Further tags

Άλλος ένας ελληνικός ορισμός για τους ομοφυλόφιλους άντρες.

- Πολύ στο σούξουμούξου την έχει την Μαρία ο Μάκης και θα μου την φάει στο τέλος.
- Ποιος μωρέ; ο τσιριμπίμ τσιριμπόμ; Σαν φιλενάδες τα λένε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση|tcif sa ropt=σου γκαμώ το σπίτι (στην αλβανική) > ουσ. τσιφσαράς.

Ο κάγκουρας Αλβανικής υπηκοότητας που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα και ταράσσει τη δημόσια ηρεμία με γελοίους βρυχηθμούς και πράξεις.

- Είδες τους τσιφσαράδες που αράζουν στην πλατεία;
- Γαμησέ τα, τώρα που πέρασα με τη Μαρία κοζάραν τον κώλο της και σφυράγαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκαυλιάρικο κινεζάκι.

- Έχει τουριστριες;
- Ναι, έχει και τσόου μέιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλαχάκος που ψιλομαγκίζει.

Πάλι ρε μανούρα έκανε ο τσοπανοκαμπόης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γυναίκα η οποία χαρακτηρίζεται από άσχημη και άγρια εξωτερική εμφάνιση και συνήθως φορτώνεται τους άλλους και τους κυνηγάει, προς εύρεση ερωτικού συντρόφου.

  1. - Πού πήγε ο Νίκος; τον είδες; - Φίλε μόλις έγινε λούης, γιατί τον κυνηγούσε το τσουπακάμπρα από δίπλα...

  2. - Σε λίγο έρχεται ο Τάκης με τη Σοφία...
    - Ωχ ρε φίλε, τι το ήθελε το τσουπακάμπρα μαζί; θα μας τα κάνει ζέπελιν πάλι...

(από salina, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη, η τσούλα ή η πολύ πρόθυμη να ικανοποιήσει σεξουαλικά όλους τους ενδιαφερόμενους άντρες, με σαφή κοροϊδευτική αναφορά σε γυναίκες που προέρχονται από το πρώην ανατολικό μπλοκ κι έχουν συνδεθεί με την πορνεία.

- Άκουσες ότι ήρθε στην Ελλάδα η νέα πρέσβειρα καλής θέλησης του ΟΗΕ από την ......νία; (χώρα ανατολικής Ευρώπης)
- Ναι; Ποια, η Νατάσα Τσουτσουνοπέρνοβα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρων οπαδός της προσφιλεστάτης ομάδος του επινείου των Αθηνών που δεθυμαμαιτονομά της. Χουφταλικής κατάστασης, με διαρκείας στον Ευαγγελισμό, τελευταία φορά που ενεπλάκη σε καυγά ήταν με Τυραννόσαυρο Ρεξ (Πλειστόκαινος), εξ' ου και το πρώτον συνθετικόν ΤΥΡΑΝΝΟ-.

Δε δίνει πενάλτι στον Γαύρο ο διατητής (λέμε τώρα, έχει εξοντωθεί αυτή η συνομοταξία...) οπότε σηκώνεται ο περί ου ο λόγος κι΄αρχινάει να βρίζει, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς γρι μεταξύ ποταμών σιέλου και μέχρις αποκολλήσεως της μασέλας, οπότε ο Μάκης αναφωνεί απαξιωτικά:
-Τι είπε ρε ο Τυραννόγαυρος!
Και ο Σάκης τον επαναφέρει στην τάξη:
-Τί ήθελεσρε! Από το να σαπίζει στο καφενείο καλύτερω δωχάμου! Γαύρος μέχρι τέλος!

(από σφυρίζων, 17/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified