Selected tags

Further tags

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: ο μιζμίζης, η μιζμίζω, το μιζμίζι.

Μιζμίζης είναι αυτός ο οποίος τριγυρνάει συνέχεια με ένα πνεύμα μιζέριας και γκρίνιας πρήζοντας πολλές φορές τα όργανα των άλλων, ή κάνοντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο έτσι...

Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση κάποιου. Επίσης χρησιμοποιείται και στο σεξ, όσον αφορά την σεξουαλική ζωή ενός η του ζευγαριού.

Προσοχή! Δεν ακολουθεί τον γραμματικό κανόνα «σ» πριν από «μ», συντάσσεται κανονικά ως Μι«ζ»μίζης, γιατί ηχητικά θα μπορούσε να είναι κάποιος που τριγυρνάει κάνοντας συνέχεια Μιζ-μιζ-μιζ-μιζ...

  1. Σταμάτα ρε μιζμίζη...

  2. Πώωω τι μιζμίζω που έχεις γίνει από τότε που χώρισες με τον Κώστα...

  3. Πω ρε Τάκη τι μιζμίζης είναι αυτός ο κολλητός σου, πως τον παλεύεις...

  4. ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΜΙΖΜΙΖΙΔΕΣ...

βλ. και μιζερομίζερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την κοπέλα εκείνη που ξεσηκώνει τους άνδρες με το ντύσιμό της -το οποίο είθισται να είναι προκλητικό- και με την συμπεριφορά της, που σαγηνεύει τους άνδρες οδηγώντας τους σε μυστηριώδη μονοπάτια του πόθου. Πρόθεσή της είναι να τους εξιτάρει, τονίζοντας την σεξουαλικότητά της. Βέβαια κάτι τέτοιο της βγαίνει πολλές φορές και φυσικά -χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια- αφού έχει την πουτανιά μέσα της, ενώ έχει φροντίσει να την εξελίξει σε ικανοποιητικό για αυτήν και για τους άλλους τυχερούς άνδρες βαθμό. Λέγεται ότι οι ψωλίτες αρέσκονται σε σεξουαλικές συνευρέσεις και μάλιστα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μία ψωλίτα να είναι επιφορτισμένη με την ταυτόχρονη ικανοποίηση πολλών αντρών.

Η ετυμολογία της λέξεως προέρχεται από την ψωλή, όργανο που αγαπά η ψωλίτα.

- Ρε παιδιά κοιτάξτε εκεί... Είναι μία τύπισσα που είναι ντυμένη προκλητικά και παίζει ταυτόχρονα με 3 άντρες...
- Ναι... είναι η Μαριαλένα... γνωστή ψωλίτα!

(από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.

Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.

Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.

- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.

Αλεπού (από nikolaosvlas, 17/10/11)(από ironick, 18/10/11)zorra negra (από nikolaosvlas, 18/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος σχεδόν συνώνυμος της παρτούζας, με τη διαφορά οτι αφορά διαδοχικό γαμήσι από ομάδα ανδρών, σαν να είχε ο καθένας τους νούμερο προτεραιότητας. Ακούγεται στο αθάνατο καλτ αριστούργημα «Φυλακές Ανηλίκων».

Παιδιά τρέξτε! Ο -τάδε κακός- με την παρέα του ετοιμάζονται να πάρουν τα κορίτσια σας νουμεράδα!

η ανωτέρω ατάκα στο 0.47.54 (από storm, 19/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη ονομασία του νομίσματος ''τάληρο'' που κατασκευαζότανε στο Joachimsthal της Γερμανίας και που, στη συνέχεια, κατέληξε να σημαίνει πέντε από το νόμισμα της χώρας (π.χ. πέντε δραχμές=1 τάληρο).

Κατ' επέκταση το τάλαρο δείχνει και μέγεθος ίσο με αυτό του εμβαδού του νομίσματος και χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει μεγάλη χλέπα και μεγάλες θηλές.

  1. Χτες έκανα μεγάλη μαλακία. Έριξα ένα τάλαρο και φύσαγε και έσκασε πάνω μου.

  2. Χτες την κατάφερα και μου έκατσε η Μαρία. Μαλάκα έχει τεράστιες βυζάρες και κάτι ρόγες τάλαρα. - Άντε ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.

- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παιχταράς, ο τύπος που μπαίνει στο μαγαζί και όλα τα μωρά στάζουν! Με μια απλή κίνηση φασώνει τα πάντα! Ο άντρας επιβήτορας!

- Καλά ο τύπος είναι μεγάλο άτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα του Γενοβέζου εξερευνητή Χριστόφορου Κολόμβου χρησιμοποιείται ενίοτε για να δηλώσει τον κολομπαρά, δηλαδή τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο που του αρέσουν τα αγοράκια, ή κατ΄ επέκταση τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Το λολοπαίγνιο είναι αρκετά προφανές: Από το κολομπαράς (βλ. εδώ για ετυμολογία) προκύπτουν διάφοροι τύποι όπως κωλόμπα, λόμπα, λόμπας, κωλόμπος. Αυτό το τελευταίο ειδικά, δηλαδή το κωλόμπος, μπορεί να υποστεί μια τροποποίηση που θυμίζει το φαινόμενο του υπεραστισμού/ υπερδιόρθωσης, λ.χ. της μοδός, ή ψευδοκαθαρευουσιάνικους τύπους όπως ακομβίωτος, και να γίνει κολόμβος.

Το πλεονέκτημα αυτής της τροπής είναι ότι θυμίζει τον Χριστόφορο Κολόμβο. Αυτό είναι έτσι κι αλλιώς σλανγκικώς πρόσφορο καθώς ο εν λόγω κολομπαράς συνδέεται με ένα αιώνιο σελεμπριτόνι, και μπορεί ο όρος να χρησιμοποιηθεί και συνθηματικά. Υπάρχει όμως και το επιπλέον ότι καθώς ο Χριστόφορος Κολόμβος (επαν)ανακάλυψε την Αμερική αποτελεί συνήθη στόχο των αντιαμερικάνων που θέλουν να βρίσουν τις Η.Π.Α. για την πολιτική τους, οπότε κυκλοφορούν εκφράσεις όπως γαμώ την περιέργεια του Κολόμβου, ή και ευθέως γαμώ τον Χριστόφορο Κολόμβο τον πούστη (πούστης= περσινός κολομπαράς). Και γενικότερα σκεφτόμαστε ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν πολύ περίεργος ώστε να ψάξει μια νέα ήπειρο, οπότε θα ήταν περίεργος και σε άλλα θέματα.

Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι το όνομα Χριστόφορος υβρίζεται συχνά ως λογοκριμένη τροπή του θείου ονόματος του Χριστού, για να αποφευχθεί το γαμωσταυρίδι, οπότε έχουμε βρισιές, όπως γαμώ τον Χριστόφορο τον πούστη, που περαιτέρω εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι ο Κολόμβος την ανακάλυπτε την ήπειρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ πιο σπάνια από το κολόμπος, περισσότερο ως λολοπαίγνιο παρά ως παγιωμένη αργκοτική έκφραση και το βρίσκει κανείς με δυσκολία στον γούγλη.

Πάσα: Αόρατη Μελάνη.

  1. Πωπωπω! Gay δημοσιογράφος στο MEGA; Τι είδηση… Μεσοπρόθεσμο, εξαθλίωση, εξόντωση του λαού, αλλά το διαδίκτυο κατακλύζεται με μία φημολογία περί σκανδάλου μεταξύ γνωστού, ομοφυλόφιλου δημοσιογράφου του MEGA τον οποίον έχει καταγράψει ο εραστής του σε ερωτικές στιγμές και τον απειλεί.
    Εδώ αρχίζει το μέγιστο δούλεμα. Γιατί; Μα εάν υπάρχει τέτοιο βίντεο και διαρρεύσει, αυτός που θα το κάνει πάει μέσα για κακούργημα! Ο “κολόμβος εκβιαστής”δηλαδή, την έχει βαμμένη με το που κυκλοφορήσει το βίντεο σε οποιονδήποτε δίαυλο. (Εδώ).

  2. - κοίτα που από κολομπαρίστες μου καταντήσατε κολομπίνοι
    - κολομβοι θα λες... (Εδώ).

(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κολομπίνα είναι χαρακτήρας της Commedia dell'Arte, ερωμένη του Αρλεκίνου και σύζυγος του Πιερό. Σλανγκικώς, σημαίνει τον κολομπαρά ή και τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Για την έκφραση βλ. και λουμπίνα. Είναι γνωστό ότι και πριν τις θεσμοθετημένες πουστοπαρελάσεις, το ντέφι κι η Αποκριά ήταν του πούστη η χαρά, οπότε δεν προκαλεί εντύπωση ο συσχετισμός ενός γκέι με έναν χαρακτήρα του καρναβαλιού και δη τον κατ' εξοχή γυναικείο. Ωστόσο, καθοριστικός είναι εν προκειμένω ο συσχετισμός με την λέξη κολομπαράς και τα παράγωγα κωλόμπα, κωλόμπος, οπότε κολομπίνα είναι και το χαϊδευτικό της κολόμπας για τους φίλους της. Ενώ πιο μακριά ακόμα μπορούν να γίνουν παρετυμολογικοί συσχετισμοί με τις λέξεις κώλος και μπινές.

Νομίζω ότι στον ανωτέρο συνδυασμό βρίσκεται η γοητεία της έκφρασης: Έχουμε, δηλαδή, μία κολόμπα (με την ευρεία έννοια χωρίς περιορισμό στον ενεργητικό γκέι και μόνο) που έχει όλην την χάρη μιας έφηβης κολομπίνας μασκαρεμένης ένεκα πουστογλεντιού.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ ως βρισιά και στο πλαίσιο κραξίματος. Υπερθετικός: πρώτη κωλομπίνα.

  1. Κωλομπινα ήρθες πάλι να τις αρπάξεις;; ...αυτες οι εμμονορροϊδες τι σου κάνουν ε; σ΄εχουν ξευτελισει μιλαμε!!! (Εδώ).

  2. Oυστ μωρη κωλομπινα που μας το παιζεις και απελευθερωμενη και το φωναζεις κιολας ... σε φανταζομαι με ροζ κορδελιτσες στα μαλλια και φουστιτσα και να τραγουδας .... «τ'αγορι μου τ'αγορι μου τ'αγορι μου γλυκο και τραγανο σαν καραμελα .... » (Εδώ).

Η δόκιμη κολομπίνα διά χειρός Maurice Sand (από Khan, 25/10/11)(από Khan, 26/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική ύβρις που υπονοεί ότι ο κώλος του συνδιαλεγομένου μας είναι τόσο φαρδύς μετά από αλλεπάλληλες παθητικές σεξουαλικές συνευρέσεις, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και από τα συμπαθή τρωκτικά σαν φωλιά.

- Της θειάς σου...
- Τι είπες ρε;
- Άντε ρε, πιάνει ο κώλος σου ποντίκια;

Παράδειγμα όπως εκφέρεται από κακεντρεχή ενάντια στον Εθνικό μας Σταρ.

(από ioannios, 26/10/11)

Βλ. και τρωκτικό σεξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified