Further tags

Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.

Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.

Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.

- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφραση θαυμασμού για ένα διερχόμενο κόμματο.

Ατάκα που λέγεται πως προέρχεται από έναν ψαρά που, προσπαθώντας κάποτε να πουλήσει τα αλιεύματά του, βλέπει να τον προσπερνάει ένας κόμματος. Τότε ο ψαράς πέταξε τη συγκεκριμένη ατάκα με στόχο να πετύχει έναν πολλαπλό επικοινωνιακό στόχο:
1) Ο ψαράς αφενός λειτουργεί ως επιθετικός καμακόβιος...
Η φράση «ωχ τα πόδια» εκφράζει την πρώτη εντύπωσή του βλέποντας τα καλλίγραμμα πόδια της, ενώ η φράση «άσ' τα κει» λέχθηκε δεύτερη υποδηλώνοντας στην τύπισσα να σταματήσει την πορεία της και να τον προσέξει. Στο τέλος εκθειάζει τα οπίσθιά της προσπαθώντας να παίξει και το τελευταίο του χαρτί.
2) Ο ψαράς αφετέρου λειτουργεί και σαν επαγγελματίας που διαφημίζει το εμπόρευμά του, αφού το μήνυμα μπορεί να ερμηνευθεί και ως «oχταπόδια, αστακοί, κολεοί« (κολιοί δηλαδή). Αυτή η ερμηνεία λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας, όσον αφορά την ερμηνεία του νοήματος αλλά και την απώλεια του χρόνου, αφού αν χάσει την τύπισσα θα έχει αρκετές πιθανότητες να προωθήσει τα αλιεύματά του.

Η ιστορία αυτή είναι κοντολογίς η ιστορία ενός ψαρά, που βάζοντας δόλωμα τα θαλασσινά του πόνταρε να πιάσει έναν κόμματο. Τώρα τι έπιασε; Mάλλον είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς.

Δυο φίλοι περπατούν στο δρόμο όταν ο ένας αντιλαμβάνεται πως στην άκρη του δρόμου σκάει μύτη ένας κορίτσαρος.
- Ωχ τα πόδια, ασ' τα κει, κωλεοί!
- Τι λες ρε;
- Κοίτα στην άκρη του δρόμου και θα καταλάβεις.

(από jimakos, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχικά της υπηρεσίας που σήμερα ονομάζεται Ε.Κ.Α.Β., τα οποία μάλιστα είχαν τυπωθεί και σε ασθενοφόρο πριν οι υπεύθυνοι συνειδητοποιήσουν το τραγικό τους λάθος. Προερχόταν από τα αρχικά των λέξεων Κέντρο Αμέσου Βοηθείας Λεκανοπεδίου Αττικής. Όταν το κατάλαβαν το όνομα άλλαξε αμέσως.

Πάρε τηλέφωνο το Κ.Α.Β.Λ.Α. γρήγορα! Ο πατέρας σου παθαίνει ανακοπή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πανγαμάτωρ είναι ο άνδρας ο οποίοις συνουσιάζεται ή ευβρίσκεται εις συνουσιαστικήν διάθεσην καθόλην την διάρκεια της ημερός!

Θέλγεται από όλα τα θηλυκά και η ερωτική του ζωή είναι... γαργαλιστική έως πικάντικη! Εύχρηστη δε η λέξη εις την φράση: «Ο Πανγαμάτωρ Χρόνης», εις την περίπτωση κατά την οποία γιγνώσκετε κάποιον ονόματι Χρόνη ή απλά ως λογοπαίγνιο!

Φιλήμον: «Α κοίταξον, ο Άδωνις!»
Σαρπηδόνας: «Αχ ναι, ο Άδωνις! Γνωστός και ως: ο Παναγαμάτωρ Χρόνης!»
Φιλήμον: «Αχχ και πότε θα έχομεν την ευφροσύνη να... περάσει και από μας! Αχχχ...!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί την γνωστή και μη εξαιρετέα λέξη «καύλα» ειπωμένη όμως παρά ατόμου με εμφανή δυσχέρια στην εκφορά του φθόγγου «ρ».

Ο φθόγγος προφέρεται ως «β» και το αποτέλεσμα είναι η διπλή επανάληψη του φθόγγου «β» και η παραφθορά τοιαύτης λέξεως.

Τα ονόματα εις το παράδειγμα είναι κωδικοποιημένα καθότι το λήμμα απευθήνεται εις... ειδικούς παραλήπτας!

Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Μαλάκα, γνώβισα μία γκόμενα χτες από την Κέβκυβα και το κάναμε τβεις φοβές!»
Ν. Προγούλιας-Σουπλίν: «Και πώς σου φάνηκε;»
Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Καύβααααα!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μια μικρή αλλαγή, η καλοσύνη, η ιδιότητα, δηλαδή, κάποιου να θέλει το καλό και την ευτυχία του συνανθρώπου του, μετατρέπεται σε καυλοσύνη. Τι εστί όμως, καυλοσύνη;

  1. Αποτελεί ετσιθελική δικαιολογία που προβάλλεται από ορισμένους άνδρες, όταν δεν μπορούν να ελέγξουν τις ορμές τους, πως όταν οι γυναίκες τους διεγείρουν σεξουαλικά τότε αυτοί έχουν αναφαίρετο δικαίωμα να τις παρενοχλήσουν ή/και να τις κακοποιήσουν ακόμα. Θεωρούν τον εαυτό τους και θύμα αλλά και όργανο απόδοσης δικαιοσύνης. Το πόρισμα τους είναι ξεκάθαρο και προαποφασισμένο: Σερσέ λα φάμ. Αυτοί, κατά τη γνώμη τους, δε φταίνε, αφού από τη φύση τους είναι αυτοπυροδοτούμενοι. Οι όποιες εξελίξεις είναι πέρα από τις δυνάμεις τους. Η φουκαριάρα η Εύα φταίει που άναψετο φιτίλι. (βλ.παράδειγμα 1)

  2. Χιουμοριστική μεταφορά της λέξης καλοσύνη. (βλ.παράδειγμα 2)
    Σημείωση: Πρέπει να υπάρχει εξοικείωση με τον συνομιλητή μας για μια τέτοιου είδους εκφορά. (βλ.παράδειγμα 2)

  1. Λάμπει λάμπει ο ήλιος σε λίγο θα λάμψει κι η πούτσα μου μωρή πουτάνα στα βυζιά σου, μας τα δείχνεις έτσι απροκάλυπτα, καλά κάνεις βεβαία, προσφέρεις καυλοσυνη σε όλη την Ελλαδα, θες ένα χυσίμπο πάνω τους μωρή πουτάνα...ααααχ
    Δες εδώ Περί του βυζογραφικού της Μενεγάκη ο λόγος. (Δες και σχετικό video στην ίδια διεύθυνση)

  2. Σε άλλα θέματα της επικαιρότητας τώρα, ο τραγουδιστής των Stigma είχε την ευγενή καυλοσύνη να μου αφιερώσει και το αγαπημένο μου κομμάτι (By The Way) και γι'αυτό τον ευχαριστώ δεόντως. Δες εδώ

Η Ευα Καΐλη βγάζει λόγο.Κάποιοι εκ των τριακοσίων ίσως τη χαρακτηρίσουν καυλοσυνάτη κοπέλα (από GATZMAN, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται για να δηλωθεί ότι κάτι είναι καύλα, σούπερ ντούπερ, έξτρα πρίμα γκουντ, κυριολεκτικά ονείρωξη, αφού, το λέει κι η λέξη, χύνουμε μαζί του. Γιούνισεξ έκφραση. Από γυναίκες βρέχονται βρακάκια. Το λέρωσα βρακάκι, όμως, το λένε αυτοσαρκαστικά και άντρες, είτε σαν πουστοαστείο ότι και καλούα κάνουνε φάνγκερλινγκ με κάτι/κάποιον και βρέχουν τα βρακάκια τους από ενθουσιασμό σαν να είναι γκόμενες, είτε ξερωγώ ότι κάτι είναι ονείρωξη. Από ό,τι βλέπω στο ιντερνέτι λέγεται λιγότερο για σεξουαλικά ερεθίσματα και περισσότερο για μετουσιώσεις, όπως λ.χ. για αυτοκίνητα, βιντεοπαιχνίδια, ταινίες, αθλητικές ομάδες, πολιτικές παρουσίες τέτοια πράγματα.

Παρεμπιφτού το λέρωσα βρακάκι κάνει ρίμα και με τον Βαρουφάκη

Η έκφραση κάνει καριέρα στην εποχή του Ίντερνετ και των σόσιαλ μήντια, καθώς είναι ευχερές σχόλιο σε ένα οπτικοακουστικό ή άλλο ερέθισμα που όντως μας αρέσει ή που είναι ωραιοπαθές και το λέμε ειρωνικά.

  1. -το ειδα χθες στις σερρες στα dragster. μιλαμε για πένα!
    -Ax αυτη η ζαντα στο 92 ειναι φωτιά.
    -όλα τα λεφτά το Ε30 .η ζαντα bbs λέει
    -ρε χριστο ολοκληρο τούμπανο ε30 και συ ασχολεισαι με το 92????? τι να πει κανεις
    -Κ Α Υ @@ ΜΟΥ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ!!! Νομίζω λέρωσα το βρακάκι μου... (Από Autoφοράδα).
  2. μπορω να ομολογήσω πως κατα την διάρκεια του επεισοδίου και ειδικότερα όταν κατέβηκε ο WB με τους commander απο το πλοίο λέρωσα το βρακάκι μου απο την πώρωση:P. (Εδώ).
  3. Ένταξη εγώ ειλικρινά λέρωσα λίγο βρακάκι...καμια σχέση με τα προηγούμενα trailer...epic trailer ας ελπίσουμε για μια ταινία ισάξια του Avengers. (The Amazing Spiderman).

Δευτερευόντως, μπορεί να σημαίνει ότι και καλά κατουρήθηκα από τον φόβο μου ή έκλασα μέντες, και λέγεται βέβαια ειρωνικώς, όταν κάποιος έχει ψαρωτικό υφάκι μάταια.

Ο τύπος έκανε την πλάκα του, μας απείλησε (πωπω ρε μεγάλε είσαι στα ΟΥΚ λέρωσα το βρακάκι μου :P ),εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθ' υπερβολήν, η ζαλάδα που παθαίνει κάποιος στη θέα πολύ ελκυστικού στήθους.

Από το διαδίκτυο:
Η βυζοθολούρα συνεχίστηκε... Εμπρός μου η ξανθιά μιλφάρα Αλίνα με τις απίστευτες βυζάρες της να έχουν ξεχυθεί μέσα στο ολόσωμο ροζ δικτυωτό που φορούσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified