Selected tags

Further tags

Διαδεδομένη βρισιά γενικού χαρακτήρα.

Η κύρια, η ας πούμε πιο κυριολεκτική, σημασία της αναφέρεται σε έναν παθητικό ομοφυλόφιλο που γαμιέται.

Γαμιόλη! Όταν σου λέω να έρχεσαι θα τσακίζεσαι! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΞΕΚΩΛΙΑΡΗ; Θα έρχεσαι αμέσως γιατί αυτό σημαίνει ότι θέλω τις τρύπες σου για να ξεκαυλώσω. (Από το Gay world).

Στο σημείο αυτό, ψάχνοντας για παράδειγμα έπαθα ινσέψιο, καθώς άγνωστός μου μπλογοτέχνης αφιέρωσε μπλογοτέχνημά του με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Μπομπ ο Γαμιόλης" σε αυτόν που θα ήταν τόσο καμένος, ώστε να ψάξει τη λέξη γαμιόλης στο γούγλε. Εκ μέρους της καμενιάς μου, αλλά και της καμενιάς όλων των Σλάνγκων Δράκων που ψάχνουμε στον γούγλη παρόμοιες λέξεις, δέχομαι την αφιέρωση και παραθέτω απόσπασμα του κειμένου. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι ο Μπομπ Σφουγγαράκης είναι τελειωμένη λουγκρίτσα, αλλά δεν ξέρουμε και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που μας αποκαλύπτει το κείμενο.

Μπομπ ο γαμιόλης [...] Ο Υπερόπτικ κάνει αυτό το ποστ για να ποτίσει με φόρο τιμής αυτόν τον άνθρωπο που στο γκούκλε πάτησε «μπομπ ο γαμιόλης» και μπήκε εδώ. Γι’αυτόν τον υπεργκούγκλερ ο Υπερόπτικ θα γράψει ΤΩΡΑ ποστ με θέμα το μπομπ το γαμιόλη, θα αναλύσει υπεροπτικά και δίχως έλεος πόσο γαμιόλης είναι ο μπομπ, πόσο τον παίρνει από κάθε τρύπα και γουστάρει, πόσο ποταπός τελειωμένος και ξεκατινιασμένος μπορεί να είναι ο Μπομπ, πόσο ξεφτιλισμένη λούγκρα τον θεωρούν όλοι στη γειτονιά. Ο Μπομπ είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα και αυτό είναι καιρός να το μάθουμε όλοι. Είχες δίκιο φίλε γκούγκλερ που το έψαξες λίγο παραπάνω. Και ιδού τα στοιχεία: Σήμερα δευτέρα, 8:36 το πρωί, ο Μπομπ εθεάθη να τον κολατσίζει από τρία άτομα αγνώστου ταυτότητας στο πάρκινγκ πίσω από τους κάδους της ανακύκλωσης. Ο Πάτρικ ήταν δίπλα και τράβαγε βίντεο που μετά το ανέβασε στο γιουπόρν ρήαλ τάιμ. [...] Στη διαδρομή μετά ο Μπομπ έβαλε τρικλοποδιά σε τρεις γριούλες που προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι, έκλασε στα μούτρα του τυφλού εφημεριδοπώλη, ζωγράφισε πουτσάκια σε τρία στοπ και κατούρησε τα παρτέρια της πλατείας. Έτσι για να ξέρουμε ποιος είναι ο μπομπ. (Εδώ).

Συνεχίζοντας το καμένο γούγλισμα πέφτω σε φιλοσοφικό κείμενο περί πουστιάς και επανάστασης που μας εξηγεί πώς ο όρος γαμιόλης αποκτά μια μεταφορική διάσταση για να χαρακτηρίσει άτομο ποταπό, μπαμπέσικο, ύπουλο.

Όποιος μας τη φέρνει, όποιος μας κάνει πουστιά, χαρακτηρίζεται καριόλης, γαμιόλης, πούστης. (Περισσότερα εδώ).

Πρόκειται, επομένως, για μια γενικότατη βρισιά.

  1. "Κάψου γαμιόλη μπάτσε!". [...] Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι το «κάψου γαμιόλη», που ακούστηκε στο ρεπορτάζ του CNN από κάποιον ψυχανώμαλο συνάνθρωπό μας, την ώρα που η μολότοφ έσκαγε πάνω στο πρόσωπο του πεσμένου αστυνομικού της ομάδας «Δίας», εκφράζει όλους αυτούς τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στον δρόμο και διαδηλώνουν. Σε καμία περίπτωση. (Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, εδώ).
  2. Ποιος γαμιόλης από το περιβάλλον του Σαμαρά (σωματοφύλακας ή σύμβουλος του Μαξίμου) έχει το δικαίωμα να βγάζει προς τα έξω τόσο προσωπικές πληροφορίες και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει; (Εδώ)

Στη συνέχεια του γουγλίσματος τρώω δεύτερη ινσέψιο, όταν βλέπω πως το λήμμα γαμιόλης φέρεται να υπάρχει σε αυτοματοποιημένα ηλεκτρονικά λεξικά ολοκληρωτικών δυστοπιών του μέλλοντος, ενώ δεν το είχε ακόμη το σλανγκρ! (ξεφτίλα).

Ο ΡομποΒό έβγαλε έναν απλό αρμονικό στα 1440 Hz και εγκαταλείποντας οριστικά τον έμμετρο λόγο, πρόσθεσε:

-Γαμάς. Δεύτερο πρόσωπο, ενικός αριθμός του ρήματος 'γαμώ'. Παραβίαση του άρθρου 6.842 παράγραφος 312 της Επαναστατικής Νομοθεσίας για την εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας".

-Να πας να με καταγγείλεις ρε γαμιόλη! του φώναξε από το μπανιο ο Eπιθεωρητής.

-Γαμιόλης. Ονομαστική πτώση, ενικός αριθμός, του επιθέτου 'γαμιόλης, γαμιόλα'. Παραβίαση του άρθρου... Αλλά ο επιθεωρητής είχε ήδη μπει κάτω από το ντουζ. (εδώ)

Τέλος ως γαμιόλης σημαίνεται ενίοτε ο γαμιάς, ο γαμίκος και όχι ο γαμημένος. Πιθανή εξήγηση είναι ότι μπορεί το γαμώ εν προκειμένω να εννοείται με μια γενική σημασία συνουσιάζομαι, όπως στην έκφραση ποιον πρέπει να γαμήσω ή στο αγγλικάνικο fuck. Ή έχουμε το γλωσσικό φαινόμενο που θα ονόμαζα επιστημονικώς σλανγκική αλλαξοκωλιά, όταν δηλαδή ο γαμών λαμβάνει τις ονομασίες του γαμουμένου δίκην πούστη άντρα, επειδή ας πούμε είναι τυχερός που γαμάει, είναι κερατάς ή πούστης με την έννοια θαυμασμού, οπότε εν ολίγοις αποδίδουμε στον γαμούντα ονόματα του γαμουμένου για να δηλώσουμε λ.χ. την κωλοφαρδία του που γαμάει μια θεσπέσια μουνάρα, ή τον θαυμασμό μαζί με φθόνο που έχουμε για αυτόν, ή ότι πονάει τον γαμούμενο πάνω στο γαμήσι φερόμενος πούστικα και χωρίς μπέσα κ.ο.κ. Για σχετικό προβληματισμό, βλ. του πούστη. Δεν είναι πάντως σπάνιο ή παράξενο πάνω στα γαμησιάτικα μπινελίκια η γαμουμένη να φωνάζει ιαχές τ. "γάμησέ με ρε πούστη", "ξέσκισε με ρε γαμιόλη" κ.τ.ό.

  1. Τυχερός γαμιόλης γαμάει δύο υπέροχα καυλιάρικα μουνάκια. (Από πορνοσελίδα).
  2. eiste oi kaloiteroi gamo thn poutsa sou gamioli! (Από το sirina.tv).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ενδοπαλαμική πεοπαλινδρόμηση, η μαλακία στα Πατρινά. Εκ του διασήμου ρήματος μινάρω.
Κατά το κουτσουκέλα.

  1. πω πω βγάζω γούστα στο σπίτι με παρεάκι. λατρεμένες κουβέντες, μπηχτές και μιναρέλα (εδώ)

  2. μιναρισμα, μιναρέλα, μιναρω κλπ. Πατρινη λέξη που σημαίνει πολλα! Χαχα (εδώ)

  3. τεντουρα παρτυ σου λεει σημερα στη Πατρα...να το κανατε μιναρελα παρτυ θα του ταιριαζε περισσοτερο οσο να πεις!#ka8olou_humor (εδώ)

  4. Συνεχομενα Retweets aka η νεα μιναρελα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του πουτσαρά, δηλαδή η πουτσαρίνα, η παλικαρού.
Κατά το βυζαρού.
Η κεφαλή στον Άθω γέρνει σαν το κρυφό μυστήριο. Η μια σου χέρα βράχια σπέρνει στης Μάνης το μαρτύριο, Παλικαρού

Το πουτσαράς χρησιμοποιείται για τους άντρες ακριβώς με το ίδιο πνεύμα και στην Ηλεία. Τη δυναμική γυναίκα, τη λένε (σπάνια) πουτσαρού. (sarantakos.wordpress)

Πουτσαράς, ο. Μπ.φρ. - Ε , ρε πουτσαρά …, αλλά και η πουτσαρού. (Μπασταίικο λεξικό)

Και τα δυο παραθέματα είναι από την Ηλεία και έχουν το νόημα της παλικαρούς. Το ίδιο και τα δυο πρώτα παραδείγματα. Η λέξη, σε πορνογραφικά χείλια, χάνει το συμβολικό της χαρακτήρα της τόλμης, της ισχύος κλπ και αλλάζει προς το σχεδόν κυριολεκτικό "αυτή που έχει πούτσο", που "γαμεί και δέρνει" (3ο παράδειγμα).

  1. στο χωριο μου αμα καμια υπερεκτιμα δυνατοτητες και εαυτον την λενε "μαρη πουτσαρου" οχι δεν εχει υποτιμητικη εννοια σαν το "αρχιδω" (εδώ)

  2. Μοθαχαχαχαχαχαχαχαχχαχαχα Iron, you earned your day's pay, πουτσαρού μου, γελάω σαν μαοϊστής!!! (Vrasta)

  3. Οι μισοι ουρλιαζαν για την κυρα Κατινα και οι αλλοι μισοι για την κυρα Λενη, ενω τεραστια στοιχηματα επεφταν σαν την βροχη μεταξυ τους για το αποτελεσμα.
    -"Ειναι "πουτσαρου' η αρκουδα" ελεγαν οι μεν...
    - "Ναι... αλλα και η "μπακαλογατα ειναι βαρβατογκομενα!" ελεγαν οι αλλοι...
    [...] -«Πες το δυνατα! Εγω η κυρα Λενη η «μπακαλογατα» ειμαι η πουτσαρου και κυριαρχος εδώ μεσα και τωρα σε γαμαω παληοτσουλα! Πες το δυνατα να το ακουση ολος ο κοσμος!» (περιγραφή ποδομαχίας σε μπιντιεσεμικό άμα και ποδολαγνικό σάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκοκοίταγμα που δείχνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε έγκαυλο διάθεση και προτρέπει για πέρασμα σε περαιτέρω, ή οι ματιές που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια του σεξ. Τη λέξη τη βρίσκω εδώ που τα λέμε μόνο σε μπουρδελοσάη και σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: Το βλέμμα που ρίχνει μια πιπατζού κατά τη διάρκεια της πεολειχίας. Those eyes!, που λένε και οι αγγλικάνοι.

  1. Στο κρεβατι το μονο που βρηκα ελλειματικο ηταν η σχετικη αφωνια στο σεξ αλλα με ωραιους φυσικους μορφασμους και καυλοκοιταγματα.
  2. Καυλοκοιτάγματα στα μάτια ενώ σε μια προσπάθεια της να τον καταπιεί όλο, κατάπια εγώ την τσίχλα που μάσαγα.
  3. Καπότα και μετα τρελλη πίπα με καυλοκοιταγμα στα ματια !!!! μιλαμε φοβερη πιπα!!!!!με παθος!!!και στοργη!! (Όλα από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαβόητα πάρτι που διοργάνωνε ο αρχιπουτσίας και βιαγκροΨωλέας πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η έκφραση πρωτοακούστηκε το 1910, σε μια φάρσα που έγινε από συγγραφείς -ανάμεσά τους κι η νεαρή τότε Βιρτζίνια Γουλφ- κι ακόμα στοιχειώνει το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.
Το «μπούγκα-μπούγκα» πρωτοακούστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια από τις διασημότερες φάρσες όλων των εποχών

Τι είναι το «μπούγκα-μπούγκα»; Εντάξει, δεν διδάσκεται σε κάποια σχολή, αλλά είναι ένα είδος χορού που λάμβανε χώρα σε ντίσκο της βίλας των οργίων η οποία, τελικά, είχε πολλά facilities. Ο χορός γινόταν μετά τα δείπνα, αφού είναι γνωστή η ιστορία με τα νηστικά αρκούδια. Οι κοπέλες ήταν ημίγυμνες και ο Ιταλός πρωθυπουργός, όχι μόνο δεν τις προέτρεπε να ρίξουν κάτι επάνω τους για να μην τις πιάσουν τα λαιμά τους, αλλά τις θώπευε στα πιο ιδιαίτερα σημεία του σώματός τους. Πώς κάνουν οι νοικοκυρές για να δουν αν έχει ψηθεί το κρέας; Αυτό. Στη συνέχεια, ο «καβαλιέρε» διάλεγε με ποιες - «καλοψημένες» - κοπέλες ήθελε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα, προσφέροντας, σε αντάλλαγμα, συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, η λεγόμενη και «ταρίφα».
Πηγή εδώ

Κατ' επέκταση η φράση "κολλάει" σε παρεμφερείς, γαμάουα δραστηριότητες, αλλά και πρόσωπα που διακρίνονται για το γαμώ και δέρνω ταμπεραμέντο τους.

  1. Κρίμα πάντως που δεν πρόλαβε ο Μπερλουσκόνι ν' αγοράσει το ελληνικό νησί. Νάχουμε τα μπούγκα-μπούγκα μές στα πόδια μας. (εδώ)

  2. Μεγαλώνει η αγωνία γιά την συμφωνία! Πρώτα μπουγκα μπούγκα κ μετά θάνατος ή κατευθείαν θάνατος; (εδώ)

  3. Αθώος ο Στρος Καν για τα πάρτι, αναμένω ν ανακοινωθεί τηλεγράφημα "μπούγκα μπούγκα, αδερφέ" από τον Μπερλουσκόνι (εδώ)

  4. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  5. Τι λέει λοιπόν ο Σαμαράς στην γυναίκα του όταν εκείνη τον ρωτάει για τις δηλώσεις του μπούγκα-μπούγκα Μειμαράκη του στυλ «δεν θα κλείσει το κανάλι της Βουλής»; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified