Further tags

Άτομο που για πρωινό τρώει στεροειδή και λόγω υπερβολικής σωματικής διάπλασης γεμίζει ασφυκτικά το κάθισμα στο τραίνο ή ένα στενό πεζοδρόμιο και δε χωράς να περάσεις.

Σύνθετο, ετυμολογείται από το Ράμπο και την κατάληξη -ειδές.

Χαρακτηρίζεται ως άτομο όχι απλώς βίαιο αλλά ως άτομο που έχει φετιχοποιήσει τη βία και δεν αγαπάει ούτε άντερα του. Συντηρεί τις εταιρίες παραγωγής και πώλησης αναβολικών και τις εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής. Ο ναρκισσισμός του είναι σε άλλα επίπεδα και στόχος της ζωής του το "τέλειο" σώμα που οι πολλοί κοιτώντας το με οίκτο θα το χαρακτηρίζαμε τερατώδες. Υπερβολικά φουσκωμένοι ιστοί, βαρύ πάτημα, αφύσικα φαρδιές πλάτες. Πουλάει ποζεριλίκι στο γυμναστήριο και στη παραλία. Πουλάει τσαμπουκάδες στους πιο αδύναμους από αυτόν και σε γυναίκες. Το χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων ο κομπλεξισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η έλλειψη παιδείας με αποτέλεσμα τη προσήλωσή του σε κούφιες έννοιες όπως: αίμα, φυλή, θρησκεία, έθνος και έτσι είναι απόλυτα χειραγωγήσιμο άτομο. Συχνά αναζητά την επιβεβαίωση και χρησιμοποιεί την γυναικεία παρουσία και τους τραμπουκισμούς ως άλλοθι... έναντια στην ασεξουαλικότητα του ή την σεξουαλική του ανικανότητα λόγω των αναβολικών. Συχνάζει κυρίως σε γυμναστήρια ή σιδεράδικα αλλά και σε καφετέριες που συχνάζουν και άλλοι γορίλες σαν αυτόν. Στους χωρους αυτούς τους αναζητούν διάφοροι όπως: άνθρωποι της νύχτας για να τους προσλάβουν για μπραβιλίκια, νεοναζί για να τους στρατολογίσουν και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, συνδεσμίτες για να τους στρατολογίσουν επίσης, αναρχικοί/αυτόνομοι/αντίφα για να τους επιβραβεύσουν για την βοήθεια που πρόσφεραν στους νεοναζί. Αν το ραμποειδές καταφέρει να τελειώσει το λύκειο (λέμε τώρα) αποκαθίστατο επαγγελματικά ως γουρούνι των ΜΑΤ (εκεί και αν βγάζει όλα του τα κόμπλεξ), αλλιώς γίνετε μπράβος σε στριπτιτζάδικο ή σκυλάδικο, ασφάλεια προσώπων, σεκιουριτάς. Τον ελεύθερο του χρόνο οργανώνεται στις νεοναζιστικές συμμορίες και στους συνδέσμους οπαδών. Υπάρχουν και μερικά δείγματα ραμποειδών που δεν ασχολούνται με ναζιστάκια και χουλιγκάνους και ειδικά αν έχουν λύσει το οικονομικό η ζωή τους είναι σπίτι-σιδεράδικο, σιδεράδικο-σπίτι. Ο δείκτης IQ τους είναι γενικά κάτω του μετρίου και είναι τραμπούκοι και ψευτόμαγκες.

Συνώνυμα: Γορίλας, σβάρτσος, ράμπο, γυμναστηριακός, ντουλάπα, φαρμακωμένος, μπιλντέρι, πρησμένος, ντούκι, σώμας, χτιστός, φουσκωτός, donkey-kong, σφίχτερμαν, μπονταίο, τίγκας, τέρας κ.τ.λ.

- Δες ρε μαλάκα το ραμποειδές με πόσο γλοιώδη τρόπο την πέφτει στη κοπέλα.
- Μου έρχεται να τον πατήσω ένα μπουκέτο στη μάπα και να τον ξαπλώσω κάτω.
- Ώπα ρε άντρα πρόσεχε τα ψωλοχύματα μη μας πιτσιλίσεις και εμάς...

ραμποειδές γορίλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ομότιτλη ταινία όπου μια φάλαινα παίζει κύριο ρόλο. Την χρησιμοποιούμε συνήθως για να πούμε εμμέσως ότι μια είναι πολύ χοντρή.

Μαρία:
Σας έδωσε καλό τραπέζι στους onirama η Σαμάνθα μαιτρ;

Κώστας:
Ο free willy εξυπηρετεί μόνο επωνύμους, πάλι μάπα μας έδωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά κουρασμένος άνθρωπος, τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που μόλις βρει κρεβάτι θα πέσει όπως έπεσε ο Απόλλο στο Ρόκυ 4 μετά από τις μπουνιές του Ρώσου (βλ. βίντεο).

Επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Απόλλο στη εν λόγω σκηνή έπεσε για κάποιο σκοπό και άρα σαν ήρωας, Απόλλο μπορεί να είναι και αυτός που παπαρ' ότι όλες οι πιθανότητες να πετύχει το σκοπό του είναι κατά του, συνεχίζει και το παλεύει μέχρι που τελικά χάνει και αυτός ηρωικά όπως ο Απόλλο.

  1. - Το βράδυ είμαστε για πολλά ε; Σε θέλω δυνατό...
    - Μπα δεν το 'χω ρε, είμαι Απόλλο, θέλω να ψοφήσω.

  2. - Κοίτα τον πούστη τον Άρη πως χώνεται σαν την αρκούδα σε όλες τις γκόμενες.
    - Ναι αλλά στο τέλος... Απόλλο.

(από notheitis, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.

- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα! - Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!

Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.

Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)

Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)

(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)

- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από εφήβους, gamers, άτομα που τους αρέσουν οι ταινίες Ε.Φ. και γενικώς καμένους. Αναφέρεται φυσικά στα Αμερικάνικα φαντάρια (marines), αλλά δε μιλάμε για τα πραγματικά φαντάρια που βρίσκονται στο Κόσοβο ή το Αφγανιστάν ή αυτά που βασάνιζαν Ιρακινούς στο Αμπού-Γκράιμπ. Όχι!

Μιλάμε για για τους space marines, τα εξιδανικευμένα φαντάρια που βλέπουμε στις ταινίες του Κάμερον και σκοτώνουν Άλιεν, σάιμποργκ ή Ζεργκ. Αυτά που βλέπουν με θερμικές κάμερες, έχουν φουτουριστικά πολυβόλα με λέιζερ (αν έχουν σφαίρες καταγράφουν τον αριθμό που έμεινε σε LED), έχουν κάνα-δυο cyber εμφυτεύματα για να είναι πιο γαμάτοι, μιλάνε με μικροπομπούς στις μάσκες που κάνουν «κχχχ», λεγοντας φρασεις οπως «affirmative» και άλλα τέτοια καυλωτικά.

Συνήθως οι καραβανάδες των μαρινιών δεν φοράνε τέτοια καραγκιοζιλίκια, αλλά για να δείξουν τη γαματοσύνη τους καβαλάνε τρίμετρα οχήματα mech που βαράνε ρουκέτες. Επίσης συνηθίζουν να λένε κυνικές ατάκες με λογοπαίγνια (πχ. «ας τελειώσουμε την επίθεση γρήγορα και ανώδυνα γιατί θέλω να φάω νωρίς βραδινό») και γενικώς αφήνουν πίσω τον πρωτόγονο Ράμπο να πηδάει δέντρα δεύτερος και καταϊδρωμένος.

- ... και που λες το τέλος σκάνε εκεί τα μαρίνια με τα ελικόπτερα και τα ρομπότ και αρχίζουν να βαράνε στο ψαχνό με τα λέιζερ και φλογοβόλα. Τα κάνουν όλα λίμπα. Δεν μένει ούτε εξωγήινο αυτί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις σχετικές με τον τίτλο του λήμματος ταινίες πρωταγωνιστούσαν οι Κριστόφ Λαμπέρ και Σον Κόνερυ. Στις ταινίες αυτές ο Χαϊλάντερ, ζούσε αθάνατος ανάμεσα στους κοινούς θνητούς εκτός αν τύχαινε κάτι που είχε προδιαγραφεί από τη μοίρα. Η λέξη κλειδί για τον συγκεκριμένο ορισμό είναι η αθανασία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έκφραση αναδύει τον προβληματισμό μας όταν βλέπουμε κάποιον Μαθουσάλα, κάποιον υπέργηρο που έχει ξεπεράσει κατά πολύ το μέσο όρο ζωής. Αφού δεν είναι υπόγειος, τον αποκαλούμε χιουμοριστικά Χαϊλάντερ, «θεωρώντας» πως και καλά... παίζει περίπτωση αθανασίας.

- Είδα χθες τον κυρ' Πέτρο, τον παλιό γείτονα σου;
- Ώπα ρε... Ζει ακόμα αυτό το ραμολί; Αυτόν φαίνεται πως τον έχει ξεχάσει ο Χάρος. Ποιος είναι; O Χαϊλάντερ είναι;

(από GATZMAN, 28/11/08)(από GATZMAN, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο James Bond, όπως πρωτοακούστηκε σε ευτελές ελληνικό τραγούδι των 60's (περιλαμβάνεται στη συλλογή «Φόλα Παρτίδα»)

  2. Αυτός που είναι εξοπλισμένος με τα ακριβότερα και πιο εξελιγμένα γκάτζετ και τα επιδεικνύει πουλώντας μούρη.

  3. Ο ριψοκίνδυνος, αυτός που αντέχει και επιβιώνει και στις πιο αντίξοες συνθήκες, όλως παραδόξως χωρίς καν γρατζουνιά, συχνά συνώνυμο του Ράμπο, ή κομμάντο.

  1. ...Τζέμης Μποντ θα γίνω, για να σε αποκτήσω...
    ...θα γίνω, θα γίνω για σένα Τζέμης Μποντ

  2. (σε καφενείο χωριού):
    - Κρύψε ρε Σάκη το άη φον και μας κοιτάει όλο το χωριό!
    - Κάτσε ρε Μπάμπη, εσεμές στέλνω!
    - Στείλε από το δικό μου ρε μαλάκα, θα σε περάσουν για τον Τζέμη Μποντ! Μου έχεις κοτσάρει και το bluetooth στο αυτί, φιρί φιρί το πας να μας την πέσουν!

  3. - Τα έμαθες για τον Τάσο ρε ψηλέ;
    - Όχι, τι έκανε πάλι το θηρίο;
    - Ανέβηκε προχτές στην ταράτσα να φτιάξει την κεραία...
    - Και τον χτύπησε το ρεύμα;
    - Όχι, χειρότερα! Έπεσε στο κενό!
    - Τι λε ρε φίλε; Αυτός μένει και σε 5όροφη! Πού νοσηλεύεται να πάω να τον δω; Ή μήπως ήρθαν τα χειρότερα;
    - Εδώ είναι το αστείο! Ούτε γρατζουνιά! Έπεσε πανω σε καρότσα με σεντόνια, είχε λαϊκή από κάτω!
    - Τι λες τώρα ρε φίλε, Τζέμης Μποντ ο δικός σου...
    - Αλλά ο γύφτος τον κατσάδιασε γιατί του γκρέμισε την καρότσα...
    - Πω, απίστευτο, κάτσε λίγο να συνέλθω...

Χρήστος Κορωπιώτης «Τζέμης Μποντ» (από vikar, 12/08/11)(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified