Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί σπεύδουν να το ερμηνεύσουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλοτυπία.

- Μπρέ σύντεκνε, ίντα γρικούν τα μάθια μου;
- Ξεκολώσημο, Μανούσο, πιάσε την λύρα επειγόντως!
- Ωωωωωω ... είδα το ξεκωλόσημο κι εζήτηξά του χάρη, πριν βασιλέψει εγώ και συ να γίνουμε ζευγάρι... Ωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως σε πονήματα ερωτικής λογοτεχνίας, κλασικής αλλά και αγοραίας, για: το γυναικείο στήθος, το αιδοίο, τον κώλο και στα δύο φύλα.

Στην πρώτη περίπτωση η αναφορά έχει να κάνει με το μέγεθος του στήθους (όταν άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος τα ροδάκινα ήταν ροδάκινα και όχι αυτά τα γενετικώς τροποποιημένα φρούτα σε μέγεθος καρπουζιού που σήμερα ονομάζονται ροδάκινα) και την σφριγηλότητα της επιδερμίδας.

Στην δεύτερη περίπτωση η αναφορά συνδέεται με τρία χαρακτηριστικά: υφή, σχήμα και χρώμα. Αναλυτικά: το άτριχο ή ελαφρώς χνουδωτό της επιδερμίδας, την γραμμή που σχηματίζουν τα εξωτερικά χείλη του σε ορισμένα αιδοία και το χρώμα της επιδερμίδας. Για να χαρακτηρισθεί ένα αιδοίο ως ροδακινάκι πρέπει να πληροί και τα τρία χαρακτηριστικά. Να είναι αφενός ξυρισμένο και αφετέρου τα εξωτερικά του χείλη να σχηματίζουν μία αβαθή γραμμή που να θυμίζει ροδάκινο. Εννοείται ότι δύσκολα θα χαρακτηρισθεί ως ροδακινάκι αιδοίο “μαύρης γαζέλας” ακόμα και αν πληροί τα ανωτέρω δύο χαρακτηριστικά.

Σε ότι αφορά το χαρακτηρισμού κώλου η χρήση του όρου είναι μάλλον αδόκιμη και στις περιπτώσεις περιγραφής ανδρικού κώλου γίνεται κυρίως για ομοφυλόφιλους.

Έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε μεταφράσεις Άρλεκιν ιστοριών soft core αλλά και μεταφράσεις Bukowski και Burroughs.

  1. Ως χαϊδευτικό το ροδακινάκι χρησιμοποιείται και για την προσφώνηση αγαπημένου προσώπου με ή χωρίς σεξουαλική αναφορά.

Ενίοτε δε και ως υποκοριστικό ερωτόλογο, το οποίο μας προέκυψε από τότε που νομίσαμε ότι οι Γάλλοι χρησιμοποιούν λέξεις φρουτολαχανικών για να εκφράσουν ναζιάρικα τον έρωτά τους (mon petit chou) και αποφασίσαμε να τους μιμηθούμε αλλά το λαχανάκι μας πήγαινε πολύ και βρήκαμε το ροδακινάκι. Στην πραγματικότητα βέβαια το αυθεντικά Γαλλικό “petit chou” αναφέρεται σε μικρό γλύκισμα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια το ροδακινάκι είναι αρκετά τρυφερό ερωτόλογο νομίζω.

  1. - ...η Μαρία ήταν μελαχρινή με άσπρη επιδερμίδα και ένα στήθος μικρό ροδακινάκι... (από εδώ)

- Αχ … τρελός είσαι Τσάρλι.
- Ναι τρελός από έρωτα Νέλυ δεν το καταλαβαίνεις;» και με μία κίνηση έβαλε το χέρι του στο ροδακινάκι της Νέλυ.
- ΑΑΧ αχ τι κάνεις εκεί διάολε: Τι κάνεις;
- Θέλω να πάρω τους χυμούς σου Νέλυ.
(από εδώ)

-... Ο κωλαράκος μου είναι άτριχος και η υποψία χνουδιού τον κάνει να φαίνεται σαν λαχταριστό ροδακινάκι... (από εδώ)

- Χυδαίος, πρόστυχος, βρώμικος: ότι και να πει κάποιος για αυτό το αριστούργημα του Burroughs δεν θα μπορέσει να συλλάβει τις πραγματικές διαστάσεις αυτού του μυθιστορήματος. Άγριο σεξ με αγόρια με “νόστιμο κωλαράκι ωσάν ροδακινάκι”, μια αρσενική πουτάνα που πηδάει εκείνο τον πατριώτη και σκέφτεται “επιτέλους, να και μια τεκνατζού σωστή” μας δίνουνε μια ιδέα για την ηθελημένη προκλητικότητα αλλά και ερεθιστική συνάμα πραγματικότητα του συγγραφέα (από εισαγωγή στο βιβλίο του Burroughs “Γυμνό Γεύμα”)

  1. - ...ήταν γράμματα από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους και αλληλογραφία με τους συγγενείς,
    πάντα ο πατέρας μου ξεκινούσε με τη λέξη «ροδακινάκι μου»... εδώ)

- Έλα βρε ροδακινάκι μου, έλα να κάνουμε αγκαλίτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα παιδικά σας ίσως έτη, ενθυμούσται τον Πιρικόγκο ως την προσωποποίηση του μικρού και άτακτου παιδός. Πλέον ούτη λέξη υποδηλοί τον έχοντα μικρόν πέοντα, ήτοι μικροτσούτσουνον, ή το μικροσκοπικό-ατροφικό-αδύναμο πέος αυτό καθ' αυτό. Ίσως, λέγω, να προέρχεται παρά της νοηματικής συνδέσεως του μικρού τε και αδυνάμου παιδός μετά του μικρού και αδυνάμου πέοντος. Αίσχος και πάλι αίσχος!

Δεγαμίων: «Ω Φαίδων, ύστερον από την έντονη σεξουαλικήν επαφήν μετά της Ευτέρπης, κοινώς ξεσκίδι, ήκουσόν την να λέγει εις το τηλέφωνο κάτι περί... κόνγκου ή Κονγκού. Θα μεταναστεύσει;»

Φαίδων: «Εμμμ... μήπως μάλλον ήκουσες περί... πιρικόνγκου;»

Δεγαμίων: «Αληθώς!»

Φαίδων: «Ωχ... πως να το πω κομψά... το εσώρουχό σου αντιμετωπίζει το φόβο του κενού!»

Δεγαμίων: «Ααααααα...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος εθνικοσοσιαλιστής ή φασίστας. Εκ των ναζί (<γερμανικό national-sozialist) και νάζι (<τουρκικό naz).

Όπως κάθε Γιαλόμα γνωρίζει καλά, ο ακροδεξιός ολοκληρωτισμός έχει βαθύτατες ομοερωτικές ρίζες. Κατά τον γερμανό ιστορικό Lothar Machtan, ο κοινωνικά άξεστος Χίτλερ συνδέθηκε ερωτικά με ναζιάρη μεγαλοαστό που έφερε το διόλου τυχαίο όνομα Putzi Hanfstaengl κατά τα νεανικά του χρόνια. Ο κωλοπετσωμένος Πούτσι τον γνώρισε στην «καλή κοινωνία» του Βερολίνου, η οποία και στην συνέχεια τον χρηματοδότησε. Αντίστοιχο ρόλο μέντορα έπαιξε δεκαετίες αργότερα ο Λάμπρος Ευταξίας για το νεαρό τότε Κωνσταντίνο Καραμανλή – αλλά μάλλον ξεφεύγουμε από το θέμα μας καθώς οι δύο τελευταίοι δεν ήταν ναζί.

Σύμφωνα με τον Machtan, ο Χίτλερ πλαισιώθηκε πολιτικά από μεγάλη πουστωδία, συμπεριλαμβανομένων των August Kubizek, Reinhold Hanisch, Ernst Schmidt, Dietrich Eckart, Rudolf Hess, Emil Maurice, and Kurt Ludecke. Συνδέθηκε μάλιστα ερωτικά με τον Rudolf Hess, γνωστό στη πιάτσα ως «η μαύρη Έμμα», κατά την κράτησή τους στην φυλακή Landsberg μετά το αποτυχημένο «πουτς» του 1923.

Το 1934, ο ξεφωνημένος αρχηγός των SA Ernst Röhm, αποπειράθηκε να εκβιάσει τον Χίτλερ για το ένοχο μυστικό του. Ο Χίτλερ αμέσως διέταξε την δολοφονία, τόσο αυτού, όσο και δεκάδων άλλων υψηλόβαθμων ναζιάρηδων. Έκτοτε επικράτησε η ομοφοβική πτέρυγα του κόμματος (Goebbels), η οποία και οδήγησε στα κρεματόρια πολλούς φιλελεύθερους ομοφυλόφιλους.

Παρέμενει ωστόσο μέχρι και σήμερα η ναζιάρικη εικαστική kamaradschaft των ένστολων αυταρχικών αγοριών με τα γυμνασμένα μπράτσα, τις γυαλιστερές μαύρες μπότες και τα σαδομαζό χούγια.

Το λήμμα αυτό ας θεωρηθεί υποσημείωση του ομώνυμου λήμματος του συσλανγκιστή Khan.

Κλασσικό παράδειγμα ναζιάρη υπήρξε ο Ιάπωνας συγγραφέας Yukio Mishima ο οποίος, ορμώμενος από εμμονές ομοερωτικού μιλιταριστικού σαδομαζοχισμού, μπούκαρε με την πουστωδία του 1970 σε στρατόπεδο και προσπάθησε να ξεσηκώσει τους ένστολούς σε πραξικόπημα. Απέτυχε τραγικά, και αυτοκτόνησε δια της παραδοσιακής μεθόδου seppuku.

Ακόμα πιο πρόσφατα, εμφανίστηκε πληθώρα ναζιάρικων αρχηγίσκων στην ακροδεξιά πολιτική σκηνή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Γερμανός νεοναζιάρης Michael Kuhnen, ο Ολλανδός φασίστας Pim Fortuyn και ο Αυστριακός Jorg Haider. Όλοι τους είχαν κακό τέλος: ο πρώτος υπέκυψε στο AIDS, ο δεύτερος δολοφονήθηκε από έγκαυλο μετανάστη και ο τρίτος σκοτώθηκε σε τροχαίο.

Στις μέρες μας υφίσταται ισχυρή ναζιάρικη επιρροή στο παγκόσμιο εικαστικό υπογάστριο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Bruce LaBruce, «η gay πορνογραφία είναι πλέον εξ’ ολοκλήρου φασιστική. Ο φασισμός είναι στο πετσί μας, γιατί τα πάντα έγκεινται στην εξύμνηση της λευκής ανδρικής υπεροχής και στην φετιχοποίηση της επικυριαρχίας, της σκληρότητας, της δύναμης και των τερατωδών αυταρχικών μορφών». Η δε εναλλακτική μουσική σκηνή έχει αρκετές ναζιάρικες περιπτώσεις, με καραμπινάτο παράδειγμα το Αγγλικό συγκρότημα Death in June. Όταν ο αρχηγός του συγκροτήματος Douglas Pearce ερωτήθηκε «How important is race to culture;» απήντησε «I prefer to suck, white, uncircumsised cocks of a certain age».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified