Γκέι, ομοφυλόφιλος.

- Ρε συ Μαρία, τι σου λέει ο Αντώνης, έχει αρχίσει να μ' αρέσει...
- Α! Άσ' τον αυτόν, το γύρισε... Μπομπ Σφουγκαράκης σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε στο μπάρμπα να ανοίξει τη βάνα για να τρέξει το νερό.
Μπορεί να υπάρχει σχέση με γνωστή ηθοποιό.

- Νικολάκη, έτοιμο το ντεπόζιτο αγορίνα μου;
- Ναι... σε μισό... έλα γαμώτη μου, σφίξε κολορακόρ... ναιαιαι... έλαααα... Οκ, έτοιμος. Για άνοιξε τώρα τη βάνα μπάρμπα!

(από prasas, 14/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σουβλάκια των καταστημάτων «πίτα του παππού» ξεχωρίζουν για το μεγάλο μήκος και για το γενικότερα μεγάλο μέγεθος τους και λειτουργούν ως προσομοιωτές μεγάλου πέους.

Η σημασία της πίτας του παππού που δίνεται εδώ, αφορά τη θεώρηση και την αντίληψη ενός ψωλοπερήφανου λεβεντόγερου, ενός λεβεντομαλάκα μεσήλικα, ενός πουρεϊτζερ που βρίσκεται στην αρχή του τέλους της σεξουαλικής άνθησης του για το εργαλείο του.

Επειδή τον τρώνε οι ανασφάλειες, ψάχνει ολοένα για επιβεβαίωση της πίτας του. Ακούει κάποιους να του λένε «άσπρα μαλλιά στην κεφαλή κακά μαντάτα στην ψωλή». Τους απαντά: «μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι»… Ωστόσο δεν ησυχάζει. Παρόλο που έχει καβατζάρει εδώ και χρόνια τα πενήντα, όταν ακούει το τραγούδι του Ζαμπέτα, ο «πενηντάρης» φτιάχνεται. Σκέφτεται, πως ο πενηντάρης στην εποχή του Ζαμπέτα, αντιστοιχεί σε έναν εξηνταπεντάρη ++ της σημερινής εποχής. Θέμα χουπουα βλέπεις. Ακούει το τραγούδι του Μπουγά, «Έλα στον παππού» και λέει μέσα του: «Περνάει ακόμα η μπογιά μου. Δεν ξόφλησα.».

Πάει καμιά μπαρότσαρκα για να μπανίσει κανα κόμματο και να προσφέρει την πίτα του σερβιρισμένη με παππουτσοθήκη βεβαίως βεβαίως. Πίτα που κάποτε ήταν ανάρπαστη αλλά… γήρας ουκ έρχεται... μόνον κι ο ανταγωνισμός από νέους και ωραίους στους πουτσομεζέδες καλά κρατεί. Όπου δει λοιπόν πιπίνι, φτιάχνεται. Πετάει «ωχ τα πόδια…», ωστόσο πολλές φορές το καμάκι του, αντί να πιάσει το πιπίνι, πιάνει μια κρύα χυλόπιτα, όταν η τύπισσα, αφού τον σκανάρει, τον αποκαλέσει απαξιωτικά γερομπισμπίκη και ραμολί. Τότε αυτός μένει με τα παντελονόψαρα και την πίτα του παππού ανα χείρας.

Ντάλα μεσημέρι, μεσήλικας βρίσκεται έξω από ένα κατάστημα «πίτα του παππού» και μπανίζει τους κόμματους που διέρχονται από τον πολυσύχναστο δρόμο
-Ε δεσποινίς πεινάτε; Να κεράσει ο παππούς… λαχταριστή ζεστή ζεστή πίτα του παππού; (Υπονοώντας το εργαλείο του, έχοντας όμως ως δικλείδα ασφαλείας το σουβλάκι. Ξεχνά όμως μια λεπτομέρεια.).
-Α ρε φίλε… κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια… και σε μένα και σε άλλες. Γερνάμε και ξεχνάμε, ε;

Ακολουθούν τα δύο τραγούδια, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω:

Έλα στον παππού

Έλα στον παππού
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού Έλα στον παππού, μωρό μου
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού Για να περάσω όμορφα
στα χρόνια τα επόμενα
για χάρη σου, μπεμπέκα μου
αφήνω τη γυναίκα μου Έλα στον παππού
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού... Μαζί μου θα περνάς καλά
δε θα σου λείπει τίποτα
θα 'χεις λεφτά κι άλλα πολλά
φτάνει να σ' έχω αγκαλιά Έλα στον παππού... Εκτέλεση: Τάσος Μπουγάς

Ο πενηντάρης

Όταν έφτανες πενήντα
την παλιά την εποχή
Σου φώναζαν όλοι γέρο άντε και καλή ψυχή
Τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί
Έχεις πείρα στην αγάπη έχεις τέχνη στο φιλί

Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης, κι είναι ωραίος σαν εραστής

Όταν έπιανες τα πενήντα μια φορά κι ένα καιρό
Ήθελες δυο νοσοκόμες κι ένα μόνιμο γιατρό
Τώρα όμως στα πενήντα καλοστέκεις μια χαρά
Και για χάρη σου οι γυναίκες σε περιμένουν στην ουρά

Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης, κι είναι ωραίος σαν εραστής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ζαμπέτας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτή η φράση λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι πούστης.

Εμπνεύστηκε από την πετυχημένη σειρά πρίζον μπρέικ, όπου, στην φόξ ρίβερ, τα αγοράκια που γαμούσε ο τι-μπαγκ του έπιαναν την τσέπη.

- Τους βλέπεις αυτούς τους δυο εκεί;
- Ναι ρε μαλάκα και έχω φρίξει με τον ξανθό!
- Του κρατάει την τσεπούλα από ό,τι φαίνεται...
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάσκα ομορφιάς, είναι ένα καλλυντικό κατάλληλο για την περιποίηση του δέρματος, ειδικό για το πρόσωπο, για τον λαιμό, για τα μαλλιά, κλπ.

Διάφορες μάσκες φαίνονται εδώ, εδώ, εδώ. Εδώ όμως λέμε να πρωτοτυπήσουμε λίγο, ξεφεύγοντας απ΄τα συνηθισμένα μονοπάτια.

Βλέπουμε εδώ πώς κοπέλα κάποιων Μαϊων παρουσιάζεται στον πλαστικό της χειρουργό για ένα ρουτινιάρικο μπότοξ ρωτώντας τον:

- Γιατρέ, είναι αλήθεια πως το αντρικό σπέρμα κάνει καλό στο δέρμα;
- Τι να σας πω! Γενικά μιλώντας, η άποψη αυτή έχει μια βάση! Ως εμπεριέχον βιταμίνες, ένζυμα και αλκαλικές ενώσεις, ενδεχομένως …αλλά γιατί ρωτάτε;
- Να, έχω τέσσερα αδέρφια …ψωλοκοπάνες! Τουλάχιστον, να μ’ το φυλάνε για να κάνω μάσκες ομορφιάς!

Τα τέσσερα αδέρφια λοιπόν, στο όνομα της αδερφικής αγάπης, καλούνται, να δώσουν το ανεκμετάλλευτο φραπέ τους, στην αδελφή τους, προκειμένου αυτή να γίνει όμορφη και να δει χαρά στα σκέλια της.

Η προτεινόμενη μάσκα ομορφιάς, λοιπόν, αφορά την επάλειψη του προσώπου κάποιας με σπερμικό υγρό, ώστε το πρόσωπό της να πάρει όλα τα αναζωογονητικά στοιχεία του σπέρματος. Το σπέρμα μπορεί να δώσει ζωή, την ομορφιά δεν θα δώσει;Λέμε τώρα!

Αναφέρει σχετικά ο φίλος slangproof (σχετικά με τη διαχείριση του σπερμικού υγρού κατά το φλοκοπόταμο), στο λήμμα φλοκοπόταμος πως: ....θα τον βγάλει από το στόμα της (τον μπαργαλάτσο ντε), και θα δεχτεί μία εξαιρετική μάσκα ομορφιάς στα μαλλιά, στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο πηγούνι και στα μάτια....

- Μου 'λεγε η Σούζυ, στα γενέθλιά της, πως στενοχωριόταν που έβλεπε το πρόσωπό της να σπάει με τον χρόνο. Δεν είπα τίποτε. Όταν βρεθήκαμε στο κρεβάτι, της αμόλησα, ένα ωκεανό λάβας στη μάπα. Μιλάμε για τα... χυσομαπίδια. Είχα μια βδομάδα, να χύσω οπότε έβγαλα τον... φλοκοπόταμο. Της λέω, αυτό είναι το δώρο των γενεθλίων σου. Μια μοναδική μάσκα ομορφιάς. Δεν με πίστευε και με φώναζε σπάγγο. Παρόλα αυτά, την έφτιαξε τη μάσκα. Την επόμενη μέρα είχε ένα πρόσωπο... τι να λέμε.
- Μπράβο ρε πλαστικέ χειρούργε.
- Ασ' τα... μαλακία έκανα. Της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος ελληνικής ταινίας, με Κωνσταντάρα και Αρώνη. Μιλάμε για σεξουαλική δραστηριότητα οποιασδήποτε μορφής και ανεξαρτήτως ηλικίας, με ή χωρίς παρτενέρ, εντός ή και εκτός φραπενείου. Κυρίως για φάσεις κοινογαμίας (κυνογαμίας), πάρτυ με ούζα, πάρτι με Uzi, παρτούζας ντε!

Πηγή: Γκατσάνδρας.

  1. - Πώς ήταν η τσόντα που σου δάνεισα χτες;
    - Τα συνηθισμένα: Τρία-τέσσερα one on one για αρχή, ένα λεσβιακό, ένα δικάβαλο, και στο τέλος έγινε το μικροί μεγάλοι εν δράσει!

  2. - Μπαμπά, μπαμπά, γιατί εσύ είσαι μαύρος, η μαμά άσπρη κι εγώ κινέζος;
    - Στο μικροί μεγάλοι εν δράσει που κάναμε νά 'σαι χαρούμενος που δεν γαυγίζεις κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα όφωνο αλλιώτικο απ' τ' άλλα. Με αυτό, ορισμένες αξιέπαινες κυρίες που ζουν ανάμεσά μας, δίνουν κανονικά ρεσιτάλ. Ο λυτρωτικός και καθαρτικός χαρακτήρας μιας υψηλής τέχνης απαιτήσεων.

Το πέτσινο μικρόφωνο θέλει να το πονάς, θέλει να το ματώνεις. Η επιτυχία στο άθλημα επ' ουδενί πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απαιτείται μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο, στοχοπροσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Πάνω απ' όλα πρέπει να το αγαπάς το άθλημα. Όχι «πιάσαμε όλοι από 'να μαρκούτσι και την είδαμε τραγουδιστές». Όχι αγάπη μου, δεν είναι τόσο απλό.

Όροι επομένως όπως πέτσινο μικρόφωνο, κλαρίνο ή βουκολική φλογέρα, υπογραμμίζουν τον εξόχως συναγωνιστικό χαρακτήρα της εν λόγω αγαθοεργού και θεαρέστου πρακτικής. Δεν είμαστε όλες ίσα κι όμοια, πώς να το κάνουμε. Άλλες το 'χουν, άλλες δεν το 'χουν. Όπως σημειώνω και στα παραδείγματα εδώ, η πεολειχία ελάχιστα απέχει από την αναγόρευσή της ως επισήμου ολυμπιακού αθλήματος. Τα όργια (διαγωνισμοί τσιμπουκιού) που έκαναν οι αγγλίδες σε θέρετρα όπως Φαληράκι Ρόδου, Λαγανάς Ζακύνθου, Κάβος Κερκύρας κ.ο.κ., δεν σοκάρουν όπως παλιά την ελληνική καθημερινότητα.

Και μια τελευταία βελτσιά, έτσι να μην ξεχνιόμαστε: οι πεολειχιάστρες αποτελούν τους σύγχρονους συνεχιστές μιας μακράς και αγλαούς προφορικής παράδοσης, εκπρόσωποι μιας αειθαλούς κουλτούρας προφορικότητας. Παράδοση που ξεκινά απ' τον Όμηρα, τους ραπ-σωδούς και τους αοιδούς, την αρχαϊκή ποίησις της Σαπφούς και του Αλκμάνα, συνεχίζεται εν τη Ρωμανία με τον Διγενή Ακρίτα και τα λοιπά άσματα του ακριτικού κύκλου, περνάει κι απ' τα Δημοτικά Τραγούδια. Με τις υγείες σας.

- Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που σου έχουν πει για τον κώλο σου;
- Πολλά έχουν πει: «Ποπο κωλάρα!», «Τι κωλάρα είν' αυτή!», «Να σε σκίσω!» κλπ. Δεν μ' αρέσουν όμως αυτές οι ατάκες...
- Τραγουδάς στο μπάνιο σου;
- Όχι, δε μ' αρέσει.
- Έχεις τραγουδήσει ποτέ στη ζωή σου με πέτσινο μικρόφωνο;
- Τι εννοείς; (σ.σ.: γέλια) Σα δε ντρέπεσαι!

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη μιας κάποιας κιουρίας Μάρσιας Αλεξάνδρου, η οποία φωτογραφίζεται με αδαμιαία περιβολή στο MAXIM Δεκεμβρίου (αυτό με τη Σάσα Μπάστα). Όποιον ενδιαφέρει, ας ρίξει μια ματιά εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά παλαιάς κοπής (ογδόνταζ), παπαριά ολκής, που όμως ειπώθηκε πολύ. Υποτίθεται ότι παπί = παπί, η υπονοούμενη εξίσωση όμως είναι παπί = καυλί.

Από τη ομότιτλη πιπίτσα του Ρακιντζή, βλ. μήδι.

- Ακαλά, είσαι φουλ καψούρα εσύ! Πώς τα κατάφερε το πρόσωπο και σε έριξε έτσι;
- Ε, στο πάρτυ της Φρόσως, εκεί στο άσχετο, τον ακούω να μου λέει «έλα τώρα, κάτσε στο παπί μου» -και πέθανα, αυτό ήταν.
- ...

(από ironick, 18/02/11)(από Khan, 15/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός που χρησιμοποιούν Καθολικοί για να αιτιολογήσουν περιστασιακούς «ανεξήγητους» θανάτους στα σκληροπυρηνικά μοναστήρια τους.

Τα θύματα της μοναστηριακής αλλεργίας είναι άτομα τα οποία είτε πάσχουν από κάποιο θανατηφόρο αφροδίσιο νόσημα, είτε είναι χρήστες ναρκωτικών και καταφεύγουν στο μοναστήρι για να αποφύγουν την κατακραυγή της θρησκόληπτης Καθολικής κοινωνίας. Όταν τελικά αποβιώσουν, τα αίτια θανάτου προσδιορίζονται ως μοναστηριακή αλλεργία, καθώς είναι αδύνατον τέτοιες αμαρτωλές και κολάσιμες συμπεριφορές να συνδέονται με το όνομα του Κυρίου.

- Fabio, θυμάσαι την Laura;
- Φυσικά Giuseppe. Είχαμε επιδοθεί με πάθος και πολλές φορές στην αμαρτωλή πράξη, πριν φύγει για να μονάσει στην Santa Croce.
- Λυπάμαι που στο λέω φίλε, άλλα έμαθα ότι πέθανε από μοναστηριακή αλλεργία, οπότε, για καλό και για κακό, πήγαινε να κάνεις εξετάσεις για αφροδίσια.
- Oh, merda!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι παλιά αποκαλούσαμε το πορνό και έχει τις ρίζες του στην ομώνυμη σειρά της ΕΡΤ, στα 70s-80s. Ήταν συνήθως η απάντηση στο «ωχ τσόντες βλέπετε ρε

- Ωχ! Ρε καθίκια τσόντες βλέπετε στο pc της δουλειάς;
- Έλα ρε σιγά, εκπαιδευτική τηλεόραση.

(από gizaha, 11/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified