Selected tags

Further tags

Η σκατοσακούλα είναι η θήκη στην οποία αποθηκεύουμε σκατά, προκειμένου να τα πετάξουμε όλα μαζί στα μούτρα κάποιου σε στιγμές έντασης και αντιπαράθεσης μαζί του.

  1. - Θα σε πάρει ο Σάλιας να σου πετάξει την σκατοσακούλα από το τηλέφωνο με αυτά που λες...

  2. - Όποτε σε πετύχω στον δρόμο θα τρως την σκατοσακούλα.

O James Caan ως Santino Corleone στον "Νονό" (από allivegp, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ξιταφάω-ξιταφώ σημαίνει αναδίδω μια εξαιρετικά διαπεραστική δυσωδία, ως από στάβλου.

Χαρακτηριστικός τύπος που ξιταφούσε μονίμως, ήταν (είναι;) ο Μήτρος από το Φ'λί (Φελλίον) Γρεβενών, που πριν από 30 χρόνια ερχόταν τα απογεύματα με μια μπάλα παραμάσχαλα στο γήπεδο του Πυρσού Γρεβενών και τραβούσε τσουκίδες σε κενό τέρμα, πανηγυρίζοντας έξαλλα κατόπιν για τα τέρματα που πετύχαινε.

Αν και βρισκόταν τότε στα 30 φεύγα, αναζητούσε (ως άλλος Βέρθερος) να παίξει μπάλα μαζί με τη μαρίδα, μόνο που δεν το πετύχαινε ποτέ, γιατί κανένας δεν του είχε μιλήσει ποτέ για το Ρεξόνα, και η πιτσιρικαρία ήταν αδυσώπητη στο ποιον αποδεχόταν σαν μέλος της και ποιον απέρριπτε.

Συνώνυμα: ζέχνω, ζωοκοπώ, βρωμώ

— Σε πήρε η μπόχα; Τι είναι αυτό που ξιταφάει; Μήπως ήρθε...
— Ι Μήτρους απ' το Φ'λί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της μεγάλης οικογένειας των ξυνωειδών εκφράσεων.

Αναφέρεται στο σκατό το οποίο ως υποκείμενο ξύνει το αντικείμενο «σώβρακο».

Έχει δηλαδή διανύσει όλην τη διαδρομή του πεπτικού συστήματος από το στόμα, τον οισοφάγο, το στομάχι, το λεπτό και το παχύ έντερο και τον πρωκτό και έχει ξεμυτίσει σε βαθμό που το βαμβακερό εσώρουχο είναι το τελευταίο εμπόδιο πριν τα ... «εγκαίνια».

Έχει περιέλθει πλέον σε κατάσταση κατά την οποία ο σφιγκτήρας μόλις και μετά βίας το αιχμαλωτίζει στο κορμί που το γέννησε. Είναι πλέον η ώρα της απελευθέρωσης.

Εναλλακτικά: προλαβαίνω δεν προλαβαίνω, εμένα να με συγχωρείτε αλλά έχω ένα επείγον ραντεβού, μήπως είδε κανένας τον Μήτσο; Μα πού εξαφανίστηκε;...

Πριν το λεωφορείο:
- Άντε ρε μαλάκα ντύσου, θα χάσουμε το λεωφορείο.
- Φιλαράκι, αδύνατον ούτως ή άλλως να το προλάβουμε. Θα χρειαστώ κανένα τεταρτάκι. Ξύνει σώβρακο!

Πάνω στο λεωφορείο:
- Πού κατεβαίνεις ρε μαλάκα, το σπίτι σου είναι 50χλμ από εδώ.
- Αδύνατον να περιμένω, ξύνει σώβρακο. Σου βρίσκεται κανένα χαρτομάντηλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μυρουδιά που εκπέμπουν τα δίχρονα μηχανάκια όταν λειτουργούν. Για την ακρίβεια είναι η μυρουδιά καμένου λαδιού μίξης μαζί με βενζίνη, που σε πνίγει μόλις πλησιάσεις κάποια παλιά βέσπα, κάποιο ξερό ή οτιδήποτε δίχρονο τέλος πάντων! Να αναφέρω πως είναι άκρως τοξικοί καπνοί, οπότε δεν είναι καλή ιδέα να κάθεστε πίσω από ένα δίχρονο μηχανάκι για πολύ ώρα. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν στην αγορά λάδια μίξης τα οποία όταν καούν μυρίζουν... φράουλα(!) και άλλα τέτοια χαριτωμένα!

  1. - Πήρα ένα σκουτεράκι!
    - Τέλερε; Εκείνο το δίχρονο;
    - Ναι. Η μαλακία όμως είναι πως ο συνεπιβάτης βρομάει διχρονίλα από την εξάτμιση που είναι ψηλά...

  2. - Άκου ήχο που κάνει! (ακολουθεί έντονο μαρσάρισμα δίχρονου)
    - ΓΚΑΧΑ ΓΚΟΥΧΑ! ΓΚΟΥΧ ΓΚΟΥΧΟΥ! Κλείσ' την τήν παπαριά!!! Θα πεθάνουμε από τη διχρονίλα!
    - Ουστ φλώρε! Υamaha Z ρεεεεεε!

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκατό - η κουράδα.

Καλά έβγαλα κάτι σκολούναρους σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μούτι είναι αρβανίτικη και σημαίνει σκατά (κακά εις την παιδική).

Τα έκανες μούτι ή, όπως έλεγε ένας θείος μου, θα φας μούτι.

Ornella, η αγαπημένη των κοπρολάγνων? (από Vrastaman, 28/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον πίνω / τον ήπια (κανονικά): Έκφραση που, αν και παραπέμπει σε προστυχιά, τις περισσότερες λέγεται για περιπτώσεις παταγώδους αποτυχίας ή μεγάλης ζημιάς, νίλας.

Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται η αντωνυμία «τον», αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για σεξουαλικό υπονοούμενο.

Για πιο εμφατική χρήση της έκφρασης χρησιμοποιείται και η λέξη «κανονικά», όπως στο πρώτο παράδειγμα που ακολουθεί.

  1. -Πώς πήγε ο αγώνας μπάσκετ χθες;
    - Τον ήπιαμε κανονικά, οι αντίπαλοι μας γάμησαν στα τρίποντα και εμείς καθόμασταν σαν μαλάκες και το ξύναμε... Ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγγες.

  2. Αφού η εταιρία του τον ήπιε μετά το σκάνδαλο, αποφάσισε να την κλείσει.

Βλ. και την πίνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified