Further tags

Η έκφραση αυτή, της οποίας η αυθεντική προφορά είναι απ΄ Αγιάσιου τσι Πλουμάρ΄ μήδι Γναίκα μήδι Μλάρ, ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών αποφθεγμάτων τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

Ο ευρισκόμενος στην νεκρική του κλίνη παππούς παιδικού μου φίλου από την Ερεσό Λέσβου, μου το ψιθύρισε στο αυτί δίκην ευχής και κατάρας πριν αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και δεν επρόκειτο για κύκνειο χιούμορ, ο παππούς ήταν απόλυτα σοβαρός.

Στον ίδιο αυτόν αναπαυόμενο εν ειρήνη παππού οφείλεται και η υπέροχη λέξη πουτσύλατο.

«...κάποιος ξένος είχε αγοράσει ένα μουλάρι από Αγιάσο το οποίο ήταν μαύρο αλλά μόλις έβρεξε αποδείχτηκε ότι ήταν βαμμένο με Φούμο και έγινε γκρι.Σε κάποιον άλλον ξένο προξένευαν μια γυναίκα για παρθένα και κατά την διάρκεια του κρίσιμου test αποδείχτηκε το άκρως αντίθετο.( Η προέλευση της γυναίκας και του Μουλαριού αλλάζουν ανάλογα με τα χωριά).Τώρα η αλήθεια πια είναι τρέχα γύρευε! (…) Από κοινωνιολογικής πλευράς έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της γυναίκας με το ζώο εργασίας...»

(Από το Ρεμπέτικο φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.

Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :

  1. Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.

  2. Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.

  3. Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.

Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…

Αλβανικό βε (από Vrastaman, 14/10/08)Albania Uber Alles! (από Vrastaman, 14/10/08)UCK ! (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «αδελφή», «ντιγκιντάγκα». Ομοφυλόφιλος. Απαξιωτικό και χιουμοριστικό.

«Πάμε στο gay parade να χαζέψουμε κανέναν κουδουνίστρα; It's gonna be fun» είπε ο Φανούρης και αμέσως κέρδισε ομόφωνα το βραβείο Μίστερ Υφήλιος Ομοφοβικός 2007

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η προέλευση της οποίας είναι άγνωστη και πλέον χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσεις έναν gay.

- Γουστάρει η αδερφή μου τον φίλο σου το Μπάμπη...
- Χέσ' τον αυτόν, είναι βιγκολεβίγκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός-ρατσιστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους μουσουλμάνους (ή κατά το γραφικότερον μωμαμεθανούς). Η προέλευση είναι το αραβικό όνομα Μαχμούντ, το οποίο στα τουρκικά μεταλλάσσεται σε Μέχμεντ. Λόγω της τουρκοκρατίας επικράτησε η χρήση του όρου από τους Ορθοδόξους Έλληνες για όλους τους μουσουλμάνους, δηλαδή τους Τούρκους. Στο πέρας του χρόνου η λέξη υπέστη αλλαγές, και τελικά από μεχμέντης κατέληξε να προφέρεται μεμέτης. Συχνότατη λέξη σε ρεμπέτικα τραγούδια.

  1. (Απόσπασμα από εθνοπατριωτικό blog στο διαδίκτυο)
    «Είναι τα 12 χρόνια από το θάνατο του Σαδίκ (ήταν ένας αυτός-αμαν αμαν),και ο Ερντογάν με την παρέα του,ετοιμάζουν απόβαση στο μνημόσυνο που θα γίνει στην Κομοτηνή,αρχές Αυγούστου,παρέα με 30 βουλευτές/μεμέτια από το δικό του κόμμα...»

  2. (Απόσπασμα από ρεμπέτικο άσμα του '30)
    «Δυό μεμέτια τα καημένα, μες στο κόλπο ήταν μπλεγμένα»

Μεμέτια προσευχόμενα (από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγγάνος. Μάλλον υποτιμητικός όρος, αρβανίτικης προέλευσης.

- Άντε πάω για σολάριουμ
- Πάλι ρε μαλάκα Χρήστο; Σαν αριτζής έχεις γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προσθήκη που έγινε την 29η Μαρτίου του σωτηρίου έτους 2010: ξεσκατώστρα είναι και η ποπέρα).

Η γυναίκα που, προς κακήν της τύχη, εργάζεται σε σπίτια και προσέχει γριές, γέρους, κατοικίδια και μωρά, τώρα πια που η ένδοξη οικογένεια δεν υπάρχει κι έτσι τα είδη αυτά πρέπει κάποιος να τα φροντίζει. Βασικό θέμα της εργασίας αυτής είναι το ξεσκάτωμα και το πλύσιμο. Και καλά για τα μωρά. Τους γέρους όμως και τις γριές δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να τους ξεσκατώνεις. Ο όρος ξεσκατώστρα είναι λίαν υποτιμητικός και χρησιμοποιείται 1. όταν το αφεντικό είναι σκέτη σνομπίλα (οπότε με τον υποτιμητικό όρο δηλώνουμε την στάση του απέναντι στο άτομο αυτό) 2. στην περίπτωση που έχει πάρει κανείς χαμπάρι πως η γυναίκα αυτή εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις, κακοποιεί τον γέρο, τα βάζει με τη γριά, αδιαφορεί για το μούλικο, κλωτσάει το κατοικίδιο, κλέβει καν' ασημικό κλπ κλπ. Αλλιώς λέμε, ξέρω γω: «εσωτερική», «γυναίκα για το σπίτι», «οικιακή νοσοκόμος».

- Καλά, ο Τάκης πρέπει να τά 'χει παίξει. Έναν χρόνο τώρα έχει τη μάνα του φυτό μέσα στο σπίτι...
- Ε, καλά, πέρα από τη στεναχώρια τ' άλλα τα έχει βολέψει με κείνη την ξεσκατώστρα, δεν θυμάσαι;
- Ναι αλλά του βγήκε πολύ σκάρτη γιατί την έπιασε να ταΐζει τη μάνα γατοτροφές και να της μιλά άσχημα. Την έδιωξε και τώρα ψάχνει γι άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified