Further tags

Το νικ του δημοσιογράφου Νίκου Χατζηνικολάου, κυρίως παλιότερα, που ήταν πιο κυριλέ. Τώρα το παίζει πιο λαϊκός. Τελικά έμεινε να σημαίνει έναν πολύ κυριλέ τύπο, που μιλάει όπως ο Ντέιτα του Στάρτρεκ, φοράει συχνά γιαλούμπες, έχει γραβάτα και είναι ξενέρωτος.

  1. - Κυρίες και κύριοι, αυτά ήταν για σήμερα τα νέα από το Μεγάλο Κανάλι...
    - Δεν μας χέζεις ρε Χατζηγραβάτα!

  2. - Για να περάσω το ίντερβιου και να πάρω την κωλοδουλειά, μέχρι και Χατζηγραβάτας θα γίνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο. Χαϊδευτικό, φιλικότερο και ευγενικότερο προς τις ιδιαιτερότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων στο άκουσμά του από το εκχυδαϊσμένο τραβέλι.

Από το άκλιτο (αρσενικό ή/και θηλυκό) τραβεστί εκ του Γαλλικού «travesti» και Ιταλικού «travestire» (vestire/ντύνομαι).

Άρρεν που ντύνεται (και ικανοποιείται με το να ντύνεται ή/και να κυκλοφορεί και δημοσίως) με γυναικεία ρούχα, ο παρενδυτικός.

- Όταν λες φίλη εννοείς τίποτα καμιά τράβυ;
- Όχι γυναίκα καλέ. Καλέ Χριστός και Παναγία!
- Πωπω αυτό μου ενισχύει αυτό που είπα περισσότερο! Καλέ Χριστός κι Αποστολάκης!

(Από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου)

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουνταλάς και ρούχλας και ενίοτε βουτυρομπεμπές άντρας ο οποίος όταν εμφανίζεται σε κοινωνικό δρώμενο είναι ντυμένος πάντα με ρούχα δωματίου-κρεβατιού. Μπορεί να χρησιμοποηθεί και καταχρηστικά για κάποιον στυλιστικά ανίδεο που θυμίζει κρεμάστρα με ρούχα.

Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο συντηρητισμός και η προσκόλληση στην πατρική οικογένεια δεν επιτρέπει σε πολλούς άνδρες τον πειραματισμό με τα ρούχα και το λούκ ακόμα και στις μητροπόλεις. Σαν αποτέλεσμα οι Έλληνες είναι σίγουρα από τους πιο κακοντυμένους άντρες στον κόσμο.

Παραθέτω μέρος από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου για την επίσκεψη Κλίντον:

"Πήγε να τον υποδεχτεί ο υπουργός των εξωτερικών ρε.. Μ' ένα σακάκι δανεικό, τρία μανίκια μεγαλύτερο, μέχρι και τα δάχτυλα του έκρυβε. Μ' ένα μουστάκι ατροφικό, σα δεξιός ψάλτης."

-Κοίτα ρε τον πυτζάμα πως έρχεται πάλι...Ελπίζω να μας αφήσουν να μπούμε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθιερωμένη αργκό της ποδοσφαιρικής κερκίδας που έχει περάσει πια ευρύτατα και στις στήλες των αθλητικών εφημερίδων.

Ο όρος χαρακτηρίζει πλέον τον άχρηστο παίκτη γενικά αλλά η αρχική σημασία είναι πιο συγκεκριμένη. Παλτό, λοιπόν, λέμε ειδικότερα τον ποδοσφαιριστή που έρχεται στην ομάδα μετεγγραφή από το εξωτερικό με τυμπανοκρουσίες και ταρατατζούμ αλλά γρήγορα αποδεικνύεται λίγος και διαψεύδει παταγωδώς τις προσδοκίες των φιλάθλων.

Η λογική του χαρακτηρισμού είναι ευφυέστατη. Το παλτό, το ρούχο, το αγοράζουμε τέλη καλοκαιριού, αρχές φθινοπώρου, το φοράμε στα βαριά κρύα και με το που θα μπει ο Μάρτιος τόχουμε σηκώσει στη ντουλάπα με τη ναφθαλίνη. Το παλτό, τον παίκτη, τον φέρνουμε στις μετεγγραφές του Αυγούστου, παίρνει μια πίστωση χρόνου για να προσαρμοστεί και καλά στην «Ελληνική πραγματικότητα», παίζει κάποια ματς πριν και μετά τα Χριστούγεννα, τον παίρνουμε χαμπάρι και από τον Μάρτιο είναι πλέον μόνιμος ούτε καν στον πάγκο αλλά στην κερκίδα των επισήμων - που είναι, βέβαια, το ποδοσφαιρικό ισοδύναμο της ντουλάπας με τα χειμωνιάτικα.

Εκτός από παλτό, χρησιμοποιούνται και οι λέξεις πάλτουρας, παλτουδιά και (το προσωπικό μου φέιβοριτ) ημίπαλτο.

Η πανάκριβη μετεγγραφή που επίσης απογοητεύει λέγεται, βέβαια, βιζόν.

  1. Ακριβά χειμερινά ψώνια και βαριά θερινά «παλτά»,
    (Τίτλος από ΤΟ ΒΗΜΑ, 03/02/08)

  2. Είναι παλτό ή παίκτης κλάσης ο Σισέ; Πρέπει να σταθούμε στο γκολ, το δοκάρι, το έμμεσο, την κόκκινη που «κέρδισε» από τον αντίπαλό του ή πρέπει να σταθούμε στα άχαστα που έχασε σε έναν αγώνα που τροφοδοτήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά; Από εδώ

  3. Τον πήραμε παλτό! Τον πήραμε παλτό! Και μέσα σε έναν χρόνο, τον κάναμε Ετο'ο! (Χιουμορώδες γηπεδικό σύνθημα)

Η νέα σύνθεση του Παναθηναϊκού (από poniroskylo, 08/12/09)Ο Ετό\'ο. Δεν είναι παλτό. Και εδώ, δεν είναι και τραυματίας. (από poniroskylo, 08/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.

- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοράω κοντομάνικα πόλο οριζόντιας διαγράμμισης, μόδα που λάνσαρε ο συμπαθέστατος προφέσορας του ποδοσφαίρου.

Σημ. Να μην συγχέεται με την περίφημη αλεφάντεια κόμμωση.

Τι μπλουζάκι είναι αυτό ρε; Αλέφαντος ντύθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γενεσιουργός αιτία πολλών κιτς θεαμάτων στο δρόμο.

Η σύγκρουση με την ντουλάπα του εν λόγω αοιδού είναι η μόνη λογική εξήγηση για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις αρκετών συνανθρώπων μας. Τουτέστιν, όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιον με καπέλο με φτερά, κολλαριστό παντελόνι με τσάκιση, τύπου καμπάνα, φούξια πουκάμισο και σακάκι με γαλάζιες πούλιες, τότε καταλαβαίνουμε πως ήρθε σε σύγκρουση με την περί ης ο λόγος γκαρνταρόμπα.

- Καλέ! Φούξια γόβες με εμπριμέ εσάρπα φοράει! Αμ τις πούλιες που τις πας;
- Την καημένη... Μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη θα 'χε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.

Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified