Further tags

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται για την ξiνή, δύστροπη γυναίκα. Λέγεται και για τις μπουρναζογκόμενες που παριστάνουν τις δύσκολες. Δυνητικά και για όσες έμειναν στο ράφι.

Ρε Σταμάτη, φοβερή γκόμενα η Γιάννα.
– Άσε ρε Νίκο με την ξυλομούνα! Αυτή όπως πάει θα μείνει στο ράφι!

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κοψοψώληδων:

  1. Τα τελειωμένα τραβέλια που έχουν αποβάλει χειρουργικά και το τελευταίο υπόλειμμα του ανδρισμού τους.

  2. Οι έχοντες περιτετμημένο πέοντα. Στην ψωρογιώργαινα η πρακτική περιορίζεται σε εβραίους και μουσουλμάνους, ή σε άτομα που υπέφεραν από φίμωση. Στις χώρες τις Σουηδικής Αραβίας είθισται τα ευσεβή κορίτσια να είναι επίσης κοψομούνες. Η περιτομή για μη θρησκευτικούς λόγους συνηθίζεται σε χώρες όπως τις ΗΠΑ, τις Φιλιππίνες και την Ν. Κόρεα.

  1. - ΜΩΡΗ ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΠΡΩΤΑ ΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΟΠΙΣΘΟΚΙΝΗΤΗ «ΕΡΙΝΥΑ» ΤΟΥ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΡΩΚΤΟΥ ΣΟΥ, ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ ΚΟΨΟΨΩΛΗΣ, ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ, ΑΕΡΟΓΑΜΗΣ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ ΨΑΛΤΗΣ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ, Ή ΑΠΛΩΣ ΕΝΑΣ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ.
    (Παραλήρημα από εδώ)

  2. - Λάουρα: Ρε συ έχεις κάνα νέο από τον Πέρι; Έχασα κάθε επαφή από τότε που πήγε για ειρηνευτική αποστολή στην Δυτική Όχθη…
    - Λίλιαν: Μην ανησυχείς, έστειλε email. Κατάφερε λέει να προσεγγίσει τις αντιμαχόμενες γκέι κοινότητες και να οργανώνει ροζ διακοινωτική σύνοδο ΛΟΑΤ στην Ιερουσαλήμ! Μάντεψε πώς τα κατάφερε; - Λάουρα: Μη μου πεις...επιδεικνύοντας κάτι που τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν είχαν ξαναδεί;
    - Λίλιαν: Είσαι γάτα! Τον βλέπω με το φετινό Βραβείο Ειρήνης...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πανγαμάτωρ είναι ο άνδρας ο οποίοις συνουσιάζεται ή ευβρίσκεται εις συνουσιαστικήν διάθεσην καθόλην την διάρκεια της ημερός!

Θέλγεται από όλα τα θηλυκά και η ερωτική του ζωή είναι... γαργαλιστική έως πικάντικη! Εύχρηστη δε η λέξη εις την φράση: «Ο Πανγαμάτωρ Χρόνης», εις την περίπτωση κατά την οποία γιγνώσκετε κάποιον ονόματι Χρόνη ή απλά ως λογοπαίγνιο!

Φιλήμον: «Α κοίταξον, ο Άδωνις!»
Σαρπηδόνας: «Αχ ναι, ο Άδωνις! Γνωστός και ως: ο Παναγαμάτωρ Χρόνης!»
Φιλήμον: «Αχχ και πότε θα έχομεν την ευφροσύνη να... περάσει και από μας! Αχχχ...!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που διάγει βίο παρόμοιο με του Kώστα Καραμανλή. Ως γνωστόν, ο πρωθυπουργός μας είναι διάσημος για το πώς αυτός και η σύζυγός του ζούνε σεμνά και ταπεινά. Και ο Γιώργος Αυτιάς επιμένει ότι η σωστή έκφραση είναι «ασκητικά». Λ.χ. ενώ οι περισσότεροι υπουργοί του προκαλούν με τον χλιδαίο βίο τους εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στον λαό, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του βλέποντας DVD απ' το βιντεάδικο της γειτονιάς, και τρώγοντας στον Μπαϊρακτάρη και σε ταβέρνες της Ραφήνας. Ο «ασκητικός» είναι επομένως ο Έλληνας που περιορίζεται στις ταπεινές απολαύσεις της ζωής, τα σουβλάκια, τα κοκορέτσια, τα κοντοσούβλια, τις μπριζόλες κ.ο.κ.

  2. Ο φανατικός οπαδός του σεξολόγου Θάνου Ασκητή. Αυτός που παίρνει σε Ντι-Βι-Ντι τις ομιλίες του γνωστού σεξολόγου για το πώς να βελτιώσουμε την σεξουαλική μας ζωή και κάνει φιλότιμες προσπάθειες να τις εφαρμόσει μπας και δει χαρά στα σκέλια του. Χαρακτηρίζεται από μια ψυχαναγκαστική συμπεριφορά στο σεξ, να πετύχει οπωσδήποτε έναν καλό οργασμό για να μην πάνε στράφι οι συμβουλές που αποστήθισε από τον δάσκαλο- ίνδαλμά του, καθώς και από μπόλικο ακαδημαϊσμό στην προσέγγιση του σεξ. Η ασκητική γυναίκα είναι ένας τύπος Γιαλόμας επί το σεξουαλικότερον, που σε πρήζει με θεωρίες, αλλά ευτυχώς σχετιζόμενες με την μεγιστοποίηση της σεξουαλικής απόλαυσης.

  1. Γιώργος: - Πάμε απόψε για σούσι στο Κολωνάκι;
    Μένιος: - πλάκα με κάνεις; Νομίζεις ότι έχω λεφτά για σούσι με τέτοια κρίση; Όχι φίλε μου! Σεμνά και ταπεινά, απόψε! Τι σεμνά, λέω; Ασκητικά! Θα πάμε στου Μπαϊρακτάρη για σουβλάκια και κοκορέτσια...

  2. Γιώργος: - Και πώς πάει το σεξ με την Καυλάουρα;
    Μένιος: - Πώς να πάει; Είναι πολύ ασκητικό κορίτσι!
    Γ.: - Και δεν της φαινόταν...
    Μ.: - Ναι, κάθε μέρα μ' έχει με τα Ντι-Βι-Ντι του Ασκητή, Μένιο κάνε αυτό και Μένιο κάνε εκείνο, Μένιο ο Ασκητής είπε να κάνουμε αυτό. Χθες όλη τη νύχτα παιδευόμασταν να εκτελέσουμε την στάση νο 74 από το νέο βιβλίο του Ασκητή...
    Γ.: - Και σας έχει βοηθήσει ο Ασκητής στην σεξουαλική ζωή σας;
    Μ.: - Ποιος τον γαμάει αυτόνα; Εμένα μόνο για Λίλιαν μού 'κανε κούκου. Με την Λάουρα δεν... Πολύ απλά, δεν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος

  2. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά

- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.

Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.

  2. Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.

  1. - Πάλι μας έφτυσε για να βγει με την γκόμενά του ο χαζομούνης ο Νίκος!

  2. - Ξεκόλλα ρε χαζομούνη από το πιπινάκι και πάμε να φύγουμε!

Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον χαζομούνη του πρώτου παραδείγματος! © Cunning Linguist ;)  (από Cunning Linguist, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified