Selected tags

Further tags

Αφοπλιστική ατάκα απο το νέο ελληνικό κύμα πορνογραφίας, ειπωμένη απο τον ανεπανάληπτο «Γιατρό Ντίνο», στην ταινία «Αθλήτριες, σεξ και ντόπα». Καθώς ο γιατρός ετοιμάζοταν να «καταθέσει» λέει στην γκόμενα: «Έχω μαζέψει πολλά χύσια στα μπαλάκια μου ... θα τα πάρεις με τόκους υπερημερίας!!»

Μετά απο παρατεταμένη σεξουαλική αποχή, το προϊόν της εκσπερμάτισης εξέρχεται του πέους σε μεγάλη ποσότητα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι, λόγω της αποχής, προστίθεται τόκος στα χύσια (που το ποσοστό του επί του αρχικού κυμαίνεται ανάλογα με τις μέρες αποχής), ο λεγόμενος τόκος υπερημερίας.

Χρησιμοποιείται συχνότερα απο φετιχιστές οικονομολόγους. Υποθέτω και απο οικονομόκαυλους.

- Και για πες ρε, τη γάμησες την Λάουρα;;
- Αν την γάμησα λέει;; Είχα και καιρό να γαμήσω και της τα 'δωσα με τόκους υπερημερίας!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κύρια σημασία της λέξης είναι ο εγκλωβισμένος σε μετοχές. Αυτός που αγόρασε ψηλά. Αυτός που φορτώθηκε τα κωλόχαρτα. Ο δαρμενογαμημένος.

- Άσε, είμαι εγκλωβισμένος από το 1999 σε ένα πουτσόχαρτο της Σοφοκλέους... 10 χρόνια τρώω ξύλο.

Φτού ρε πούστη μου, πάλι την πάτησα... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «εργατοπατέρας», ο πούστης, κατά κανόνα γερομπινές (με την καλή έννοια) που είναι πούσταρχος και διατηρεί ολόκληρη πουστωδία από νεαρότερα στην ηλικία πουστράκια, τα οποία ενισχύει, επιβοηθεί, προωθεί και γενικά παγιώνει στην δέσμευση και στράτευσή τους στο πουστρηλίκι.

Ίσως και ο πούστης που υιοθετεί παιδί (στο εξωτερικό πιο πολύ συμβαίνει μέχρι αποδείξεως του εναντίου).

Ασίστ: Μάρκο ντε Σαντ.

Ύστερα από τον γάμο στην Τήλο μαζευτήκανε όλοι οι πουστοπατεράδες και συνεδριάζανε πώς να ενισχύσουν τον Τήλιο δήμαρχο που βάλλεται.

Ψηλά τις σημαίες, κορίτσια ! (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι. «Τρυπιέμαι» σημαίνει (μεταξύ άλλων) μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς, οπότε τρύπιος είναι αυτός που έχει χάσει την άλλη παρθενιά.

Άντρας που τον έχει πάρει. Κατά τον Κουρτ Κομπέιν: «Άντρας που δεν είναι τρύπιος, δεν είναι άντρας». Πηγή: Βικάριος.

Να μην συγχέεται με το τρίπιος.

Α μωρέ Λίλιαν, ακόμη με τον τρύπιο τον Πέρι ασχολείσαι;

Στο 0:28. (από vikar, 12/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς και είμαι πλέον τρύπιος.

  2. Παίρνω ναρκωτικά με ένεση.

  3. Ανορθογραφιστί, τριπιέμαι σημαίνει βρίσκομαι σε τριπάκι.

Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες για AIDS είναι αυτοί που τρυπιούνται και με τις δύο έννοιες. Όχι ότι οι άλλοι πρέπει να βρίσκονται σε ρατσιστικό εφησυχασμό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρύπιος από την Κρήτη.

— Πονάς Αντώνη μ';
— Όι!
— Πονάς Αντώνη μ';
— Όι.
Πονάνε ωρέ τα παλληκάρια;

Αυτός ήταν ο τρυπαντωνάκης! Για την ορίτζιναλ κρητική προφορά απευθυνθείτε στον Χαλικούτη.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:

Αυτή η οποία αρέσκεται στην πεολειχία και μάλιστα διαθέτει (ενδεχομένως) ταλέντο σε αυτο. Μπορεί να χρησιμοποιηθει απαξιωτικά ή/και επαινετικά.

  1. - Ωραία και καλή κοπέλα η Μόνικα, έτσι;
    - Σιγά ρε, μία ρουφοκαυλέτα είναι!

  2. - Τι έγινε με τη Γεωργία ρε συ; Καλή στο κρεβάτι;
    - Πο πο φίλε τρελή ρουφοκαυλέτα σου λέω!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιβρωμιάρης. Ο λέρας. Αυτός που πλένεται μόνο όταν τον πιάσει βροχή στο δρόμο και δεν υπάρχει υπόστεγο να κρυφτεί.

  2. Ο διεφθαρμένος δημόσιος λειτουργός. Ο από όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι.

Μιλάμε για βρωμύλο με διεθνή βραβεία. Καραζέχνει ο τύπος, αλλά γαμεί καλά μουνιά. Οι γυναίκες είναι ανώμαλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η οργανική χημεία αποτελεί τον κλάδο της χημείας που μελετά τις ενώσεις του άνθρακα. Εδώ φρενάρει η βιβλιογραφία και αρχίζει το slanging.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λέγοντας οργανική χημεία αναφερόμαστε στο ερωτικό συνταίριασμα των εραστών στο κρεββάτι, ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο ερωτικών αθλοπαιδιών.

Λέγεται έτσι, λόγω του ότι εκεί τον πρώτο λόγο, τον πρωταγωνιστικό ντε, τον έχουν τα πρωταγωνιστικά όργανα της κλασσικής ερωτικής σύζευξης. Τα γεννητικά όργανα των εραστών ντε!

Γιαυτό και η βασικότερη χημική αντίδραση αυτής της οργανικής χημείας είναι:

πέος + αιδοίον-----------> παιδίον

Η παρτούζα πάλι, αποτελεί κλάδο της οργανικής χημείας και μάλιστα σύνθετο, αφού εμπλέκει περίπλοκα γεφυρώματα.

Δες και ενόργανη γυμναστική.

O Γιάννης και η Φλόρα, έχουν σχέση εδώ και δέκα μέρες. Ο Βασίλης, κολλητός του Γιάννη, συζητάει μαζί του, για τη σχέση του ζεύγους.

- Γιάννη, σε βλέπω πως με την Φλόρα, έχετε γίνει πια το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής. Πως τα πάτε στον κρεββατικό τομέα όμως;
- Καλή ερώτηση! Υπάρχει πρόβλημα φίλε... στην οργανική χημεία!
Δε θέλει ακόμα... λέει. Θέλει να γνωριστούμε... πρώτα. Μπορεί η κλασσική οργανική χημεία να μελετά τον άνθρακα, εδώ πέρα όμως... άνθρακες ο θησαυρός, φίλε. Για να ψηθεί η σχέση μας όμως και να δουλέψει η οργανική χημεία πρέπει πρώτα, να πάρει φωτιά ο άνθρακας. Πρέπει να κάψουμε θερμίδες.
- Έλα ρε μαλάκα. Εσύ ήσουν καλός στη χημεία. Θα τα καταφέρεις.
- Λόλ!

(από GATZMAN, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified