Selected tags

Further tags

  1. Βρισιά, όπου εννοείται ότι η αξία αυτού προς τον οποίο απευθύνεται δεν είναι περισσότερη από ένα μέρος για να κρεμαστούν αρχίδια.

  2. Το τάγκα, όταν το φοράει άντρας, μάλλον επειδή τότε οι όρχεις κρέμονται σε αστεία see-through θέα.

Η προέλευση της βρισιάς δεν είναι σαφής. Εφόσον χρησιμοποιηθεί εναντίον άντρα μπορεί να εννοεί ένα πέος που είναι τόσο άχρηστο, λ.χ. μικρό ή μαλακό, ώστε η μόνη του χρησιμότητα είναι να λειτουργεί ως κρεμάστρα για τους όρχεις, καθώς και τον φέροντα ένα τέτοιο πέος, συνεκδοχικά. Επίσης, θα μπορούσε να συσχετιστεί με όρους, όπως η αρχιδοχορεύτρα, αρχιδοπαλαίστρα κ.τ.ό., που σημαίνουν το περίνεο, ωστόσο δεν υπάρχουν διαδικτυκά ευρήματα με αυτήν την σημασία.

Ο ορισμός τροποποιήθηκε ύστερα από διάλογο στα σχόλια.

  1. α. Ναι ρε Γιάννη, τρέχα γύρευε τώρα... Το e-shop.gr φταίει, ή η εταιρία που έβγαλε το μαραφέτι, που έχει και cd-rom μέσα για εγκατάσταση; Και συν τις άλλοις, το λέει και στο site τους. Είναι η evaluation edition που σημαίνει ότι δουλεύει κανονικά αλλά με όριο τα 2ΜΒ. Αν θές unlimited αγόρασε. Ακούς οι αρχιδοκρεμάστρες ρε; (εδώ).

β. Κάνε μου μια χάρη, πήγαινε στο τόπικ της Αμαλίας που έχουν ανοίξει εδώ μέσα και άρχισε να μπινελικώνεις όλους αυτές τις μικροτσούτσουνες αρχιδοκρεμάστρες που φάγανε την κοπέλα (είδες ξερω κι εγώ μπινελίκια). (Εδώ).

γ. ti kaneis vouch mwrh arxidokremastra esy; (εδώ).

  1. από εδώ:
    Καθως ρυθμιζα τη φωτογραφικη μηχανη ο χωροφυλακας ειχε βγαλει τη στολη του και ετοιμαζοταν να ορμησει ακαθεκτος στα καθαρα νερα του Λιβυκου πελαγους. Παρατηρησα πως φορουσε «αρχιδοκρεμαστρα,» κοινως ταγκα. Κατι πατησε γιατι λιγο πριν βουτηξει ηρθε και με ρωτησε αν εχω πενσα . Αφου απαντησα αρνητικα ,τον ειδα λιγα λεπτα αργοτερα ξαπλωμενο ανασκελα να του αφαιρει ενας ηλιοψημενος Αλβανος με το στομα ένα καρφι από την πατουσα. Μολις σηκωθηκε ανακουφισμενος τους ειδα να απομακρυνονται αγκαζε. «Άλλος ενας που βλεπει σε ‘’βαθος’’ το μεταναστευτικο προβλημα» σκεφθηκα.

(από Khan, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεολειχία στὴ ντούρα λιάρντα.

Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸ μόνο σημεῖο ὅπου ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος δὲν εἶναι ἀκριβής, μεταφράζοντάς το ὡς αἰδοιολειχία. Πιστεύω ὅτι πρόκειται περὶ κεκτημένης ταχύτητος ἢ τυπογραφικοῦ παροράματος, μιᾶς καὶ τὸ ἁπλὸ πομπόν (ἢ πονπὸν) ἦταν σὲ εὐρεῖα καλιαρντοχρῆσι μὲ τὴ σημασία τῆς αἰδοιολειχίας (μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ αἰδοίου, ἐννοουμένου ἀποκλειστικῶς ὡς ὀργάνου τοῦ θήλεος, ἐνῷ παλαιότερα τὰ αἰδοῖα ἐσήμαιναν τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἐν γένει).

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει δύο πιθανὲς ἐτυμολογήσεις γιὰ τὸ πομπὸν ἢ πὸν-πὸν (καὶ κατ´ ἐπέκτασιν γιὰ τὸ ὑπ´ ὄψιν λῆμμα):

  • Τὸ γαλλικὸ bonbon (ζαχαρωτό), προφανῶς συνειρμικῶς, διότι αὐτὸ πιπιλίζεται ἢ γλείφεται.
  • Τὸ ἐπίσης γαλλικὸ pompon (κρωσσός, φοῦντα), συνειρμικῶς ἐκ τοῦ τριχωτοῦ τοῦ ἐφηβαίου, [ἄλλο τώρα ἂν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σπανίζει τὴν σήμερον, κατ´ ἐπιταγὴν τῆς διεθνοῦς τῶν ὁμοφιλοφίλων μοδίστρων, ποὺ προωθεῖ τὰ νεκροφιλικὰ καὶ ἀφυλετικὰ (asexuel) πρότυπα γιὰ σερνικοὺς καὶ γιὰ θηλυκούς].

Μεταξὺ τῶν δύο θὰ ἔκλινα ὑπὲρ τοῦ πρώτου ἐτύμου, διότι παριστάνει πολὺ καλὰ τὴν πρᾶξι καθαυτήν, ἐνῷ τὸ δεύτερο παριστάνει μόνο τὸ ἀντικείμενο (τοῦ πόθου), καὶ εἶναι γι´ αὐτὸ λιγότερο παραστατικό. Ὅμως θὰ ἄξιζε νὰ δοῦμε καὶ μιὰ τρίτη ἐκδοχή, αὐτὴν τῆς γαλλικῆς λέξεως pompe (ρῆμα pomper), ποὺ σημαίνει:

  • Πομπή, παράταξις (δὲν μᾶς κάνει).
  • Ἀντλία, τρόμπα, ποὺ μᾶς κάνει μιὰ χαρά, ἰδίως μὲ τὴ δική μας χρῆσι τοῦ φραπέ.
  • Μάταιες ἡδονές (ἀπηρχαιωμένη σημασία: Vanités, faux plaisirs mondains qui distraient le chrétien de ses devoirs religieux), ἡ ὁποία μᾶς κάνει κατὰ σκανδαλώδη τρόπον.

Ἡ λέξις πομπίνο μοιάζει ψευδοϊταλικὸ ὑποκοριστικὸ τοῦ πομπόν. Δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ bonbon, καὶ ἀκόμη λιγότερο ἀπὸ τὸ pompon. Συμβατὴ μὲ τὴν ἐτυμολόγησι α. τοῦ Πετροπούλου καὶ τὴ β. δική μου εἶναι καὶ ἡ λέξις πομποτάμπακο, ποὺ σημαίνει τσιμποῦκι (τοῦ καπνίσματος), εἴτε διότι καὶ αὐτὸ γλείφεται, εἴται διότι ρουφιέται, ἀντλεῖται.

Σημειωτέον ὅτι τὸ γλείψιμο λέγεται ροντοσόλ καὶ ροσολιμαντέ (<ροσόλω=γλῶσσα)· τὸ δεύτερο χρησιμοποιεῖται περισσότερο ὡς ἐπίρρημα. Τὸ γλειφιτζοῦρι, ζαχαρωτὸ λέγεται κοντυλομπομπόνι (bonbon).

Καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ ἡ Γεωργία καὶ τοῦ μπενά μποὺτ σουκρατζέ:

- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Χορχόριασα γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Γαλλικός φραπέ Πομπαντούρ... για τον Λουδοβίκο ΙΕ και όχι μόνο (από GATZMAN, 20/05/11)Τελευταίος φραπέ στην Πομπηία (από GATZMAN, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως αρχιδοκούμπι, αρχιδοακούμπι.

Προκειται για το «δυο δάχτυλα και κάτι», το περίνεο στα χιώτικα... αλλά πόσες φορές και σε ποιο context θα χρησιμοποιήσεις τη λέξη περίνεο, για να τη θυμάσαι τη στιγμή που θα τη χρειαστείς; Είναι άλλωστε συνήθειο να μεταλλάσσουμε τους ιατρικούς όρους στο περιγραφικότερό τους. Άσε που υπάρχει και όρος Πελιναίο στη Χίο κι αντί για ανατομία μπορεί να καταλήξεις να συζητάς για γεωγραφία (βλ. Ερωτογενείς Ζώνες) και να νομίζει ο συνομιλητής σου ότι πήγες ξεβράκωτος για αναρρίχηση.

Κατά τον προ Σιφρέντι σέβεντιζ ορισμό –που στερείται φαντασίας– «είτε επισκεφτείς το μπρος είτε το πίσω, εκεί θα ακουμπήσεις τ' αρχίδια σου». Στη μετά Ρόκκο εποχή, με τα ανάποδα ψαλίδια και τα γεφυράτα ροντέα (και με πλήθος άλλων αντισυμβατικών ερωτικών στάσεων), γίνεται κατανοητό ότι έχει κι άλλα μέρη να τα ακουμπήσεις, οπότε το λήμμα αποκτά έναν μάλλον ρετρό χαρακτήρα.

— Και που λες ανησυχώ, γιατί η Μαρκέλλα έχει βγάλει ένα σα σπυρί στο, ανάμεσα στο... μεταξύ του... στο... Πώς το 'πες ρε Παντελή;
— Στο αρχιδακούμπι;
— Αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρά χαριτολογώντας, αλλά με συγκαλυμμένο ερωτικό υπονοούμενο (αυτό που λένε συνήθως «πονηρό» και δεν ξέρω γιατί).

  1. Ένα σκαμπρόζικο ύφος, αστείο, ανέκδοτο.

  2. «Πάμε μια βολτίτσα;» του είπε με σκαμπρόζικο ύφος / διάθεση.

  3. «Αχ... Μ' αρέσει!», είπε σκαμπρόζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να αναφερθούμε διακριτικά στην πρωκτική συνουσία.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα με το πιπίνι που τραβιέσαι τελευταία; Ψαρεύεις κάνα σκατό;
    - Όχι, απαγορεύεται η είσοδος απ' την πίσω πόρτα μέχρι στιγμής.
    - Μαλακία...

  2. - Καλά ε, με τη Λίλιαν χθες τα κάναμε όλα. Τι ισπανικά, τι 69... μέχρι και σκατό ψάρεψα!

βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν τον υπολογίζουμε.

  1. - Σαν αρχηγός της ομάδας λέω να απέχουμε από τις προπονήσεις. Ο πρόεδρος έχει να μας πληρώσει κάνα τρίμηνο.
    - Ρε Δημήτρη εγώ λέω να το ξανασκεφτούμε. Κινδυνεύουμε να πέσουμε κατηγορία.
    - Άσε ρε Μανωλάκη. Ποιος σε γαμάει εσένα; Δεξί πάγκο παίζεις.

  2. - Παιδιά, λυπάμαι αλλά το club έχει γεμίσει απόψε.
    - Καλά, εντάξει. Ποιος σε γαμάει εσένα; Φώναξέ μου τον Κώστα τον μετρ για να μη γίνουμε κώλος εδώ μέσα.

(από HardcoreGR, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.

Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:

Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!

Κάπως έτσι.

1. Ερωτικά σκιρτήματα:

(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!

2. Πολιτική ανάλυσις:

- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!

Elevator look (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος (εδώ δε διαφωνούμε με τον προλαλήσαντα)

Η λέξη, ως έκφραση, είναι παραπεμπτική (δλδ λέμε κάτι για να αντιληφθεί ο συνομιλητής μας τι εννοούμε χωρίς να το αναφέρουμε κυριολεκτικά).

Από το λατινικό vilis - vilis - vile (επίθετο τριγενές και δικατάληκτο είναι) = ποταπός, χωρίς αξία, ουτιδανός, διαδεδομένο ανά τη Μεσόγειο με τη συγκεκριμένη σημασία από τους βενετσιάνους εμπόρους και τους οκσιτανούς και καταλανούς ναύτες.

Η λέξη είναι πρακτικά άγνωστη στην κυρίως Ελλάδα. Εν τούτοις έχει χρησιμοποιηθεί όπως θα φανεί από το παράδειγμα που παρατίθεται (παραμύθι)

Ένας καλικάντζαρος ήταν απελπισμένος επειδή η γυναίκα του γεννούσε όλο κόρες. Και ήταν πάλι έγκυος. Πάει λοιπόν στη μαμή και της λέει: Αν μου βγάλεις αρσενικό, θα έχεις ένα πουγκί φλουριά. Αν μου βγάλεις θηλυκό, θα πέσει φωτιά αν σε κάψει! Έχε το νού σου!
Τι να κάνει η μαμή... δεν είχε επιλογή φαίνεται. Ξεγεννάει την καλικατζαρίνα και προς απελπισία και των δυο, το παιδί ήταν πάλι κορίτσι. Φτιάχνουν λοιπόν ένα κέρινο πέος (τοτε δεν υπήρχαν sexshops να το αγοράσουν), το εφαρμόζουν κατάλληλα και παρουσιάζουν στον πανευτυχή καλικάντζαρο το παιδί ως αγόρι. Κάποτε όμως η απάτη απεκαλύφθη. Οπότε ο καλικάντζαρος παίρνει το τεκμήριο της απάτης κι έτρεχε προς το σπίτι της μαμής έξαλλος, ουρλιάζοντας: Κυρά μαμή, κυρά μαμή... ψεύτικο είναι το βιλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ έχουμε δύο ερμηνείες:

Η πρώτη έχει να κάνει με τη μοίρα του ανθρώπου που του έρχονται τα κακά μαζεμένα. Διότι δεν φθάνει που είσαι ορφανή, σε γαμεί και ο θεός με τον μεγάλο ψώλο και πονάς. Κάτι σαν «Όπου φτωχός και η μοίρα του».

Η δεύτερη είναι τελείως αντίθετη: είναι τιμή να σε γαμάει ο ψώλος του θεού και μια που είσαι ορφανή κάνε υπομονή. Κάτι σαν θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός.

1η περίπτωση: Είσαι άνεργη, φτωχή, σε έχει αφήσει ο γκόμενος, σε διώχνουν από το σπίτι σου και φεύγοντας πέφτεις και σπας το πόδι σου.

2η περίπτωση: Είσαι άνεργη, φτωχή, σε έχει αφήσει ο γκόμενος, σε διώχνουν από το σπίτι σου και φεύγοντας βρίσκεις καλή δουλειά και σε ερωτεύεται το νέο σου αφεντικό που είναι νέος, ωραίος και πλούσιος.

(από Vrastaman, 13/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified