Selected tags

Further tags

Είναι το αντίθετο της καύλας. Η απομακρύνουσα την ερωτική διάθεση.

- Να μην μιλήσω για αυτή την ξεκαυλωτήρα τη Μερκελ!
(Κυρ Βασίλης (κυρ bill) από Πάτρα στην «Ελληνοφρένεια»)

Από το 1.10 τα κορυφαία. (από Khan, 13/12/11)Η αντίθετη άποψη. (από Khan, 13/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η νταρντάνα (βλ. λήμμα για ετυμολογία), δηλαδή η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, (μάλλον σέξι, αν και τα γούστα ποικίλλουν), σύμφωνα άλλωστε με την γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -μούνα / -μουνο, που χρησιμοποιείται συνηθέστατα για να περιγράψει γυναικότυπους σωματικούς και χαρακτηριολογικούς.

  1. Στην πρωτη φωτο εχουμε μια νταρντανομουνα μελαχρινη. Παιδια η τύπισσα ανετα επαιζε το ρολο της Αφεντρας. Αν και λιγο γεματουλα και με λιγο μεγαλο κωλο ειχε ενα εντελως τσαμπουκαλαμενο βλεμμα και attitude. Αφηστε που ειχε και ενα μαυρο ματι που σκοτωνε και ηταν ντυμενη στα μαυρα. (Εδώ).

  2. ειχα περασει τις προαλες ενα πρωι ψαχνοντας μια εταιρεια ανταλλακτικων και τσεκαρα πρωινη μια νταρντανομουνα βραζιλιανα ..οποτε ειπα σημερα να κοψω κινηση.. (Εδώ).

  3. Η νταρντανομουνα εχει ιδιαιτερη αδυναμια στα γουνινα, κροκοδειλε, λεοπαρδαλε, ζεπρε, τιγρε, ή αλλο animal print και συνδυασμους των πιο πανω. (Εδώ).

  4. Για τον Mad King που του αρεσουν τα νταρντανομουνα... Καλο πινελο φιλε (Εδώ).

(από Khan, 12/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από τον αυνανισμό, που έχει ως αποτέλεσμα να λερώνεται το εσώρουχο αυτού / αυτής που ερεθίζεται ή αυνανίζεται. Στην πράξη, όταν κάποιος «λερώνεται» τότε αφενός μεν έχει ερεθιστεί όταν τον προσεγγίζει μια αιθέρια ύπαρξη του αντίθετου φύλου, αφετέρου δεν έρχεται σε οργασμό εκείνη τη στιγμή, προφανώς διότι βρίσκεται μέσα σε κόσμο. Χρησιμοποιείται και ως μεταφορική έννοια, σε καταστάσεις μερικής ή ολικής καύλας.

  1. - Κοίτα λίγο αριστερά αυτές τις δύο με τα κόκκινα μαγιώ που παίζουνε ρακέτες.
    - Πωωωω, τι τούμπανα είναι αυτά ρε μαλάκα; Άσε, τι μου τις έδειξες; Λερωθήκαμε πάλι!

  2. - Και που λες, είχανε βγει για καφέ και φυσικά σε κάποια φάση τον ρωτάει τι δουλειά κάνει.
    - Και τι της είπε;
    - Ε ξέρεις, τα γνωστά. Ότι έχει δύο ξενοδοχεία κι ένα νυχτερινό club κι ότι το φυσάει το χρήμα. Ε με το που της το λέει, αμέσως λερώθηκε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικό μπινελίκι για ξέκωλα και ξεκωλιάρηδες, πουτανίτσες, μαλακισμένα, κωλοτρυπίδια, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και με την έννοια του κωλόφαρδου (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Βλ. και την ειδική συνομοταξία του παρθενοξεκωλιδίου.

- Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
(HODJAS, στο λήμμα ξεμπούρδελο)

- Δεν κανει λεει για τραγουδιστρια....Ενω για ηθοποιια κανεις ε;; Ποσο παει η βιζιτα; Εισαι ακριβη εχω μαθει.....ξεκωλιδι ...
(εδώ)

- Τι ξεκωλίδι είναι ο γαύρος στις κληρώσεις...
(εκεί)

Τον πλάκωσε στα ξεκωλίδια... (από allivegp, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο που χρησιμοποιεί την ευστροφία του Αϊνστάιν για να δηλώσει αντίστοιχες ικανότητες στο σεξ για τους άνδρες (κάτω κεφάλιο).

Αναφέρεται συνήθως σε άρρενες καταγόμενους από αφρικανικές χώρες, αλλά και για Ρώσους τ. Ρασπούτιν.

- Αχ τι μανάρι είναι αυτός ο δικός σου! Πρέπει να είναι θεός στο κρεβάτι!
- Και λίγα λες. Ο Αϊνστάιν του κάτω κεφαλιού!

(από Khan, 05/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο συχνή σήμερα έννοιά της είναι άτομο που συμμετέχει σε «παρτούζα», «παρτουζιάρης» (βλέπε εδώ).

- Ουτε 5 ευρω δεν μπορω να του δωσω για να νοικιασει μια τσοντα της προκοπης...ενα γκανγκ μπανγκ, ενα οργιο, εστω και μια διπλη κολπικη ..
(εδώ)

(από Khan, 05/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργεί ως επιφώνημα, και εκφράζει έκπληξη ή απογοήτευση, ή θυμό, ή, ή, ή... Ο τονισμός κατά την εκφορά ποικίλλει και εξαρτάται απ' το νόημα.

Εκτοξεύεται ως απειλή κατά παντός υπευθύνου ή συμπληρώνεται με εξ ίσου ασαφείς διασαφηνίσεις όπως «να γαμήσω κάναν κώλο παιδικόνε» ή ό,τι εμπνευστεί ο μπινελικωτής επιτόπου. Αν και μάλλον η έννοια αλλοιώνεται με τα συμπληρώματα διαστροφής.

Συγγενή και τα μη γαμήσω, α να σε γαμήσω..., να σου γαμήσω, το ουγκχ (σε μη μπινελίκι), αλλά πλήρως άσχετο το ποιον πρέπει να γαμήσω.

  1. (στο ποδήλατο, βλέπει το πορτοκαλί να γίνεται κόκκινο, γαμιέται για να προλάβει να μην τον πατήσουνε και λέει:)
    - Να γαμήσωωωωω....

  2. (στο ποδήλατο, βλέπει το λεωφορείο να πλησιάζει επικίνδυνα και λέει:)
    - Να γαμήσωωωωω....

  3. (ξυπνάει στο φορείο και λέει ζαλισμένος)
    - Πώ να γαμήσω...

  4. - Και για λέγε ρε συ, σου αρέσουν οι Pain of Salvation;
    - Μόνο το one hour by the concrete lake.
    - Ασταδγιάλα ρε πρωτοδισκάκια.
    - Μα αυτός είναι ο δεύτερος...
    - Ού να γαμήσω...

  5. Ανακοινώνονται τα νούμερα του λόττο και έχει πιάσει τα διπλανά:
    - Να γαμήσω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «κωλοβαράω», αλλά επί το εμφατικότερον.

Περνάω την ώρα μου χαζολογώντας, επιδίδομαι στο ευγενές άθλημα του αυνανισμού, μεταφορικώς βεβαίως και ουχί κυριολεκτικώς.

Συνώνυμα: κωλοβαράω, πουτσοβαράω

Αντί να ψωλοκοπανάτε όλη μέρα εδώ μέσα, δε σηκώνεστε να κάνετε καμιά δουλειά λέω γω; Μου 'χει φύγει ο τάκος απ' το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την κλασική πράξη που όλα τα... βαριά αρσενικά ξέρουν και μοιράζουν σε όλα τα αρσενικά (πούτσα έφαγες κλπ) και ενίοτε σε πρόστυχα θηλυκά.

Απλά περιγράφεται η κατάσταση του πέους όταν δεν βρίσκεται πλέον σε στύση και μοιάζει με... καρότο!

- Πω πωωω.... τι γκομενάκι τρελό είναι αυτό ρε;!
- Κλείδωμα σε ένα δωμάτιο και μετά πούτσα και καρότο!

(από joe909, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified