Further tags

Οι κουτσαβάκηδες όπως φαίνεται και εδώ, το 'παιζαν βαρύμαγκες και στην ουσία επρόκειτο για ψευτόμαγκες και ψευτοπαλικαράδες που πούλαγαν νταηλίκι και ψάχνονταν για καυγά. Ο μέγας εχθρός τους, που τους οδηγούσε μετά από διαπόμπευση σιδηροδέσμιους στη φυλακή, ήταν ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης.

Πέραν των παραπομπών του όρου πουτσαβάκης, οι ιδιότητες του όρου «κουτσαβάκης», που κομίζονται εδώ είναι: ψευτοπερήφανος και δήθεν μάγκας.

  1. Ως πουτσαβάκηδες θεωρούμε τους ψωλοπερήφανους, τα αποτυχημένα καμάκια, αυτούς πουέχουν μεγάλη ιδέαγια το σεξαπίλ και τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, πράγμα που ωστόσο διαψεύδεται στην πράξη. Έχουν πλάσει μέσα τους την εικόνα του καρδιοκατακτητή και τουακάματου εργάτη του σεξ, μόνο που, στην πράξη, αποδεικνύονται Δον Ζουάν για κλάματα και Καζανόβες της συμφοράς. Έχουν φάει τις ...χυλόπιτες, αλλά η ψευδαίσθηση που έχουν για τον εαυτό τους είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Απαξιώνουν δε κάποιαν, που μέχρι χθες εξύψωναν στα ουράνια, αν αυτή κάνει το «λάθος» να τους προσφέρει χυλόπιτα. Λένε βέβαια πως αυτοί την τζάσανε. Αυτό το κάνουν γιατί δεν αντέχουν να τσαλακώνεται η ψευτογοητεία τους.

  2. Θα μπορούσαμε επίσης να μιλήσουμε και για κάποιους που απλά τους αρέσει να φαντασιώνονται στην παρέα τους. Αυτοί δεν φτάνουν ούτε στο καμάκι.

  3. Θα μπορούσε να αποκαλεστεί από ζήλια κάποιου, κάποιος original σεξουαλικός δυναμίτης.

  4. Κάποιος Σάββαςπου δεν τον απασχολεί τίποτα άλλο από τις εισαγωγές-εξαγωγές οτινανιστικών προδιαγραφών.

  5. Θα μπορούσε επίσης να αποκαλεστεί έτσι και κάποιος GTP μάγκας. Εδώ η έννοια του πουτσαβάκη ταυτίζεται με την έννοια του κουτσαβάκη.

  6. Ακόμα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απαξιωτικά για κάποιον που δεν τον χωνεύουμε ή κάποιον που θεωρούμε πως είναι ftp.

Σημείωση: Ο όρος «πουτσαβάκι», αντί του όρου «πουτσαβάκης», είναι (λόγω ουδετέρου γένους) περισσότερο απαξιωτικός.

  1. - Για φάε ρε τον Νώντα. Πολύ ψωλοπερήφανος το παίζει μωρ' αδερφάκι μου. Νομίζει πως είναι ο ... γκόμενος. Πως μετά από αυτόν ... ο εαυτός του!
    - Πίπες. Μπούρδες! Έχει φάει ... χυλόπιτες αυτός. Μην τον ακούς. Πουτσαβάκι της πλάκας είναι. Τίποτα άλλο! Μη σου πω πως όλο πουλμούρ στην παρέα... κι από κει και πέρα τίποτα. Δεν τολμάει να κάνει καμάκι το άτομο.
    - Μπας και τον ζηλεύεις;

  2. - Μη σου πουλάει μαγκιές αυτός. Είναι μάγκας της πούτσας. Πουτσαβάκι να πούμε!
    - Δεν τον χωνεύεις, ή δεν τον πας; Εμένα μου φάνηκε ζόρικος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.

Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).

Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».

Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).

-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.

(από pavleas, 12/02/09)(από pavleas, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τις παχουλές, ευτραφείς γυναίκες. Ο συνειρμός είναι εμφανής: μεγάλη ποσότητα κρέατος, λόγω φαγητού.

- Ρεεε, μην καρφώνεις έτσι, θα μάς κάνεις ρόμπα... Πως χάσκεις έτσι;
- Την βλέπεις την κρεατωμένη εκεί στη γωνία... Πρέπει να κάνει τρελά σχέδια στο κρεβάτι...

Με στόχο την κρεάτωση... (από krepsinis, 12/02/09)Κρεατωμένη και ετυχισμένη! (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτή η φράση λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι πούστης.

Εμπνεύστηκε από την πετυχημένη σειρά πρίζον μπρέικ, όπου, στην φόξ ρίβερ, τα αγοράκια που γαμούσε ο τι-μπαγκ του έπιαναν την τσέπη.

- Τους βλέπεις αυτούς τους δυο εκεί;
- Ναι ρε μαλάκα και έχω φρίξει με τον ξανθό!
- Του κρατάει την τσεπούλα από ό,τι φαίνεται...
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται: όταν θέλουμε να περηφανευτούμε στους φίλους μας, ότι είχαμε πολύ καλές επιδόσεις στον κρεβατικό τομέα.

Επίσης, αυτή η φράση χαρακτηρίζει και την παρτενέρ στη σεξουαλική πράξη.

1ο παράδειγμα:
- Αντρίκο, τι έγινε με εκείνη την γκομενίτσα χτες ;
- Χαχα αφήστε παιδιά, είχα τέτοιες καύλες, που την γέμισα σαν γαλοπούλα!
-Άσε ρε, που τα πουλάς αυτά, αφού είσαι μικροτσούτσουνος!

2ο παράδειγμα:
Γκομενάρα: ένα μπέιλις παρακαλώ.
Μπάρμαν: (να σε είχα γκόμενα εσένα θα σε γέμιζα σαν γαλοπούλα) Έφτασε δεσποινίς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανταλλαγή υγρών είναι το σεξ, με μια πιο επιστημονική φράση.

Διότι κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, στο μπες-βγες δηλαδή, εκκρίνονται από τη γυναίκα κολπικά υγρά και κολλάνε πάνω στο πέος, ενώ από τον άντρα σπέρμα, το οποίο αφήνεται, είτε μέσα στο αιδοίο, είτε στους μαστούς, ή στο στόμα της γυναίκας (πάντα για χωρίς προφύλαξη, αλλά έχει το ίδιο νόημα και τώρα).

- Κοπελιά είσαι για μια ανταλλαγή υγρών;
- Ωραία, πιάσε το ουίσκι και φέρε την μπύρα. - Δεν κατάλαβες, ανταλλαγή άλλων υγρών, με πιάνεις;
- Αυτά τα υγρά βλακάκο δεν θα τα ανταλλάξουμε ποτέ, για αυτό βολέψου με αυτό που σου είπα.
- Α, κατάλαβα, δεν θα γίνει η ανταλλαγή υγρών τελικά…
- Έτσι φαίνεται, πήγαινε βρες καμιά άλλη!

Για όποιους έχουν δει το Dr Strangelove ... ο Σγος Ρίπερ αρνείται την ανταλλαγή των πολύτιμων σωματικών υγρών του με κομμουνίστριες. (από allivegp, 02/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η πατσατσούλα, η σκρόφα!!!

- Τι γνώμη έχεις για τη Μαρία;
- Πολύ ψόφια, ρε παιδί μου!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκομενάκι, γένους θηλυκού και συνήθως χωρίς άδεια κυκλοφορίας (ανήλικο).

Ψάρεψα ένα μαριδάκι χτες στο Zoo, όλα τα λεφτά!

Απο 8 και πάνω (από Vrastaman, 11/02/09)(από pavleas, 11/02/09)

Βλ. και νουαζέτες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικά, ο πρωκτός είναι η απόληξης του εντέρου. Αυτός λοιπόν που βάλει τον πρωκτόν, με το πέος, του ονομάζεται εντερογάμης. Χρησιμοποιείται, όμως, υποτιμητικά και χλευαστικά γι’ αυτόν που καυχιέται συνέχεια ότι τις πηδάει όλες από τον κώλο.

-Μάγκες, πολύ εύκολη ήταν η Όλγα, την πήρα και αυτήν από πίσω όπως όλες τις υπόλοιπες!
-Άσε μας ρε Θωμά, μαλάκα, εντερογάμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified