Νερό.
Αυτό.
Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».
Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.
Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.
Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:
- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;
Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;
Got a better definition? Add it!
Η σεξουαλική δίοπος συνεύρεση μεταξύ δύο αρρένων και ενός θήλεος.
Όλοι ξέρετε άλλωστε πώς παν' οι Χιώτες.
Προσοχή όμως να μην συγχέεται με την σούβλα!
- Πάντως σαν το interracial δεν έχει!
- Α, να σου πω, εγώ προτιμώ το Χιώτικο!
- Come again!;
Got a better definition? Add it!
Επίθετο γνωστού υπουργού. Προέρχεται από την λέξη «χύνω» και το όνομα Φώτης.
Μαρτυρίες μπανηστιρτζίδων στην ορεινή Μακρινίτσα λένε πως, από το σπίτι του κυρ-Φώτη, κατά την διάρκεια συνουσίας ακούστηκε η κυρα-Αγγέλα να φωνάζει «χύνω-Φώτη».
Γι' αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που γαμεί και χύνει, με την έμφαση στο χύνει, συστηματικά, καθ' έξη και κατ' εξακολούθηση. Βασικά είναι ένας γενικότατος τρόπος να χαρακτηριστεί ένας άντρας. Κυρίως πάντως χρησιμοποιείται στην κοινότητα των μπουρδελιάρηδων ως ο απόλυτα γενικός και ουδέτερος τρόπος να αλληλοχαρακτηρίζονται ή και αλληλοαπευθύνονται (πέρα από τα πιο συν-αδελφικά συναγωνιστής, σύντροφος). Και εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το χύστης δεν έχει ακριβώς όλες τις θετικές συνδηλώσεις και το καμάρι/ περηφάνια που έχουν χαρακτηρισμοί όπως λ.χ. τα μπήχτης, γαμιάς, γαμίκος, γαμίκουλας, χύστης είναι κυρίως, το λέει κι η λέξη, αυτός που χύνει, και τέρμα, ακόμη κι αν αυτό γίνεται στο πλαίσιο αγοραίου (και ουχί ζαγωραίου) έρωτα, ή απλής εκτόνωσης. Εν ολίγοις, είναι μια αρκετά ουδέτερη έκφραση, ακόμη κι αν έχει κατά καιρούς θετικές συνδηλώσεις.
Got a better definition? Add it!
Το γλειφομούνι, η αιδοιολειχία.
Όταν πρόκειται για τριχωτό μουνί η χωρίστρα γίνεται πρώτα στις μουνότριχες και μετά στα χείλη, ενώ όταν έχουμε να κάνουμε με παρκέ γίνεται στα μουνόχειλα.
- Ρε μαλάκα, της έχεις κάνει καμιά χωρίστρα της γκόμενας;
- Φυσικά ρε μαλάκα. Χωρίς χωρίστρα δε μου σηκώνεται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.
Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.
Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.
Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.
Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.
...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.
… και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….
Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…
-όλα διχτυωτά.
Got a better definition? Add it!
Η βίαια αυτή πράξη κατά την οποία κάποιο άτομο, ζώο ή πράγμα αρπάζει, πιάνει δηλαδή με τη μέγιστη ταχύτητα, το ανδρικόν μόριον. Η "ψωλοαρπαγή" συνήθως παρατηρείται κατά τους θερινούς μήνες που η λίμπιντο, η σεξουαλική διάθεσης ανεβαίνει σε κατακόρυφα επίπεδα. Το χειμώνα έχουν παρατηρηθεί ελάχιστες περιπτώσεις κατά τας εορτάς.
-Γεια σου Μαίρη καλώς ήρθες στο κλαμπς.
-Γεια σου ναύτη...
-Ααααργκ! Μη μωρή! Τι ψωλοαρπαγή ήταν αυτή... Φίλε μου παιδικέ! Δεν περίμενα ποτέ ότι μετατράπηκες σε ανδρογύναιο τύπου τραβεστί.
-Είδες ναύτη; [και τότε άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε μέσα στην άβυσσο]
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Got a better definition? Add it!
Η δεξιοτέχνις της χειραντλήσεως ψωλογάλακτος, η φραπεδιάρα, η χαρίεσσα ἀνασεισίφαλλος.
Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
Η συμπαθής ψωλοτρομπάρισσα έχει βγάλει από τον στηθόδεσμόν της και την μπλούζαν της τους μεγάλους και σφικτούς μαστούς της, και το αγόρι, με το στόμα ανοικτόν ωσάν να φωνάζη από την γλύκαν του, και με τα μάτια του λιγωμένα, ψαύει και ζουλά με πάθος τα ωραία βυζιά, των οποίων αι εκτοξευόμεναι ζωηρώς και από την καύλαν ρώγες, ομοιάζουν πολύ με εν πλήρει στύσει μικράς ψωλάς.
(εδώ)
Got a better definition? Add it!