Selected tags

Further tags

Μάζα από πέος. Στην ουσία ο ίδιος ο πούτσος, συνήθως σε στύση, σε μεγάλο μέγεθος.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πλήρωση χώρου από το πέος και κάποιες φορές συμπεριλαμβάνει και τους όρχεις μαζί.

  1. - Ρε μαλάκα τί μουνάρα είναι τούτη;
    - Άστα ρε φίλε! Κάθε μέρα στη δουλειά με το που την εβλέπω μ' αυτά τα ξέκωλα τα ρούχα, γεμίζει το βρακί μου πουτσοκρέας!

  2. Επίσης και ως βρωμόλογο την ώρα της σεξουαλικής πράξης: «...αααχ... πουτανάκι μου... θα σου γεμίσω το στόμα με πουτσοκρέας τώρα!!»

Στο 2.28. (από Khan, 28/06/12)

Και κρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτύνω ενώ μιλάω, ραίνω.

Ρε φίλε, μίλα καθαρότερα, μας ψέκασες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίχνη τροχοπέδησης – πλάγιας ολίσθησης στο εσώβρακο απο αδέξια μανούβρα του κώλου (διότι ο φέρων δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να εκτελεί τους απαραίτητους χειρισμούς κάθε στιγμή κλπ-κλπ που λέει κι ο ΚΟΚ).

Αγγλιστί: Skid mark.

- Θα βάλω πλυντήριο με άσπρα, έχεις τίποτα για πλύσιμο;
- Κοίτα στο καλάθι...
- Α, καλά! Αυτό το σώβρακό σου με το κωλοφρενάρισμα στη μέση, θα το βάλω με τα σκούρα. Κοίτα ’δώ, Monza το’ κανε το σώβρακο, να σε χαίρεται η μανούλα σου, λεβέντη μου!
- Δε γαμείς...

κωλο-μπαντιλίκια... (από MXΣ, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς σινεφίλ ορισμός του ρεψίματος. Όπου ο παραγωγός του ρεψίματος, αμέσως μετά το ρέψιμο που εκτελείται με κίνηση της κεφαλής δίκην βρυχηθμού λέοντος, αναφωνεί: ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ!, το οποίον παραπέμπει και στις γνωστές εισαγωγές ταινιών της περί ου ο λόγος εταιρείας με σήμα το λιοντάρι που βρυχάται δις.

Ο ΡΕΨΑΣ: «Κρρρρρρρρ! Ξέρω και τις άλλες τρεις λέξεις! ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ»
Και η ομήγυρις ανταπαντά: «Σκάστε ρε! αρχινάει ο ΡΑΪΑΝ!»

(για τον γερμανό μεταφραστή) (από Galadriel, 28/05/12)

Δες και λάιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που λέει η λέξη. Το φτυάρι με το οποίο απομακρύνουμε τα σκατά. Πρόκειται μάλλον για επαγγελματικό και όχι οικιακό εργαλείο, καθώς απαντάται συνήθως σε χοιροστάσια, βουστάσια και άλλα τέτοιου είδους κουραδοβριθή ιδρύματα.

Σλανγκικώς, η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικώς ως το κατάλληλο μέσον εκδίωξης σκατάδων, σκατών πατημένων, σκατόλουμπων, σκατοπούστηδων, σκατόψυχων, εν ολίγοις τύπων τόσο άθλιων, σιχαντερών και βρομερών, που δεν διανοούμαστε ούτε στιγμή να τους αγγίξουμε με γυμνά χέρια.

Κττμγ πάντως, σλανγκικώς η λέξη σκατόφτυαρο θα ήταν ό,τι πρέπει για να χαρακτηρίσει και τους μπονταίους που κάνουν πόρτα στα ανά την επικράτεια κωλομάγαζα, εκδιώκοντας άμα λάχει βιαίως τους ενοχλητικούς πελάτες. Δεδομένης της ποιότητας τόσο των καταστημάτων και των φυλάκων τους, όσο και των θαμώνων, θα έβρισκε την απόλυτη δικαίωσή του το λαϊκό ρητό ό,τι σκατά και το φτυάρι.

Σε γλυκερό, εφηβικό ανάγνωσμα παλαιότερων εποχών, το εν λόγω εργαλείο αναφέρεται και ως σβουνόφκυαρο, βουκολικό το περιβάλλον γαρ. Αυτή η παράγραφος παρακαλώ να μην υποπέσει στην αντίληψη μουσουλμάνου ιερέα που συχνάζει στο σάη, δεν το 'χει σε τίποτα να βγάλει βρόμα πως έχω διαβάσει Λουντέμη...

Ψάχνοντας στο δίχτυ, έπεσα πάνω σε κάποιον που ισχυρίζεται ότι συνώνυμο του σκατόφτυαρου είναι η λέξη πιγκάλ. Εστί δε πιγκάλ το σετάκι αποπατόσκουπου (ξέρετε, αυτό που ζμπρώχνουμε τα κουραδόσκατα στη λεκάνη) και της βάσης εναπόθεσής του (που μαζεύει το σκατοζούμι).

Δεν ξέρω κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αγνώστου σέρφερ είναι βάσιμοι, αλλά κατόπιν αυτής της συγκλονιστικής ανακάλυψης εγκαταλείπω το σάιτ και μεταβαίνω εις Παρισίους για μετεκπαίδευση. Οι τυχόν ενδιαφερόμενοι θα με εντοπίσουν πέριξ της Place Pigalle.

  1. [...]μπραβο σε ολους τους αλλους που συνεχιζουν να μαλακιζονται απο δω κι απο κει αντι να ξεσηκωθουν και να πανε να τους πεταξουν ολους εξω με το σκατοφτυαρο [...]

  2. ΤΡΕΞΕ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΣΚΑΤΟΦΤΥΑΡΟ ΣΕ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ.

  3. Το ΔΝΤ, το λεει κι ο ΓΑΠ το 2009 στο γιουτουμπι, οπου πηγε αφησε καμμενη γη, και τελικα οπου μπορεσαν το εδιωξαν με το σκατοφτυαρο.

  4. Skatoftiaro is a New User on the OwnedCore [...] View Skatoftiaro's profile. (Σ.Σ. Μάλλον δεν θα διαφέρει σημαντικά από το ανφάς).

Όλα από το νέτι.

  1. Σλανγκική χρήση της λέξης από τη δεκαετία του '40, δια στόματος Άρη Βελουχιώτη:

Για κάποιον άλλον, τον περιβόητο «καπετάν» Αχιλλέα, που του είπα ότι πολλές φορές μας ρεζιλεύει με τις ενέργειές του, μου απήντησε:

- Παπούλη μου, έχει το σπίτι κουζίνα, σαλόνι, τραπεζαρία, λογής λογής χρήσιμα πράγματα;
- Έχει, του απαντώ.
- Έχει και σκατοφτιαρο;
- Κι απ' αυτό έχει, απαντώ πάλι.
- Ε, αυτός είναι το σκατόφτιαρο της παρέας μας!...

Αρχιμ. Γερμανός Κ. Δημάκος (πάτερ Ανυπόμονος)
«Στο βουνό με τον Σταυρό, κοντά στον Άρη»
Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, 2004.

(από Khan, 27/05/12)Από το 13.52  (από Khan, 28/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντροπιαστική κατά πολλούς κατάσταση κατά την οποία, ο ανήρ, την ώρα που απολαμβάνει πεολειχίας, αναπάντεχα εξαπολύει πορδή απείρου ήχου, κάλλους και οσμής με λογικά επακόλουθα.

Μάγκες αφήστε, εχτές που με έγλυφε το γκομενάκι μου 'κατσε κλασόπιπα και την έριξα... τι να 'κανα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά και πρωκτικά κονδυλώματα που προκαλούνται από τον ιό HPV. Με καργιόλια παρασημοφορούνται και παρασημοφορούν κυρίως τα ασκεπή στρώματα.

- μεσα τυπε μου, εχει κατι μουνακια σκετη ζαχαρη
- Ζάχαρι είναι αυτή ; Εμένα για κονδυλώματα μου φαίνονται. Αυτά που στην πιάτσα λένε καργιόλια. Κάνω λάθος ;
(εδώ)

- Και μια και ρωτήθηκε πιο πάνω τα κονδυλώματα μοιάζουν σαν μικρα μικρά κουνουπιδάκια....απο τα χειρότερα αφροδίσια.μπορεί να σε ταλαιπωρήσουν χρόνια ολόκληρα....Και να σας πω κάτι που ισως σε πολλούς δεν είναι γνωστό.Εξαρση παρατηρητε τελευταία στις Ελληνίδες στα καριόλια αυτά.
(εκεί)

Ο γοητευτικός ιός που τα προκαλεί. (από Vrastaman, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζουμί (διάφορα υγρά) που μπορούν να προκύψουν (στάξουν, καταποθούν, παρθούν) απ' τον πρωκτό.

Βλ. καμιά τσόντα ή αναζητήστε κανένα πρωκτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα άτομο που επιδίδεται σε ένα ανηλεές κλάσιμο κατά τη διάρκεια της μέρας. Ξυπνάει κλάνει, ντύνεται κλάνει, περπατάει κλάνει, κοιμάται κλάνει, κλπ. Η μυρουδιά, συνήθως αποπνικτική, βοηθάει στην απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων και όχι μόνο (sυχνά του φεύγουν οι κλανιές όπως-όπως βέβαια). Χαρακτηριστικό παράδειγμα κλάστη είναι ο φούντη-καχεξίας, ο οποίος έδωσε πνοή στο σπορ!!!! Φήμες λένε πως μία φορά του έφυγε μία στο δρόμο και οι πίσω αλλά και οι μπροστά (!!!!) πεζοί αναρωτιούνταν φανερά ενοχλημένοι από πού έρχεται η περίεργη τούτη μυρουδιά!!!

- Ποοποο .... τι βρωμάει έτσι; ρώτησε ο Αποστόλης. - Μα η κλανιά του Σάκη φυσικά..., απάντησε ο Γιάννης.
- Ρε παιδιά έφαγα αμύγδαλα και μου έρχεται να κλάνω..., είπε ο Σάκης.
- Ναι, αλλά εσύ τις αφήνεις ό,τι και να φας!!!!!!, είπε ο Γιάννης προκαλώντας το γέλιο στον Αποστόλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το λεκανοπέδιο της Αττικής, ήτοι την πόλη των Αθηνών, ως ένα πανελλήνιο καθίκι που σχηματίζεται από τα όρη Υμηττό, Πεντέλη, Πάρνηθα και Αιγάλεω ως τοιχώματα του καθικιού. Το Γραικοκάθικο λειτουργεί ως χωνευτήρι όλων των Ελλήνων που καταφτάνουν ένεκα η αστυφιλία και, αφού χωνευτούν, συσσωρεύονται ως κόπρανα. Ο όρος μπορεί να θίξει και το πολεοδομικό μπάχαλο της άναρχης δόμησης, αλλά και αξιολογικώς το ότι στο Κλίνεξ άστυ μαζεύονται εκμεταλλευτές-καθιζήματα που απομυζούν την υπόλοιπη Ελλάδα.

Η λέξη υπάρχει στα Καλιαρντά (1971) του Ηλία Πετρόπουλου. Σημαντική χρήση της γίνεται από τον Χάρρυ Κλυνν στο νούμερο «Ένας πούστης να μιλήσει», όπου αποτυπώνεται και η χαρακτηριστική κριτική του Χάρρυ Κλυνν για τους χαμουτζήδες και για την αθηνεζοποίηση των λοιπών Ελλήνων.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο.

Σας χαιρετώ!
Γίνομαι έξω φρενών η πουτανιάρα, γιατί βλέπω όλους τους αγριόπουστες (λουμπίνες της ζούγκλας), τις λούγκρες, τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες και τους θεόχοντρους που θρονιασμένοι γκουρτσαλιάζουν (;) εδώ παραδίπλα στην Αθήνα.

(από Khan, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified