αλλόκοτα χαβανέζικα πουκάμισα, γυαλιά ηλίου πρωί-βράδυ, αντρικά αρώματα παλαιάς κοπής, πούρα περιπτεριακά τύπου (Kαρ)Αβάνας κτλ. Γενικότερα μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε και σαν καλτ μερακλήδες με περίεργα γούστα. Ενίοτε κυκλοφορούν και σε πιάτσες όπως η Συγγρού, η Καβάλας, η πλατεία Κουμουνδούρου για κανά άτριχο αγοράκι κτλ.
- Φίλε πόσο τον έχεις εσύ;
- Φίλε δεν τον έχω μεγάλο σε μήκος αλλά μου είναι 9 πόντους πάχος.
- 9;;; Καλά ρε φίλε τι σόι βαρελόπουτσα να'ούμε είναι αυτή;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι το σημείο του πρωκτού απ' όπου εξέρχονται τα κόπρανα. Ίσως να έχει κάποια σχέση με το σούφρωμα, δηλαδή που το σημείο του πρωκτού που μοιάζει σαν σφιγμένο, ίσως έτσι αυτό το μάζεμα-σφίξιμο να έχει δώσει αυτήν την λέξη...
Χρησιμοποιείται και ως βρισιά απευθείας. Και ως ένδειξη μεγάλης τύχης κοινώς κωλοφαρδία.
- Τον έριξε νέφτι στην τσούφρα κι έγινε πύραυλος.
- Φιλαράκι έχει μια τσούφρα (για γυναίκα) κάτσε καλά.
- Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως άκακη και μεταξύ φίλων (ανδρών κυρίως) μικρή, παιχνιδιάρα βρισιά.
Got a better definition? Add it!
Η αλλαξοκωλιά, τόσο με την κυριολεκτική όσο και με την μεταφορική της σημασία. Η τράμπα, πιθανώς με μια αρνητική αξιολόγηση από τον ομιλούντα.
Όπως και με τη λέξη κώλος, υπάρχει και η εναλλακτική ορθογραφία «τραμπακόλι».
- ...για μας τους gay!!!
- Συ είπας :P
- Εγώ κάνω χιούμορ... Ενώ εσύ είναι γνωστό ότι έχεις τρελαθεί στο τραμπακώλι με τον alexandroso...
Η Pirelli έχει το 18% της Telecom Italia για όσους δεν το γνωρίζουν. Τώρα πώς γίνεται τραμπακόλι μεταξύ fastweb/telecom italia μέσο pirelli τρέχα γύρευε...
Επίσης βράζουν και με Πανιώνιο, Λεβαδειακό, Τρίπολη επειδή είχε γίνει τραμπακόλι μεταξύ τους για να πέσει το Περιστέρι. Κάθε περιοχή και ομάδα έχει δική της ιστορία γι'αυτό άστο, στη Λάρισα ας πούμε υπάρχει κόντρα με τον ΠΑΟΚ γιατι είχαν νεκρό.
Got a better definition? Add it!
Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.
Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:
Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).
i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.
Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)
i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.
Συνοπτική περιγραφή συνουσίας
Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.
Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).
Got a better definition? Add it!
Εκσλάνκευση του ηθικοπλαστικού «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα», αναπροσαρμοσμένο για τις ανάγκες τση πουτανιάρας τση πραγματικότητας.
Γλωσσοπλάστηκε μαζί με τον φευγάτο σλάνγκο Mystère Cadmus στο φατσομπούκι ψες βράδυ.
Στάτους Κάδμου: Όποιος τα κάνει όλα πουτάνα, θα τη βρει από το κάγκελο.
Βράστα: Πουτανομαζώματα...
Κάδμος: ...καγκελοσκορπίσματα
(επακολούθησαν αμοιβαία λαϊκ)
Άσκηση για το σπίτι: να συμπληρωθούν τα παρακάτω:
Got a better definition? Add it!
Ερωτικό κάλεσμα αντρών προς μέλη του αντίθετου φύλου(αλλά μουνάρες) με σκοπό την αρχειοθέτηση των χαρακτηριστικών τους στην μνήμη(για υλικο στην μαλακία), ειδοποίηση των υπολοίπων μελών της αντροπαρέας για την ύπαρξη του εν λόγω θηλυκού και την έκφραση του ειλικρινούς θαυμασμού προς τα κάλλη του.
Περνάει μουνάρα
-Schwing! Συνεχίζει η συζήτηση
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εργαλείο τιμωρίας δια μαστιγώσεως, εργαλείο ή σύμβολο απειλής. Συνήθως χρησιμοποιείται μετωνυμικά, ως σύμβολο δηλαδή.
Κρέμασε μια γαϊδαρόπουτσα στην πόρτα, και τον περίμενε.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και τον έκανε με τα κρομμυδάκια.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
Got a better definition? Add it!
Θα συμβεί μεγαλή συμφορά, θα γίνει μεγάλο τζέρτζελο.
Συν.: Θα φρίξει το σκυλί, θα γαμηθεί ο Δίας.
-Και θα πλακώσει πελατεία λες;
-Αν έρθει λέει, θα γαμηθεί το τσόνι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.
Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.
Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.
Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .
Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.
Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.
- Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
- Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...
συγκάτοικοι:
-Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
-Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.
Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified