Selected tags

Further tags

Το βιάγκρα του δάσους, όπως λέγεται. Το εξωτικό δέντρο bwa-bande που έχει αφροδισιακές ιδιότητες.

Υπάρχει και ομώνυμο συγκρότημα.

Το δέντρο λέγεται και zabuco, πιθανόν να σχετίζεται, λέω εγώ, με τη Σαμπούκα.

Θυμήθηκα το αντιλλέζικο καβλόξυλο (bwa-bande), που βγαίνει απ’ το ομώνυμο καβλόδεντρο και το βουτάνε στο ρούμι, με προφανείς προσδοκίες.

από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστατη ονομασία για τους όρχεις, δηλαδή για τα αρχίδια λόγω του σφαιρικού τους σχήματος. Κατά την Φρικηπαίδεια λέγονται και μπαλάκια της αγάπης.

Στο Δ.Π. υπό Μες.

Από διευθύνσεις για ενήλικες στο νέτι (όλα για την επιστήμη!)

  1. Πορνόγερος: Τα τσιμπούκια της κουνιάδας μου.
    Μου ρούφαγε τα μπαλάκια ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τον πούτσο μου σφιχτά και τον πάταγε. τέτοιο τσιμπούκι δεν μου είχε κάνει ούτε η γυναίκα μου, που είναι τέλεια στα τσιμπούκια!

  2. Προσπαθώντας να επιταχύνω την ολοκλήρωση της απίστευτης αυτής απόλαυσης, άρχισα να μαλάζω τα βαριά τριχωτά μπαλάκια του Γιάννη. Η αλήθεια είναι πως είχε τα πιο μεγάλα και τα πιο φουσκωμένα αρχίδια που είχα δει ποτέ σε άντρα, ακόμα και σε τσόντες με gay porn stars.

  3. Ξύρισμα αρχιδιών: Για να μη ματωσει το πουλακι σας ή τα μπαλάκια σας, μπορειτε να χρησιμοποήσετε απροβλημάτιστα τα παρακάτω, που τα συστηνει και η ενωση ελληνων γυναικολογων! ειναι εγγυημένα! βαμβακερα για το ευαίσθητο δερματακι!

  4. Το κλασικό ανέκδοτο:
    - Τι είναι 603 μπαλάκια;
    - ...;
    - Οι τριακόσιοι του Λεωνίδα και το αρχίδι ο Εφιάλτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και η αρχιδοχορεύτρα ή αρχιδοπαλαίστρα ή αρχιδοπάρκινκ, δηλαδή το σημείο μεταξύ του αιδοίου και του πρωκτού, που σύμφωνα με επιστημονικές μετρήσεις είναι επακριβώς δυο δάχτυλα και κάτι. Όσοι πάσχουν από σλανγκιπενία το λένε περίνεο. Λέγεται αρχιδόπιστα επειδή τα αρχίδια χορεύουν σε αυτό το σημείο, όταν η πούτσα γαμεί, οπότε χρησιμοποιείται ως πίστα χορού. Μπορεί να ειπωθεί και για τους άντρες, για το σημείο μεταξύ πέους και πρωκτού και όχι μόνο για γκέι.

Κλαπ, κλαπ, κλαπ.

(Ήχος από χορό στην αρχιδόπιστα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τοπικό ιδίωμα για τον όρχι, το αρχίδι.

Έρευνα στον γούγλη συνδέει την λέξη με περιοχές, όπως την Καρδίτσα και την γύρω επαρχία, την Άρτα και γύρω επαρχία, καθώς και την Κοζάνη. Στο πρώτο από τα παραπάνω λίνκια φαίνεται ότι η αρχική σημασία είναι σβόλος. Αλλού ως αρχική σημασία δίνεται το σπόρι, λ.χ. «Τα εκζέματα θεραπεύονταν με τα κουρδουμπούλια (σπόρια), που βγάζουν πάνω πάνω τα μπουρδένια. Τα σπόρια από αυτά τα έφτιαχναν σκόνη και αλοιφή με λίπα η λάδι» (εδώ), πρβλ. και εδώ. Τέλος, υπάρχει τοποθεσία Κουρδουμπούλι στη Φιγάλεια της Ηλείας με σπουδαίο αρχαίο ναό. Πιθανόν η λέξη να συνδέεται εδώ με την σημασία χαμηλός λόφος.

Ενιγουέι, η λέξη έχει εμπνεύσει πολύ την Φρικηπαίδεια και εμφανίζεται σε αρκετά άρθρα της.

  1. Τσίμπα και ένα κουρδουμπούλι τώρα! (Εδώ).

  2. Αυτά τα χαμπάρια ταχιά πάλι , αίντι καλή ειβδομάδα κι να χαίρεστι τα κουρδουμπούλια σας. (Μπλογκς Κοζάνης).

  3. Υπάρχει μια μοναδική περίπτωση χρήστη κουρδουμπουλίων και σπαραγγοφλίγκαρου, που δεν ανήκει ούτε στα Βριλ, ούτε στους πρώην γκόμενους του Λέγκολας. Είναι ο Τσακ Νόρις, ο οποίος μάλιστα είναι το μοναδικό εν ζωή ον που έχει 3 κουρδουμπούλια. Κάποτε είχε 4, αλλά από το πολύ βάρος και επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει, αφαίρεσε το 1α. Αυτο το 1α κουρδουμπούλι έγινε ο Εφιάλτης που αργότερα πρόδωσε τους Σπαρτιάτες. (Φρικηπαίδεια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά δόκιμα αβγά λέγονται και τα ωάρια ή οι ωοθήκες στις γυναίκες, ενώ λίγο πιο σλανγκ είναι η χρήση της λέξης για τους ανδρικούς όρχεις.

Στα αβγά μου κι εμένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος.

Είναι ένας σεμνότυφος τρόπος για να αποφύγει κάποιος να πει τα πράγματα με τ' όνομά τους. Οι μεγάλες φύσεις, συναντώνται συνήθως σε βίπερ ή άλλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ανήκουνε σε κάποιον κομψό και γοητευτικό Τζων με γαλάζια μάτια και sixpack, που η «κυρία» πρωταγωνίστρια της νουβέλας, τον γνώρισε στις διακοπές που έκανε στα νησιά Μπαρμπάντος.

Οι αραπάδες που έχει φέρει ο Γιουσούφ Πασάς στο Μωριά, ξεπατώνουνε τις Ελληνίδες με τις μεγάλες φύσεις τους.

(από το μυθιστόρημα του Καραγάτση «Αίμα χαμένο και κερδισμένο»)

Η φύση αυτού του φις (από GATZMAN, 08/04/11)περι φύσεως κ ουσίας by Leonardo (από gaidouragathos, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοαγγλική εκδοχή του κλάσε μου τα αρχίδια, δηλαδή χέσε με, παράτα με, σάλτα και γαμήσου.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, άκουσμα τουλάστιχον από τα σέβεντηζ.

- Κλας μάι πουτς, ρε φρεντ. Τόσες ώρες κάθεσαι και «σερφάρεις στο net», κάνε τον κόπο να ψάξεις λιγάκι για κανένα ενδιαφέρον πράγμα.
(δαμαί)

- Σπυρετο κλας μαι πουτς...
- Ποιός τον έχασε και τον βρήκες; :o
- να το χοντρυνω δεν μπορω γιατι ειμαι συντονιστης... (τζιαμαί)

- Κλας μάι πουτς ρε μπουνταλά κουραδόμαζα. Άντε μην ξυπνήσεις κάποια μέρα χωρίς αυτιά...
(τζιαχαμαί)

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το καυλί του είναι ανάπηρο ψυχικά, που δεν έχει και δεν μπορεί να νοιώσει καύλες, που στερείται της élan vital, ο χαντούμης, ο ξενέραστος, ο μικρόψυχος, ο μίζερος, που διαρκώς κρίνει και γιαλομίζει με υφάκι άπαντες, που παντού βγάζει απωθημένα και «στη χαρά φαλτσάρει».

Δεν περιορίζεται στον άρρενα πληθυσμό.

  1. Και κάτι θεοί που λένε «Κλείσε το blog κλπ». Πόσο καυλανάπηροι; Δηλαδή τι σημαίνει κλείσε το blog; Σβήσε τα κείμενα που ήδη υπάρχουν; Χαχα τι βλάκες. Μου κάνατε τα καμπανέλια full extra.

  2. …Xοχοχο πιστοποιημένος πια. Ακόμα ένας κακομοίρογλου καυλανάπηρος δευτεροτριτοτέταρτος που ασχολείται με την σεξουαλική ζωή των άλλων.

  3. Δυσλεκτικός. Πανταχού απών μάλλον εννοείς είσαι η μεγαλύτερη κόμπια αυτής της εποχής επακόλουθο να με βρίζεις αφού ζήλος σε διακατέχει τελείωσε το τουρ κι φωνάζουν όλοι «κοιτάχτε πώς τρέχει» αδερφίτσες σαν εσένα ποτέ μου δεν φοβήθηκα μπρο είσαι ένα πλάσμα ανίερο κι στα ραπ απογοητευτικό το μόνο που ξέρεις να κάνεις καλά είναι εξύφανση δόλου δλδ χάρις το φρικιό να νικήσεις κι ας έχοντας πει λόγια κώλου καυλανάπηρη αδερφή παράτα το ραπ αυτή τι στιγμή μετά το ψόφιο σου κουπλέ ακολουθεί ΝΕΚΡΙΚΗ ΣΙΓΗ

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα δάκρυα. Εκφράσεις: αρχίζω τα ζουμιά, με πιάνουν τα ζουμιά, με παίρνουν τα ζουμιά.

  2. Τα χύσια, κυρίως τα γυναικεία (μουνόχυμα, μουνόγαλα, μουνόγαλο), αλλά και τα αντρικά (αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα).

Πάντα στον πληθυντικό.

βλ. και με παίρνουν τα σορόπια ορισμός 2.

1.α. Δεν ξαναπάω μαζί σου σινεμά, σε κάθε ταινία σε πιάνουν τα ζουμιά, ρεζίλι με κάνεις!

1.β. Πάνω που πάω να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για τη σχέση μας, την πιάνουν τα ζουμιά και δεν βρίσκω το θάρρος να της πω ότι χωρίζουμε.

  1. Μωρό μου, όχι πάλι στο κρεββάτι, δε γουστάρω πάλι να γεμίσουν τα σεντόνια με ζουμιά, δεν το κάνουμε καλύτερα στο μπάνιο;

Στο 2.47 τον παίρνουν τα ζουμιά (από poniroskylo, 25/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Dum spiro spero στα λατινικά σημαίνει: «Όσο αναπνέω, ελπίζω».

Εννοείται ότι οι μαθητές λατινικών στα σχολεία θα το λογοπαίζανε με μιας: «Dum spiro, σπέρνω» -«όσο αναπνέω σπέρνω», δηλ. χύνω.

Δηλωτικό της αντρικής σεξουαλικής ευρωστίας.

Μπαμπαδισμός αν όχι προ-παππουδισμός.

Βλ. και το ίδιας εποχής Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι.

- Πώς πάει;
- Μια χαρά!
- Κανα μουνάκι;
- Ε, πάντα. Ντουμ σπίρω, σπέρο!
- Ψςςςςςς! Κουλτουριάρη γαμιά μου εσύ!

Ο θυρεός του St Andrews, στη Σκωτία. (από poniroskylo, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified