Selected tags

Further tags

Άηχη αποβολή εντερικών αερίων από τον πρωκτό.

Ύπουλη κλανιά που χτυπάει αθόρυβα. Εξέρχεται από την κωλοτρυπίδα σαν πνοή και όταν συμβεί σε ομάδα αγνώστων, κανείς μπορεί να υποπτευθεί ακόμα και τον εαυτό του. Αυτού του είδους οι πορδές καίνε. Αν υπήρχε μονάδα μέτρησης, η μπόχα τους θα έφτανε στην υψηλότερη κλίμακα.

Όπως ένα κούφιο δέντρο έχει φλοιό, αλλά δεν έχει κορμό, έτσι και η συγκεκριμένη κλανιά έχει μεν μυρωδιά, αλλά δεν έχει ήχο. Βλέπουμε εδώ την αλληγορία του ανολοκλήρωτου, του ημιτελούς σαν ένδειξη της μη ένδειξης και ολοκληρωτικής απουσίας της οντότητας (!!!).

Την συναντάμε επίσης ως κλούβια (ακριβώς λόγω της ομοιότητας με την μυρωδιά του κλούβιου αυγού), ως τζούφια, ως πούστικη, ως κενή, και ως σπίρτο.

- Τι έπαθες ρε μαλάκα;! γιατί είσαι δακρυσμένος;!
- Λίγο νερό!
- Λίγο νερό ρε παιδιά! ο άνθρωπος έχει χλομιάσει!
- Δεν κατάλαβα ακριβώς τι έγινε... μάλλον κάποιος άφησε στο ασανσέρ μια κούφια...

(από joe909, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χέσιμο που ταυτόχρονα συνοδεύεται με κλάσιμο. Γιατί πέρασε η ώρα και δεν κρατιέσαι. Ή γιατί αυτό που έφαγες σε έστειλε κανονικά. Βάρδα να μη συμβεί καταλάθος εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται να αφήσεις μια κούφια -και να σου φύγει έστω κι ένα ταρζανίδι στο βρακί...

Στο χεζοκλάνι με το που κάθεσαι φεύγουν αμφότερα την ίδια στιγμή. Έτσι η σκατούλα προωθείται αποτελεσματικότερα, πλην αλλ' όμως ουδείς εγγυάται ευθυχεσία.

Λέγεται και χεσοκλάνι. Κάτι παρόμοιο -ως συνδυασμός- το σκατούρημα και -ως κατάληξη- το μουνοκλάνι.

Ε, καιρό είχα.

  1. - ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!
    - Τι γελά ρε μαλάκα;
    - Σε άκουγα...
    - Αποκλείεται!
    - Ε τι αποκλείεται, γαμήθηκες στο χεζοκλάνι, μέχρι μέσα ακουγόσουνα!

  2. - Πωπω ρεζίλι έγινα, εκεί που περπατούσα άφησα μία και τελικά ήταν χεζοκλάνι μαλάκα! - Δεν έγινες ρεζίλι, κώλος έγινες, μουάχαχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το θράσος που επιτρέπει η σημερινή καταχώριση, ρισκάρω ένα νεογνό αυτοσχέδιο λήμμα. Προέκυψε από ένα σύμπτωμα το οποίο συζητείται εδώ και μέρες, στα σχόλια εδώ. Στην κρίση και στην χρήση σας, ωσεκτουτού.

Γαμησομασχάλης λοιπόν, είναι ο φετιχιστής γαμιάς ο οποίος τη βρίσκει με τις μασχάλες της/του παρτενέρ του –αυτά είναι!. Είτε για προκαταρκτικά ή για την τελική φάση, η αμασχάλη του ετέρου ημίσεος είναι το πεδίο δράσης του φετιχιστού.

Μα τον γούγλη! –που με έβγαλε ασπροπρόσωπη, θεματικά τουλάχιστον:

[I]α. Σεξ στη Μασχάλη: Πρόκειται για κείνους που αρέσκονται να κάνουν σεξ στη μασχάλη. Αλλιώς την ονομάζουν και «Τσεπάκι του Παραδείσου».

β. Εχετε σεξουαλικα φετιχ και αν ναι τι;
Εγω εχω με τις πατουσες !!
Ο κολλητος μου με τις μασχαλες!!![/I]


Το κόπυράιτ μεν δικό μου, αλλά η έμπνευσις από τον αναγραμματισμό του Γκάτσειου λήμματος που περιμένει την τύχη του στο ΔΠ.

Βρε τον Γιαννάκη τον γαμησομασχάλη... Από το πολύ τρίψιμο, του συγκάηκε ο πέοντας του μαλάκα... φαίνεται η γκόμενα είχε ξηγηθεί ξυράφι κι όχι χαλάουα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταλλαγμένα ονομάζουμε τις γυναίκες με εκπληρωμένες... τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.

Ένα μεταλλαγμένο μπορεί να μην είναι πλήρως μεταλλαγμένο. Αρκετά κρατάνε το παλιό «υδραυλικό σύστημα» το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον ως εργαλείο δουλειάς στο να μεγαλώνουν την πρωκτική διάμετρο δροσερών αγοριών, τα οποία αναζητούν μεταλλαγμένες συνευρέσεις έναντι αδράς αμοιβής. Παρ' όλο που δεν έχει τυπωθεί σχετικό ΦΕΚ, η τελευταία κατηγορία, αυτή των μερικώς μεταλλαγμένων εντάσσεται στην ευρύτερη των μεταλλαγμένων de facto, με κάποιες τετριμμένες γραφειοκρατικές διαφορές.

Τα μεταλλαγμένα συναντώνται στον πολυσύχναστο δρόμο της Συγγρού, στην παράλληλο Δοϊράνης, στην Λ. Αθηνών (για μερακλήδες), σε studio καθώς και στο Φυλής 99.

Από τα μεταλλαγμένα προέρχεται και η μεταλλαγμένη ηδονή.

Από γνωστό φόρουμ:
Αυτο δεν ηταν σπιτι με μεταλλαγμενα στον 1ο οροφο;
Εκει,αν θυμαμαι καλα, πρεπει να ειδα για 1η φορα τραβελι με προσοντα!!! πηγή

Ομοίως:
και όσοι πηγαίνουν με μεταλλαγμένες όπως και εγώ θέλουμε τα μερακλίκια μας χωρίς αυτό να συμβαίνει ότι είμαι πούστης. πηγή

H Ultron, το πρώτο transexual cyborg στην ιστορία της Μαρβελιάς. (από Khan, 27/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ακούγεται σαν αποτυχημένη κυριλέ προσπάθεια να αποφορτιστεί κάπως το πιο τσαχπίνικο «γλειφοκώλι» σαν προκαταρτικό σεξουαλικών πρακτικών -ντεμέκ ταμπού- μεταξύ ατόμων κάθε φύλου.

  1. Όχι όλοι οι αξιωματικοί, δεν τους βάζω όλους σε ένα τσουβάλι, διότι υπάρχουν και έντιμοι και άνθρωποι με πίστη στον όρκο που έδωσαν. Ομιλώ για αυτούς που φίλησαν τον κώλο των πολιτικών για μια θεσούλα στην ιεραρχία…

  2. Η άποψη ότι το metal είναι ρατσιστικό είναι τόσο ανεδαφική όσο η ίδια άποψη για το Hip Hop. Και ξαναλέω πως αν μια μικρή μειονότητα γκαρίζει «kill black people» (ή «kill whitey»), αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι metal heads (ή οι Hip Hoppers) είναι ρατσιστές. Πάντως, τα περί αντίδρασης κτλ., είναι πλέον άκυρα. Το «cracka» είναι ξερά ρατσιστικό κι όσοι μαύροι επιμένουν να το χρησιμοποιούν λέγοντας ότι δεν είναι αρνητικά φορτισμένη έννοια, ας μου επιτρέψουν να τους λέω «niggaz» ή ας μου φιλήσουν τον κώλο.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η βρωμιά που καθιζάνει στα μακριά άκοπα νύχια ως μαυρίλα, και λόγω του μαύρου της, ομοιάζει με πένθος (πώς άλλοι το φορούν στον βραχίονα ένα πράμα;).

  2. Λιγότερο αηδιαστικά, είναι το μαύρο ή σκούρο βάψιμο των νυχιών που συνηθίζουν γκοθάδες και γκοθούδες..

  1. - Μιλάω για τα παντός είδους αισχρά πέδιλα που κυκλοφορούν, για τις ψιλοτάκουνες γυναικείες γόβες ή ακόμα χειρότερα τα άλλα τα ίσια (βάρκες τα λένε;) που τσααααακ. Σκάει μύτη και το δάχτυλο στην άκρη! Μπλιάχ… εμετός…

- χαχαα!!! Δίκιο έχεις Ανδρέα,και που να δεις καμμία ή κανέναν να τα φοράει και να έχει και ...πένθος στο νύχι(μαυρίλα,ξέρεις..)Μπλιαχχχχχ! (Εδώ).

  1. Πένθος στα νύχια: Τα σκούρα χρώματα στα νύχια είναι μόδα, αλλά έχουν κάποιους κανόνες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής ρήμα που εννοεί την πράξη της αφόδευσης δηλαδή την αποβολή των περιττωμάτων από τον πρωκτό κατά τη διαδικασία της πέψης.

Με λίγα λόγια είναι το χέσιμο στην γιαγιαδίστικη σλανγκ. Σκοπός του λήμματος είναι να καμουφλάρει τη χυδαιότητα που εκπέμπει το χέσιμο σαν λέξη και σαν έννοια και να του δώσει έναν πιο καθώς πρέπει τόνο.

Το λήμμα προέρχεται προφανώς από την θέση που παίρνει το σώμα όταν κάνουμε τα κακά μας, δηλαδή το χοντρό μας, δηλαδή όταν χέζουμε.

Στις μέρες μας το λήμμα σπανίως χρησιμοποιείτε με σοβαρό ύφος ενώ τις περισσότερες φορές λέγεται χάριν αστεϊσμού.

Η αποτυχία της μακροημέρευσης του λήμματος έγκειται στο ότι η κωδικοποίηση αυτή διαδόθηκε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να ταυτοποιηθεί άμεσα με την ίδια την πράξη χάνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξής της.

Έχω την εντύπωση ότι αντικαταστάθηκε από την γενική έκφραση «πάω στο μέρος», το οποίο σιγά-σιγά μετατράπηκε σε καμπινέ και κατέληξε να λέγεται τουαλέτα (κυρίως μετά την απενοχοποίησή της και την εδραίωση μέσα στα σπίτι μας), έκφραση που δεν φανερώνει την άμεση επιθυμία μας για τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό.

  1. - Χα χα! εξάρες!
    - Γκγκχχμμ.
    - Τι έχεις βρε Μανώλη; Μια ώρα τώρα σε γλέπω και σφίγγεσαι!
    - Κωστή συγνώμη αλλά θα το τελειώσομε μετά το πλακωτό. Πρέπει να πάω να κάτσω.

  2. - Αργείς;
    - Κάθομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).

  2. Ο κακής ποιότητας καφές.

  3. Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.

  1. Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.

  2. Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!

  3. Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.

Δουλεύει στη μονάδα παραγωγής της Χεσπρέσο Πάππας (από GATZMAN, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποπροϊόν αποξηραμένου σκατού απλυτοκώλη/ας. Συλλέγεται ή με απευθείας ξύσιμο της κωλοτρυπίδας (σούφρας) ή με τίναγμα του σώβρακου.

Ρε τη γλίτσω, τίγκα στη σουφραμιδόσκονη το βρακί της.

Λογοπαίγνιο με την σουλφαμιδόσκονη, πρόδρομο της πενικιλίνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified