Further tags

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη εξηγείται από μόνη της. Το αρχιπουρό είναι ο ηγέτης και συντονιστής των πουρών, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται: πρωτεία ηλικίας ή ηγετικές ικανότητες. Μπορεί να ειπωθεί και σαν βρισιά, αλλά και χαϊδευτικά. Δεν περιορίζεται δηλαδή η εννοιολογική σημασία του λήμματος από την προσθήκη του αρχι- μπροστά, όπως συμβαίνει με άλλες λέξεις, όπως το μαλάκας για παράδειγμα, που άμα το πεις σε κάποιον, δεν του το λες πλέον χαϊδευτικά.

Μπορεί να το λένε και δύο τριαντάρες γκόμενες μεταξύ τους, για να αλληλοπειραχτούνε, αφήνοντας υπονοούμενα όσον αφορά το ότι δεν μπορούνε πλέον να φοράνε μίνι, μήπως και φανούνε τα χείλη τους...

Εκδοχές της λέξης είναι οι εξής:

Πούραρχος, πουραγός, υποπούραρχος, ανθυποπούραρχος, επιπούραρχος, αρχιπούραρχος και πουράρχης.

Ως γνωστόν η Ελλάδα έβγαλε μόνο έναν στρατάρχη, τον Αλέξανδρο Παπάγο και επίσης έβγαλε έναν και μόνο πουράρχη. ...Μαντέψτε ποιον.

Αποφόρουμ

Sisi15:
τζενακι μου, ειμαι καλα...
για την ακριβια καλητερα απο το πρωι...
εσυ τι κανεις, αρχιπουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η -μούνα που έχει πολύ ανοιχτό μουνί και ωσεκτουτού αφενός θεωρείται ως πουτάνα, και αφεδύο θεωρείται ότι το σεχ μαζί της δεν είναι απολαυστικό, γιατί μοιάζει επικίνδυνα με αερογαμία.

Ασφάλουσλυ πρόκειται για μια σεξιστική προκατάληψη, καθώς το γεγονός μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους (μορφολογική ιδιαιτερότητα, εγκυμοσύνη κ.ά.) ενώ και η ίδια η σκέψη είναι σεξιστική, αλλά καθώς εμείς εδώ δεν κορεκτολογούμε, αλλά σλανγκολογούμε, να πούμε ότι χρησιμοποιείται και ως βρισιά σε βρις-οφ και για να περιγράψει θεωρούμενες ως αηδείς σεξουαλικές εμπειρίες με σχετικά μεγαλύτερης ηλικίας (οΘντκ) μιλφάκια ή τζιλφάκια.

  1. την πρωτη φορα που πηγα ειχε σκυψει πανω μου και κατω απο τα ποδια της εβλεπα κατι να κρεμεται και δεν μπορουσα να καταλαβω τι ειναι;;;;;;!!!!!! δεν μπορουσα να φανταστω οτι υπαρχουν τοσο μεγαλα μουνοχειλα....ασε την τελευταια φορα τα πιανει με τα χερια της και τα ανοιγει και μεσα ηταν σαν να ηταν κουφιο τοσο ανοιχτομουνα που εβαζα δαχτυλο και σχεδον δεν εβρισκε.... (Ατονιστης περιγράφει την εμπειρία του με ανοιχτομούνα σε μπουρδελοσάιτ).

  2. - Γεια σας μάγκες!
    Πιστεύετε ότι όσο πιο ανοιχτομούνα είναι η γκόμενα τόσο περισσότερο πούτσο έχει φάει; Όσο ποιο σφικτή είναι τόσο λιγότερους πούτσους έχει φάει; Η δεν ισχύει κανένα από τα δυο και είναι διάφοροι τύποι μουνιού;
    - Το να ναι ανοιχτό το μουνί μπορεί να σημαίνει ότι έχει φάει πολλές πούτσες αλλά μπορεί να σημαίνει και ότι έχει γαμηθεί σχετικά πρόσφατα.. Το σφιχτό μουνί άλλες φορές σημαίνει ότι δεν έχει πάει με πολλούς και άλλες ότι έχει καιρο να...
    - Bασικα μεγαλο ρολο παιζει και η μορφολογια του σωματος της καθε γκομενας.Υπαρχουνε γκομενες που ειναι απο την φυση τους στενες και αλλες πιο ανοιχτες.
    - Το μουνι διακρίνει αν ο πουτσος εχει διαφορετικο ιδιοκτητη; Δηλαδη ειναι το ιδιο να εχεις φαει 50 πουτσους απο τον ιδιο γκομενο με το να φας 50 διαφορετικους πουτσους;
    - Άμα μπορεί και κάνει το μουνί της φιόγκο έχει φάει πάρα πολλούς, ψάξε για άλλην.
    (Διερωτήσεις στο θρεντ «Πολύ ανοιχτό μουνί= πουτάνα ή μύθος;» σε μπουρδελοσάιτ).

  3. ΕΛΑ ΡΕ ΠΟΥΣΤΑΡΑ ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ ΠΣ ΝΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΩ ΤΗΝ ΜΑΝΟΥΛΑ ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΟΜΟΥΝΑ ΕΛΑ ΡΕ ΚΕΡΑΤΑ ΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΙΣ ΤΕΤ Α ΤΕΤ ΚΑΡΙΟΛΑΚΟ. (Από φωνακλάδικο βρις-οφ μεταξύ σαλονικιών σε άλλο σάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.

- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω σε μεγάλη ηλικία χωρίς να παντρευτώ, αραχνομουνιάζω, γεροντοκοριάζω, καθίσταμαι γεροντομούνα.

- Πάει, γεροντομούνιασε κι αυτή, γέρασε πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γριόνι. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Τρελή γρέτζω η Λάτ..η, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).

Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.

Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.

Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ειναι μια παρεα 4-5 σ'ενα μπαρ και ψαχνουν για γκομενακια ρε παιδι μου. Γυρνανε απο δω, γυρνανε απο κει, τιποτα. Ξαφνικα σηκωνεται ενας και λεει «κουλ, αφηστε το πανω μου». Βγαζει απο την τσεπη του ενα μπουκαλι κακαο, πινει δυο γουλιες και ξαφνικα εμφανιζονται 2 βυζαρουδες 40αρες με ψιλοτακουνα, καθονται στα γονατα τους, τριβονται, μπλαμπλα, φικιφικι.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ ξερωγω, παλι τα ιδια. Ξηρασια. Σηκωνεται παλι ο τυπος, «το χω», βγαζει το μπουκαλι με το κακαο, πινει δυο γουλιες, σκανε μυτη 3 τυπισσες στα 35 τους, μινι φουστιτσα, ταγερακι, κυριλε αλλα σεξυ, καριεριστριες σκυλες σεξουλιαρες, τους πλησιαζουν, λενε δυο κουβεντες και καρφι στην τουαλετα για κινκι στιγμες.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ, πανε σ'ενα μπαρακι, τιποτα απο γυναικες. Κλασσικα σηκωνεται ο αλλος, βγαζει το κακαο, πινει και απο το πουθενα μια παρεα απο 40αρες τους πλησιαζει, τους χαϊδευει και τους παιρνει παραπερα να τους μαθει τα μυστικα του ερωτα. Αφου ανακτησουν τις δυναμεις τους, γυρναει ο ενας στον αλλο:
    -Ρε, τι πινει ο αλλος και ερχονται ολα αυτα;
    -Δεν ειδες;
    - Μιλφομπουκαλο.

2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!

  1. Λάνα, το... μιλφομπούκαλο.
    Το μισάωρο που περάσαμε στο δωμάτιο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι είναι ανάμεσα στο κορυφαία μιλφ που κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Η γυναίκα βάζει κάτω πολλά νεανικά μουνάκια που που νομίζουν ότι θα κάνουν να χύσεις μόνο με την ομορφιά τους. [...] Αν μάλιστα κρίνω από τα βογγητά και τον τρόπο που πίεζε το κεφάλι μου πρέπει να απόλαυσε το γλυφομούνι που της πρόσφερα (δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν ο πρώτος πελάτης της βάρδιας) και για «ευχαριστώ» ήρθε από πάνω μου, ήρθε στο πλάι, στήθηκε στα τέσσερα μέχρι να έρθει το τέλος σ' ένα ιεραποστολικό μόνο για... άθεους. Oσοι πιστοί προσέλθετε... (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος ὁδήγησης ἀπὸ γυναῖκες κάποιας ἡλικίας ποὺ τραβοῦν τὸ κάθισμα ὅσο πιὸ μπροστὰ πάει, μέ ὰποτέλεσμα νὰ κολλᾶνε πάνω στὸ τιμόνι καὶ νὰ "ὁδηγοῦν μὲ τὰ βυζιὰ".

"Ζεστὸ-ζεστὸ"! Μόλις τ'ἄκουσα στὸ ραδιόφωνο.

Σπάσανε τὰ νεῦρα μου σήμερα στὸ δρὸμο. Εἶχα μπροστὰ μου μιὰ θείτσα, βυζοτὶμονο, μὲ εἴκοσι καὶ τέρμα ἀριστερὰ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπήρχε από παλιά με επιφανές παράδειγμα τη Δέσπω Διαμαντίδου στον ρόλο της κουμπαρομπεμπέκας στην ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) σε σκηνοθεσία- σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού, πλην διέρχεται αναβίωση στις μέρες μας κυρίως ως ένα θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού.

Εκ των κουμπάρα και μπεμπέκα το λεπόν προφάνουσλυ ετυμολογείται, οπότε μπορεί να σημάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

- Γυναίκα ευρισκόμενη στην ευαίσθητη ηλικία μεταξύ μιλφ και κούγκαρ (την οποία ηλικία δεν θα προσδιορίσουμε, άλλωστε η ψυχική ηλικία μετράει), η οποία καίτη (Γαρμπή) γεροντομπεμπέκα, ή μάλλον επειδή είναι γεροντομπεμπέκα, μπεμπεκίζει και προσπαθεί να δείχνει με την εμφάνισή της νεώτερη, για να ψαρεύει τεκνά, ή, έστω, κουγκαροθύματα.

- Γυναίκα που ως το θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού εκτίθεται υπερβολικά προσπαθώντας να προκαλέσει με την εμφάνισή της ώστε να προσελκύσει τα βλέμματα. Αν ζούσανε σ΄ άλλη εποχή, ο κλαρινογαμπρός θα παρίστατο βλαχοκομψευόμενος σε γάμους με κλαρίνα, ενώ η κουμπαρομπεμπέκα θα έτρεχε από γάμο σε γάμο για να πιάσει την ανθοδέσμη της νύφης. Σήμερα, απλώς περιδιαβαίνει τα νυφοπάζαρα, ή, μάλλον, τα κουμπαροπάζαρα νέας κοπής, διαδικτυακά, μουτσουνοτεφτερικά (copyright: dryhammer) ή παραλιακά.

- Στον χαρακτήρα της κουμπαρομπεμπέκας υπάρχει και η ζήλεια προς την πρωταγωνίστρια νύφη και ένας ορισμένος ιζνογκουντισμός που της βγαίνει σε μπίτσιασμα.

- Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ. Μαστ η δωδεκάποντη γόβα σκυλέτο και οι περίεργες κομμώσεις, για αναλυτική περιγραφή βλ. πρώτο παράδειγμα. Συναφώς γίνονται πού και πού διαδικτυακοί διαγωνισμοί για την καλύτερη κουμπαρομπεμπέκα, ανάλογοι αυτών για τον μεγαλύτερο κλαρινογαμπρό.

- Χαρακτηριστικό της είναι ότι σκάει μύτη παντού ντυμένη σαν να έχει πάει σε γάμο, ακόμη κι αν βγει το πρωί μέχρι το περίπτερο.

- Πρόκειται για Ελεεινίδα με νοοτροπία μικροαστικής μιζέριας με τα επίπεδα νυφουλίνης να έχουν χτυπήσει ταβάνι. Απώτερος σκοπός της η αποκατάστασή της ως καλοβλαμμένης μικροαστής ή μεγαλοαστής. Εκεί θα γίνει και η σχετική πάλη των φύλων, αν η κουμπαρομπεμπέκα θα τυλίξει τον κλαρινογαμπρό ή αν ο κλαρινογαμπρός θα βολέψει την κουμπαρομπεμπέκα και θα γίνει καπνός.

- Η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει κάτι το οικογενειακοδιαστροφικό τ. στην κουμπάρα και τη θεία το γαμήσι πάει ευθεία. Την φανταζόμαστε ως χαμηλοβλεπούτσα παπαδοξηλώτρα που καίτη σεμνυνόμενη τα οικογενειακά τάμπου δεν θα διστάσει να προβεί στις (νοερές ή σαρκικές) αιμομικτικές σχέσεις που επιβάλλει ο συμβιωτισμός της ελληνικής οικογένειας.

- Συναφώς μπορεί να είναι μία εκ πολλών απαντήσεων στο τσουβαλοειδές ερώτημα «γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;», οπότε εννοείται ότι οι νεποτιστικοί διορισμοί και άλλες χάρες σε κουμπαρομπεμπέκες μας έφεραν ως εδώ.

- Πλην η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει και κάτι πρόσχαρο από γυναίκα διπλανής πόρτας, νοικοκυρά, μιλφέιγ με την καυλή έννοια, τρε μαμισάμπλ.

Αλλά δεν περιγράφω άλλο, δίνω τον λόγο στα παραδείγματα, αφού αναφέρω το γουγλοτρίβιο ότι ως επιφανείς κουμπαρομπεμπέκες ο γούγλης δίνει, μετά την κουμπάρα όλων των κουμπάρων Δέσπω Διαμαντίδου, την Κατερίνα Καραβάτου, την Ευγενία Μανωλίδου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο.

1. Βέβαια δε θέλω να αδικήσω την εξελιγμένη μορφή της κουμπάρας. Κάτι σαν τα pokemon έχουν γίνει πια. Κάτω από τις 3 εξελίξεις δεν πέφτει. Την γνωρίσαμε ως κουμπάρα. Ψηλά high heels, τρέσσα μαζεμένη προς τα πάνω και πίσω με ένα γλαστράκι απ' τα δεξιά να φωτοσυνθέτει και ένα maxi ανθισμένο φόρεμα-συνέχεια του γλαστρακίου-δίχως ύφασμα από τον αφαλό και πάνω. Άμα έκανε δε σβούρα με τον κώτσο Αμαζονίου, θρηνούσαμε θύματα κι όλοι ρώταγαν «Από παθολογικά; Όχι από κουμπαριά».

Πλέον η κουμπάρα πήρε τα πάνω της και έγινε η γνωστή σε όλους μας Κουμπαρομπεμπέκα με τ' όνομα. Σου θυμίζει λίγο τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία με τον Αντωνάκη και το καπελάκι του να φεύγει; Όχι αδίκως. Παραμένει η κυρα-Ανακατωσούρα που θα σε βάλει να γίνεις οπίσθιο ξεύγλωτο. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι ντύνεται λατέρνα από το πρωί που θα ξυπνήσει, η τρέσσα πλέον έχει το μαλλί της καθώς όταν τη ρωτάς σου απαντά «Καλέ δικά μου είναι τα μαλλιά, εγώ τ' αγόρασα» και τρέχει από γάμο σε γάμο κάθε Κυριακή μετά τα βαφτίσια για να ψαρέψει όλους τους κλαρινογαμπρούς που της ξέφυγαν. Η κατάληξη, ίδια κάθε φορά: στις τουαλέτες να μετρά τα πλακάκια και αναρωτιέται αν θα βάλει τέτοιο στο σπίτι τους. Λίγο πριν αποφασίσει ο τύπουλας έχει γίνει ένα με αέριο που προέρχεται από την καύση αντικειμένων και δη ξερών: καπνός. Η μόνη τεράστια αλλαγή που θα παρατηρήσεις πάνω της θα 'ναι στη βαφή. Άκουσα ότι τσακώθηκε με την ντεκαπαζ και αν δε φτάσει η ρίζα στην ανακύκλωση δεν πάει να την στοκάρει.

Άμα τη δεις μην την πλησιάσεις. Είναι απελπισμένη για σεξ και γονιμοποιείται εύκολα. Πέτα της βελάκια από μακριά. ΠΡΟΣΟΧΗ! Φέρει μυστικό όπλο μαζί της που θα σε αντικρούσει στην εκτόξευση αντικειμένων. Το λεγόμενο μαλλί-τσάντα. Μέσα σ' αυτό θα βρεις κλειδιά, μακιγιάζ, κινητό, cosmpolitan, αντισυλληπτικά (γεμάτο κουτί) για να σε ψήσει ότι δε θέλει γάμους και τη θεία μου την Τούλα που τόλμησε να φορέσει τα ίδια με αυτήν μια Τετάρτη του Μάη.

2. Ένα κομμάτι φανουρόπιτα από τα χεράκια της Μαριέττας Χρουσαλά έτρωγε η Κατερίνα Καραβάτου ,όταν πήρε μια κορδέλα και την έδεσε στα μαλλιά της. Τότε, γύρισε η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και είπε στην Κατερίνα Καραβάτου: «Ξέρεις τι μου θυμίζεις; Μη θυμώσεις όμως. Μου θυμίζεις κουμπαρομεμπέκα».

3. Ο γάμος του Αντωνάκη και της Ανγκέλας με κουμπαρομπεμπέκα τον Βενιζέλο.

4. Εχουν χωρίσει ζευγάρια και ζευγάρια για τις φουσκάλες του. Διότι όταν μπαίνει ο Αντωνάκης μέσα στο σπίτι του, ποια βλέπει να πίνει καφέ με τη γυναίκα του, την Ελενίτσα; Την κουμπαρομπεμπέκα Δέσπω Διαμαντίδου βλέπει. Δεν βλέπει την Κέιτ Μός ούτε την Αρβελέρ. [...] Ομως οι γιαγιάδες είναι της σχολής «κουμπαρομπεμπέκα» και δεν θέλουν να βλέπουν μια ξυλάγγουρη μοντέλα, αμερικάνικο στυλ, να λέει κρυάδες. Καλή η Βίκυ, αλλά δεν γνωρίζει να λέει το φλιτζάνι. Οπότε, πάμε Μανωλίδου.

5. 6.000 μονάδες, αφού έχουμε δομήσει παρανοϊκά ομόλογα για να εισπραχθούν απίστευτες προμήθειες σε εξ αγχιστείας συγγενείς (γεια σου κουμπαρομπεμπέκα!)

6. Οταν ένας άνδρας τα φτιάχνει με την κουμπαρομπεμπέκα του αυτό λέγεται πουστιά, όταν μια γυναίκα κάνει το ίδιο με τον συμπέθερο/κουμπάρο/κολλητό αυτό λέγεται πουτανιά. Και όλα μαζί αν τα βάλεις σε ένα τσουβάλι, ανηθικότητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων γριά και καριόλα. Συναντάται συχνά και ως "γριόλι".

-Γαμούσε ένα γριόλι και του 'μεινε στα χέρια από καρδιακή προσβολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified