Further tags

Χρησιμοποιείται σε γυναίκες που το παίζουν ωραίες προκαλώντας με δηλώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ουσιαστικά είναι πολύ άσχημες και πολύ μεγάλες σε πλάτος. Προέρχεται από το όνομα της Πάμελας Άντερσον (που συνήθως αύτο είναι το είδωλο των συγκεκριμένων γυναικών).

- Ξέρεις τη Σταυρούλα; Μου έχουν πει ότι είναι πόλυ hot και sexy.
- Τι λες ρε; Φάλαινα Άντερσον είναι! Να την έβλεπες πώς ντυνόταν στο σχολείο... Σκέτη φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.

- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέμε την πολύ χοντρή γυναίκα που, το μόνο που μπορεί να επιδείξει σαν κάτι ωραίο πάνω της, είναι το πλούσιο στήθος της, το οποίο και φροντίζει να το δείχνει συχνά.

- Καλά ρε, θυμάσαι την Ελπίδα από το δημοτικό;
- Ναι ωραίο νιμού ήταν.
- Ε τώρα έχει γίνει μπάλα με βυζιά!
- Πάχυνε και αυτή;;;

Βλ. επίσης βυζανάδειξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.

Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).

Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...

(από Hank, 04/02/09)(από patsis, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός και δυνατός, το γομάρι. Μπορεί να το πει κανείς όμως και για κάποιον που είναι απλά πολύ χοντρός.

- Ρε κόψε λίγο τους γύρους και τις μπύρες, Οβελίξ έχεις γίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο, συνήθως ευτραφές, τη στιγμή που μπαίνει στο οπτικό σου πεδίο, κρύβοντας το αντικείμενο παρατήρησης, συνήθως μια ενδιαφέρουσα ύπαρξη.

Ετυμολογία

κρύβω (αρχ. κρύπτω) + τόφαλος -> κρυπτόφαλος

Για προχωρημένους

Ο όγκος του κρυπτόφαλου (που πρέπει να είναι μεγαλύτερος απ' τον όγκο του αντικειμένου παρατήρησης) από μόνος του αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη.

Για να ισχύει ο όρος, πρέπει ο κρυπτόφαλος να είναι και χαμηλότερου ενδιαφέροντος από το αντικείμενο παρατήρησης, αν όχι αντικειμενικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τα γούστα του παρατηρητή:

όπου x ο παρατηρητής, y ο κρυπτόφαλος, z το αντικείμενο παρατήρησης, V ο όγκος και f η συνάρτηση ενδιαφέροντος / γούστου.

Συνώνυμα

Σε περίπτωση που το συμβάν λαμβάνει χώρα σε μπαρ, ο όρος συναντάται και ως «μπαρκούδα».

- Πσσσσσσσσσς! Κοίτα το γκομενάκι εκεί κοίτα-κοίτα-κοίτα!
- Πού ρε;
- Εκεί ρε, εκεί! Κοίτα-κοίτα-κοίτα! Πσσσσσς! Αυτά είναι!
- Πού ρε, δε βλέπω!
- Καλά άστο... μπήκε κρυπτόφαλος στη μέση...
- Α ναι, τον κρυπτόφαλο τον βλέπω...
- Μαλάκα μου είσαι αργός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified