Selected tags

Further tags

Πρόκειται για τη διάθεση, την οποία ενδέχεται να έχει κανείς για το εποικοδομητικό πέρασμα χρόνου με το ανδρικό μόριο, καθώς επίσης και την προδιάθεση ενός σώματος για πέοντα.

Συχνά, μάλιστα, υπάρχει εσφαλμένη σύγχυση με τη λέξη προδιάθεση, λόγω της εύρεσης των γραμμάτων «ρ» και «ε» σε κοντινό, μεταξύ τους, σημείο στο πληκτρολόγιο.

-Έχω πεοδιάθεση κατάθλιψης.

-Η συμπεριφορά σου με πεοδιαθέτει για κάτι ευχάριστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το τυρί και την ουρήθρα. Περιγράφει τα άσπρα στίγματα που παρουσιάζονται στο πέος, συνήθως σε περιπτώσεις φίμωσης ή/και βρόμας.

Σαν τυρόπιτα η πούτσα του. Τίγκα στη τουρήθρα.

(από liakos356, 19/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ματούρ φάση 45-50+, χήρα ή ζωντοχήρα, συναντάται στην επαρχία και ευδοκιμεί ιδίως στις παραμεθόριες περιοχές όπου υπάρχουν στρατόπεδα, τρελαίνεται για φαντάρους και οι φαντάροι τρελαίνονται γι' αυτήν, δεν το κάνει για χρήματα το κάνει γιατί γουστάρει τα χοντράδια, ίσως η μοναδική περίπτωση σύγχρονης Ελληνίδας που γουστάρει με τρέλα τα φαντάρια εκεί που οι υπόλοιπες τα απαξιώνουν

Οι φανταρομάνες δεν έχουν την αποδοχή της κλειστής κοινωνίας όπου ζούνε αφού οι συντοπίτες τους τις θεωρούνε πουτάνες, ίσως έτσι μπαίνουν και αναπόφευκτα -τρόπον τινά- στο τριπάκι της συχνής συναναστροφής με φαντάρους καθώς αυτοί είναι περαστικοί και ακομπλεξάριστοι, ενώ ο περίγυρος ουσιαστικά τις έχει απομονώσει (κοινωνιολογική ανάλυση του φαινομένου).

Ως επί το πλείστον τις φανταρομάνες ανακαλύπτουν και καπαρώνουν τα επόπια και τις κρατάνε έξω από τα φώτα της δημοσιότητας και σε στενό κύκλο καθ'ότι μοναχοφάηδες.

(διάλογος ΕΠΟΠ-φαντάρου)

- Απόψε έχω διανυκτέρευση.
- Πού θα πας, θα κάτσεις σπίτι;
- Όχι ρε θα πάω στη Σούλα να ξεφορτώσω.
- Ποια Σούλα;
- Δεν την ξέρεις, μια φανταρομάνα από δω.
- Θα μου την γνωρίσεις και μένα;
- Όχι.
- 143 και σήμερα ρε
- Σκάσε.
- Δε σε χάλασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ σε στάση doggystyle ή σκυλίσιο, όπου δηλαδή η ερωμένη (ή η κόρη) στήνεται στα τέσσερα γονατιστή θυμίζοντας τετράποδα σκύλο, ώστε να παρθεί από τον εραστή της από πίσω. Η στάση αυτή θεωρείτο συχνά ως πιο ζωώδης, τουλάχιστον στο χριστιανικό παρελθόν, και αρμόζουσα σε τετράποδες όπως οι σκύλοι, πλην καθώς είναι εξαιρέτως ηδονjική και για τους δύο συντρόφους αποτελούσε εξαπανέκαθεν βασικό στοιχείο του ερωτικού μενού. Λατινιστί more canino, ήτοι με τον τρόπο του σκύλου, ή more ferarum, ήτοι με τον τρόπο των άγριων ζώων.

Επίσης, μπορεί να σημάνει και το έντονο γαμήσι, όπως στο σκυλοπηδιέμαι, όπου το α΄ συστατικό σκυλο- μπορεί να είναι απλώς μεγεθυντικό ή δηλωτικό έντασης. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις νοσηρής φαντασίας ή σεξουαλικής πράξης, καθώς στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν Εμπειρίκον, μπορεί να σημαίνει τελείως κυριολεκτικά την κτηνοβασία με σκύλο, -για την ακρίβεια σκυλογάμευσις είναι ο ακριβής όρος της εμπειρικείου ιδιολέκτου. (Οι ως άνω σημασίες μπορεί και να συνδυάζονται).

  1. Πολυ επικοινωνιακη και ομιλιτικη στην αρχη ισως περισσοτερο απο οσο ηθελα αλλα οταν καταπιαστηκε με το πνευστο οργανο οι συζητησεις πηραν τελος, καθιστος με την πλατη στο κεφαλι του κρεβατιου απολαυσα μια ωραια ρουφηχτη πιπα και η συνεχεια ειχε λιγο απο ιεραποστολικο και σκυλογαμησι. (Κριτικός μπορντέλου αξιολογεί σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Τελικη φαση συνευρεσης σκυλογαμησι οπου η κωλάρα της ειναι διαβητης! (Έτερος κριτικός μπορντέλου σε έτερο μπουρδελοσάιτ).

  3. Τὰ ἐρωτικὰ σχήματα δήλ. οἱ στάσεις στὸ γαμήσι ἀπασχόλησαν ἀπὸ νωρὶς τοὺς παπάδες. Τὸ πίσω-κολλητὸ προκαλοῦσε πολλὲς ἐρωτήσεις στοὺς καθολικοὺς ἐξομολογητὲς ποὺ θέλανε νὰ μάθουν ἂν ὁ σύζυγος τὸν εἶχε χώσει στὸ αἰδοῖο ἢ στὸν πρωκτό. Τὴ στάση ἀπὸ πίσω τὴν ὀνόμασαν «more canino» ἂς ποῦμε σκυλογαμήσι καὶ ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα θεωρήθηκε ἁμαρτωλή, σὰν κάτι τὸ ζωῶδες. (Πολυτονιάτης εκθέτει την ιστορία των στάσεων στις Ανάρμοστες Σελίδες).

  4. Ἡ Νόλα ἦτο τόσον καυλωμένη ποὺ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἔκαμε τίποτε διὰ νὰ ἀποσείσηι τὸν μέγαν μολοσσόν, οὔτε πρὸς στιγμὴν κἂν δὲν διεμαρτυρήθη. Μὀνον μία διαπεραστικὴ κραυγὴ αἰφνιδίου πόνου, καὶ ἴσως καὶ εκπλήξεως, μία ὀξυτάτη κραυγὴ στιγμιαίου μόνον ἄλγους τῆς διέφυγε τὴν ὥραν ποὺ παρεβιάζετο ὁ μικρὸς σφιγκτήρ της, καὶ, χωρὶς νὰ παύσηι οὔτε δι' ἓν δευτερόλεπτον τὴν αὐνάνισιν τῆς Ὄλας καὶ τὴν τρῖψιν τοῦ ἰδικοῦ της ὀρθίου κλειτοριδίου, ἡ Νόλα ἀφέθη προθύμως καὶ ευχαρίστως εἰς ταῖς γαμιαῖς τοῦ βατεύοντος αὐτὴν εἰς τὸν πρωκτίσκον της κυνός. Ἦτο δὲ φανερὸν ὅτι ἀπελάμβανε τὴν σκυλογάμευσίν της, σχεδόν ὡσὰν νὰ τὴν γαμοῦσε προσφιλὴς ἀνήρ, καὶ ἔσειε καὶ ἔσπρωχνε τὸ ἀκάλυπτον κωλαράκι της πρὸς τὰ ὀπίσω, εἰς προϋπάντησιν τῶν ραγδαίων λογχισμῶν τῆς σουβλερᾶς τοῦ μολοσσοῦ ψωλῆς, ποὺ εἰσέδυεν εἰς τὴν στενήν της ὀπισθίαν σήραγγα, ἐνῶ ἡ γαμουμένη παῖς, ἐκβάλλουσα τώρα πάλιν, χωρὶς ἶχνος πόνου ἢ δυσφορίας, ὀξείας φωνὰς καθαρᾶς λαγνείας, ἔστρεφε τὴν κεφαλήν της διὰ νὰ ἀπολαύσηι, εἰ δυνατόν, καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐνῶ ὁ σφίγγων αὐτὴν μὲ τοὺς προσθίους του πόδας εἰς τὴν μέσην κύων, ἔλειχεν ἐνίοτε περιπαθῶς αὐτὴν εἰς τὸν ἀυχένα, καθὼς ἡ Νόλα κύπτουσα ηὐνάνιζε τὴν αὐνανίζουσαν τὴν Γκρέταν ἀδελφήν της. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 2, σ. 120).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Ο τύπος που επιδίδεται στην τέχνη του στοματικού έρωτος, κοινώς της πίπας. Ένα ακόμη από τα πολλά συνώνυμα του τσιμπουκιού, του πουτσογλείφτη, του σακομπόλη, του τσιμπουκλή κ.α.

Η κατάληξη -δόρος προσδίδει θα λέγαμε έναν ιταλικό αέρα και νότες από την Αιώνια Πόλη, Fontana di Trevi κτλ. Η κατάληξη -δόρος όπως και οι περισσότερες αν όχι όλες άλλωστε οι λέξεις με την ίδια κατάληξη μας έμειναν μεταπολεμικά (αβανταδόρος, τορναδόρος, πιτσαδόρος κ.α).

Mεταφορικά: Late ενενήνταζ λέξη που πολλοί συνσλαγκιστές γεννημένοι την δεκαετία του '80 ίσως την θυμούνται με νοσταλγία από τα σχολικά τους χρόνια.
Χρησιμοποιούνταν συνήθως μειωτικά για τον γκέι ή τον και καλά γκέι της τάξης.

- Ρε μαλάκα μ'όλους τους γκέι της τάξης κάνεις παρέα;
- Ποιούς ρε μαλάκα; Με τον Στέφανο ήμουν στο γηπεδάκι.
- Ποιόν Στέφανο ρε μαλάκα; Τον μεγαλύτερο πιπαδόρο του ΤΕΕ; Ντροπή σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός κυριολεκτικά και μεταφορικά, η μαλακία δηλαδή. Είναι καλιαρντή λέξη αλλά έχει διαδοθεί πολύ, κυρίως ως αυτός που διαπράττει το ψωλοβρόντι, που αποκαλείται ψωλοβρόντης (σπεκ στον σύσσλανγκο που διείδε την καλιαρντή προέλευση της λέξης). Πρόκειται βέβαια για πολύ ποιητική λέξη, που δηλώνει έναν έντονο θορυβώδη αυνανισμό, όπου ο μαλάκας βροντάει την πούτσα του προκαλώντας μετεωρολογικά φαινόμενα λες και είναι ένας Δίας που δεν γαμιέται αλλά μαλακίζεται.

1. Όλα έδειχναν ότι ο Μάκης έδινε ένα αναπάντεχα ασυνήθιστο και καυλωτικό θέαμα στον απέναντι. Και ο απέναντι με την σειρά του παραμένοντας εκεί, στην σχισμή της κουρτίνας, ακίνητος, να κρυφοκοιτάζει, καύλωνε όλο και πιο πολύ τον Μάκη που το πρωινό του «ψωλοβρόντι» γινόταν θέαμα σ’ έναν άντρα. Έτσι ο Μάκης δεν ήθελε και πολύ ακόμη για να αδειάσει το ψωλόχυμά του απ’ τ’ αρχίδια του. Αρχίζει να χύνει πάνω του σαν τρελός με τα πόδια του τεντωμένα και ανοιχτά. Ο απέναντι τα είδε όλα! Και μεταφορικά και κυριολεκτικά! Αλλά και ο Μάκης έριχνε κλεφτές ματιές απέναντι. Μετά και τις τελευταίες χυσιές, ο Μάκης αφήνει την ψωλάρα του να αράξει στα χύσια της και ανάβει τσιγάρο κρατώντας το με το χέρι της μαλακίας, ενώ το άλλο το έβαλε πίσω απ’ το κεφάλι του για να χαλαρώσει. Τότε βλέπει να φεύγει ο απέναντι απ’ το σημείο και η κουρτίνα να επιστρέφει στη θέση της.

2.Εδώ: Και μια και το τελευταίο είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί και στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει πολιτειακό θέμα χωρίς ντροπές και σούξου μούξου, ο Τσίπρας, ο Αλαβάνος, ο Δημήτρης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος ή όποιος άλλος μπορεί να πληροφορήσει τον κόσμο τι πολίτευμα γουστάρει το κόμμα και τι μέθοδο σκοπεύει να ακολουθήσει για να το πετύχει; Αν ό,τι ακούγεται ανήκει στην κατηγορία «εορταστικό ψωλοβρόντι», καλή διασκέδαση και κρίμα για τους ανθρώπους που το πληρώνουν. Αν όμως όχι, υπάρχει το Σύνταγμα.

3.ΨΩΛΟΒΡΟΝΤΙ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ ΠΕΡΑ!!!!! (Από το ksipnistere).

4.Εδώ: Τις πταίει τελικά για την κατάσταση των νέων; Η χαλαρότητα των ΑΕΙ/ΤΕΙ που τελειώνεις όποτε θέλεις; Ο επαρχιωτισμός των γονιών; Η έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού; Οι καραγκιόζηδες που μπαίνουν επαρχία για να γαμήσουν και οι βλαχούλες που μπαίνουν Αθήνα για να γαμηθούν; Το ψωλοβρόντι που ονομάζεται κατ' ευφημισμόν «φοιτητική ζωή»; Τα τραπεζάκια της ΔΑΠ και η ΕΑΑΚ; Λίγο απ' όλα;

Μυδασίστ: Cunning Linguist. (από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η πεολειχία, το τσιμπούκι, η πίπα. Εκ του ταμπάκου, που παραπέμπει σε τσιμπούκι/ πίπα, και, -τείνω να συμφωνήσω εδώ με τον σύσσλανγκο Αίαντα που διορθώνει τον Ηλία Πετρόπουλο-, του γαλλικού pompe, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, αντλία, τρόμπα (βλ. και πομπίνο-φραπέ για περαιτέρω ανάλυση). Ο Πετρόπουλος πιθανολογεί ετυμολογία από το γαλλικό bonbon (=γλυκό ζαχαρωτό) ή από το ponpon (=φούντα) νομίζω όμως ότι οι ετυμολογήσεις αυτές είναι πίπες και ότι έχει δίκιο ο Αίαντας.

Του άβελα πομποτάμπακο και με φλόκαρε στο χάος ο κατές και με λάτσεψε τα μπουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγιωτατισμός του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου διά να δηλώσει καταπιόλαν την πουτσοστραγγίχτραν ήτοι Σβετλάναν την Χυσοκαταπίνοβαν, άλλως ειπείν την ερωμένην ήτις καταπίνει σύνολον το ερωτικόν γλεύκος του εραστού της μέχρι τελευταίας ρανίδος. (Το ίδιον ισχύει και για ερώμενον- κόρην). Ο όρος φαίνεται ότι υπάρχει και στη ζωολογία για να δηλώσει ζώα που τρέφονται με καρπούς και σπόρους/ σπέρματα. Μάλιστα δεν πρόκειται για καθαρευουσιανισμό αλλά για γνήσιο αρχαϊσμό, αφού τα σπερματοφάγος και σπερμοφάγος τα συναντούμε λ.χ. στον Σέξτον Εμπειρικόν, τον Διόδωρον, ακόμη και στον εκκλησιαστικό Πατέρα Γρηγόριον Νύσσης. Πάντως η απόδοση της συγκεκριμένης σεξουαλικής σημασίας σε μια αρχαία λέξη από τον χώρο της Βιολογίας ανήκει στον Ανδρέαν Εμπειρίκον (ενώ γουγλίζεται ακόμη μία φορά με το ίδιο σημαινόμενο).

  1. Ἡ φιλήδονος κυρία δὲν ἄφησε νὰ τῆς διαφύγηι οὔτε μία σταγὼν ἀπὀ τὴν λιπαρὰν κρέμαν ποὐ ἤντλησεν ἀπὸ τὴν χονδρὴν ψωλήν. Ἐν μέσωι γλυκύτατων ποππυσμῶν καὶ πλαταγισμῶν τῶν χειλέων της, ἡ ὡραία λαίδη κατέπιε με λαιμαργίαν μέχρι καὶ τῆς τελευταίας σταγόνος τὴν πλούσιαν προσφορὰν τοῦ Ἀνδρέου. Οὗσα ὅμως ἐξαιρετικὰ λάγνος καὶ μάλιστα ὄχι μόνον ἔνθερμος φίλη τῆς ψωλῆς ἀλλὰ καὶ ἐξ ἴσου θερμὴ σπερματοφάγος, δὲν ἀπέσυρε τὰ χείλη της ἀπὸ τὴν δονουμένην εἰσέτι εἰς τὸ στόμα της ὑπερεξωγκωμένην πούτσαν. Ἦτο φανερὸν ὅτι ἤθελεν νὰ τὴν ἐξαναγκάσηι νὰ τῆς δώσηι έν συνεχείαι καὶ ἄλλον ψωλοχυμόν, καὶ ἐξηκολούθησε καὶ μετὰ τὴν πλήρη κατάποσίν τῆς πρώτης δόσεως τὴν τρυφερὰν πεολειχίαν. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 7, σ. 101-102, σημειωτέον ότι ο πρωταγωνιστής της σκηνής Ανδρέας Σπερχής είναι το alter ego του ποιητού).

2. εκτος απο σπερματοφαγος ειναι και κοπρολαγνος ο γιωτομορτης τυπε;

επιστημονική ορολογία (από Rebelais, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified