Further tags

Γυναίκα η οποία δε στροφάρει και πολύ, ειδικά στο σεξουαλικόν. Την κοζάρεις και νομίζει ότι της έφυγε η μάσκαρα, της την πέφτεις δια το πονηρόν και νομίζει ότι πας να της πουλήσεις τάπερ.

-Ρε Δημήτρη, ο Χρήστος μου είπε πριν αν θέλω να πάμε μαζί τουαλέτα. Τι να κάνουμε και οι δύο εκεί μέσα;
-Τι να θέλει να κάνετε ρε Γιώτα, να χέσετε; Πωωω είσαι εντελώς αγαθομούνα κορίτσι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη με α' συνθετικό το ουσιαστικό ζεμπίλι και β' συνθετικό το ουσιαστικό μαστάρι.

Το ζεμπίλι (από την τούρκικη λέξη zembil) το χρησιμοποιούσαν παλιότερα για να μεταφέρουν και να ανυψώνουν από το έδαφος στους ορόφους των νεοανεγειρόμενων οικοδομών διάφορα οικοδομικά υλικά. Ήταν ένας μεγάλος σάκος με δυο χειρολαβές συνήθως από καουτσούκ μαύρου χρώματος. Όταν το γέμιζαν λόγω της ελαστικότητας του καουτσούκ εμφάνιζε μια κλίση προς τα κάτω.

Η λέξη μαστάρι χρησιμοποιείται για τα ζώα ή για να υποδηλώσει γυναικεία πεσμένα στήθη.

Αυτή η γκόμενα έχει ζεμπιλομάσταρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάλληλος νταρντανομούνας αφεντικίνας. Η κατάληξη -κράτορας που θυμίζει το αυτο-κράτορας είναι είτε ειρωνική όταν λέγεται από ένα άλφα αρσενικό είτε με μια δόση θαυμασμού ανακατεμένου με πολύ ζήλια όταν λέγεται από sub.

-Πως πάει η καινούρια δουλειά με γυναίκα αφεντικό;
-Πολύ ωραία!
-Βυζοκράτορας, ε;
-Εεε;
-Άστο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από τα συνθετικά καύλα και τουλούμπα. Δηλώνει συνήθως θαυμασμό για μια τροφαντή κυρία με πιασίματα, κάτι σαν Φρατζολίνα Ζολί.

Ενίοτε μπορεί και να χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά με διάθεση σεξιστική, χαρακτηρίζοντας πλέον κυρίες που εμπίπτουν στο γυναικότυπο της γκαμούζας.

Α. Μα τι καυλούμπα γυναίκα είναι αυτή!

Β. Ίσα μωρή καυλούμπα που θα μου πεις ότι άναψες και φλάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεκνατζού μιλφάρα καγκουρογκόμενα με υπερπαραγωγή λουκ και κιτσάτα παραφερνάλια: φωνή νταλικέρη, θεσσαλονικί μαλλί, έκφυλο σοβάτισμα στο πρόσωπο, τροπικό μαύρισμα ελέω ψωλάριουμ, αβυσσαλέα βυζανάδειξη των faux vijoux, κρεμαντζόλια μπλίνγκ, ξεκωλόσημο-τραϊμπαλιά που ξεπροβάλει απ' το τιγρέ κολάν, μουνί καμηλό και γκαυλοτάκουνα με στρας και τρουκς,

Το εν λόγω αρπακτικό περιφέρεται με βλαχοκυριλέ κάγκουαρ τ.μπέμπα με απλώστρα, σφυρίχτρα και νυχάκι. Στα νιάτα της υπήρξε πασοκομούνα, πλέον υποστηρίζει την τσοχατζοπουλική συνιστώσα του ΣφΥΡΙΖΑ.

Εκ των κούγκαρ και καγκούρω.

- Ρε πστ ψάχνω μια ώρα να βρω την κουγκαροκαγκούρω στον γούγλη.
- Δεν υπάρχει, είναι λεξιπλασία του Βράστα.

Νταξ, υπάρχουν και στην ΝΔ (από σφυρίζων, 29/09/14)(από σφυρίζων, 29/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα στα ποδανά. Δεν περιγράφω άλλο.

Άρθρο: Μισό αιώνα ζωής κλείνει σήμερα η Μόνικα Μπελούτσι. Το απόλυτο θηλυκό, η υπέροχη Ιταλίδα...
Σχόλιο αναγνώστη: το λάκαμα: «υπέροχη...» Τι «υπέροχη» ρε κακομοίρη; ΝΑΡΑΜΟΥΝ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ
(εδώ)

Χρόνια πολλά, Μόνικα. (από σφυρίζων, 01/10/14)H Ναραμουν-τίν και το σερνικό μπίμπο. (από σφυρίζων, 01/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την απόλυτη ονείρωξη κάθε πιτσιρικά μιλφιάδη: το τουμπανιζέ αιλουροειδές μιλφίδιο που μπεμπεκίζει λολιτοπρεπώς προκειμένου να αιχμαλωτίσει και να κατασπαράξει τα τρυφερά του θηράματα.

Σε αντίθεση με την κοινή μιλφάρα που θέλεις να γαμήσεις, η κουγκαρομπεμπέκα είναι ένα υψηλών οκτανίωνε πουροπίπινο, μια οδοντοφόρος τεκνατζού γεροντομπεμπέκα που θέλει να ξεσκίσει εσένα. Αρκεί να έχεις ακόμα καβλόσπυρα.

Λεξιπλασία τον Khan, βλ. σχόλια στο λήμμαν κούγκαρ.

1.
- Βλ. και την πορτ-μαντό λέξη κουγκαρήν (cougareen), υβριδικό αιλουροειδές εκ των cougar και teen, ήτοι η κουγκαρομπεμπέκα, που, ενώ βασικά είναι κούγκαρ, μπεμπεδίζει, συμπεριφέρεται σαν λολίτα, κάνει εφηβικά νάζια κ.ο.κ.

2.
- (η κουγκαρομπεμπέκα) Φαινομενικά συνδυάζει τις δύο αμοιβαία αποκλειόμενες γυναοκείες ιδιότητες που οδηγούν την ανδρική λίμπιντο, την αθωότητα και την εμπειρία. Βλ. και κουγκαρομπεμπέκα.

Κουγκαρομπεμπέκα εν δράσει με μιλφιάδη. (από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάρκινο εξόγκωμα που εμφανίζεται σε παχύσαρκους ανθρώπους στην περιοχή της μασχάλης και κρέμεται σαν βυζί. Μπορεί να είναι απλώς παρακολούθημα της συνολικής παχύσαρκης κατάστασης του σώματος ή να έχει πιο παθολογικό χαρακτήρα (λίπωμα) που εμφανίζεται και σε άτομα με κανονικότερο βάρος. Όπως και στη γυναικομαστία, ακριβής διαχωριστική γραμμή μεταξύ παθολογικής και νορμάλ μασχαλοβυζίας, οφειλόμενης σε παχυσαρκία, είναι δύσκολο να βρεθεί. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες αφού γιατρέσσα δεν είμαι.

Για πληροφορίες και φωτογραφίες εδώ.

- Πάχυνε πολύ η Καλλιόπη και κρέμασε μασχαλόβυζο. Με ξενερώνει..
- Άντε βρε βλάκα, σιγά το πράμα. Σβήσε το φως κι όλα καλά.

(από σφυρίζων, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκέφτεται περισσότερο με το γεννητικό του όργανο παρά με το κεφάλι του. Γενικότερα όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ανόητο που κάνει συνέχεια γκάφες η που έχει χαμηλή νοημοσύνη.

Χρησιμοποιείται και ειρωνικά για όσους αυνανίζονται συχνά (για αυτούς που ασχολούνται υπερβολικά με το πετσάκι του πέους τους)

Ρε πετσάκιας είσαι, όλη μέρα πορνοταινίες στο διαδίκτυο κάθεσαι και βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified