Selected tags

Further tags

Έτσι αποκαλείται όποιος ασκεί την μεταφυσική τέχνη της κοπρομαντείας, υποβοηθούμενος από την οξεία του όσφρηση σε συνδυασμό με το βοηθητικό μέσο, τα λογής-λογής βρωμερά και δυσάρεστα ανοσιουργήματα (ευκοίλια και μη περιττώματα, κ.α.) των οποίων η φρεσκάδα καθιστά ευκολότερο το έργο του.

Να σημειωθεί τέλος ότι το μέσο θα πρέπει να παραγωγής του ενδιαφερομένου, αντιθέτως ο κοπρομάντης ενδέχεται να προβεί σε προβλέψεις για κάποιον άλλον. Στην τελική, άνθρωπος είναι και αυτός - τα νύχια του να μυρίσει;

Εκ των: κόπρανα, μαντεύω.

- Ο κοπρομάντης Tamara οσμίζεται το μέλλον σας.
Μόνον σε κλειστούς χώρους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παραφθορά του αρχικού κλάνω μάντρες που σημαίνει το ίδιο (μεγάλη τρομάρα).

Προέρχεται από την επαρχία όπου όταν κάποιος πανικοβάλλεται (είτε γιατί τον κυνηγάει κάποιο σκυλί, είτε γιατί πήγε να κάνει μπανιστήρι και τον ανακάλυψαν), το βάζει στα πόδια και στην προσπάθειά του να διαφύγει πηδάει όποια μάντρα βρει μπροστά του. Λόγω αφενός του ζορίσματος που εμπεριέχει το πήδημα της μάντρας, και αφετέρου του ότι ο πανικός προκαλεί διαστολή του σφιγκτήρα του πρωκτού, είναι πολύ σύνηθες το πήδημα της μάντρας να συνοδεύεται από κλάσιμο (αν όχι τίποτα χειρότερο).

Εχτές το βράδυ πήγα να κλέψω μήλα από τον κήπο του παπά αλλά άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός κι έκλασα δέκα μάντρες!

(από Khan, 01/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω το χοντρό μου.

- Δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας διακοπές.
- Γιατί ρε; Πάλι λιάρδα τον σέρνατε όλη μέρα;
- Εκτός από αυτό, με το που πιάσαμε λιμάνι, αρχίζει να έχει κάτι πόνους. Τον πήγαμε κατευθείαν Βοστάνειο.
- Και τι είχε ρε;
- Αφού τον ξέρεις ρε! Όταν πάει διακοπές δε σπάνει με τίποτα! Άλλη φορά μόνο για κάνα τριήμερο μαζί μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφάτως γεννηθείς (ελέω κρίσεως) οικονομικός όρος.

Καβάντζα αποταμιευμένων χρημάτων. Μάλλον πρόκειται για συσσωρευμένα μαύρα λεφτά. Είναι το περίφημο οικονομικό λίπος που έχει να «κάψει» ακόμα η ψωρογιώργαινα. Αυτοί που ξέρουν, (οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι όλα πάνε καλά και να μην ακούμε τους γκρινιάρηδες), λένε σήμερα χαιρέκακα ότι όταν το λίπος αυτό σωθεί, τότε θα τραβήξουμε τα σοβαρά ζόρια.

Ίσως τότε τα πράγματα θα αποκτήσουν και αληθινό ενδιαφέρον, συμπληρώνω εγώ, ο άσχετος με τα οικονομικά.

  1. Αν οι ζοφερές προβλέψεις επιβεβαιωθούν, αν τα λουκέτα πολλαπλασιαστούν, αν το διαζύγιο της τραπεζικής ολιγαρχίας από τους μικρομεσαίους οριστικοποιηθεί, το κάψιμο του “μεσαίου λίπους” θα ολοκληρωθεί μέσα σε λίγους μήνες.
    Από εδώ.

  2. Το λίπος της επαρχίας. Από εδώ

(Δεν εντάσσω τους συγκεκριμένους σχολιαστές των παραδειγμάτων στην ομάδα των χαιρέκακων που αναφέρω στον ορισμό).

βλ. και ύλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου κατά τη διάρκεια του γυναικείου οργασμού, αποτελέσματος στοματικού έρωτος, ήτοι αιδοιολειχίας, καθότι κατά την απορροήν των προς την επιφάνειαν των αισθητηρίων της του παρτενέρου γλώσσης, ομοιάζουσιν ως προς την αχινοσαλάτας γεύσιν.

Βεβαίως, υπάρχουσιν αιδοία τύπου τυροκομείου, παραγωγοί εκκριμάτων σαφώς διαφορετικής υφής και γεύσεως, άτινα δεν χωρούν εις το παρόν λήμμα.

- Τι έγινε χτες, ρε Μάικ; Το' πνιξε το κουνέλι η μικρήτελικά;
- Μπα... Μόνο αχινοσαλάτα έφαγα... Πάλι δε μ' άφησε...

(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό κυρίως άσχημης μυρωδιάς η οποία προέρχεται από το περιβάλλον. Κάποιες φορές από τις φυσικές μυρωδιές του ανθρώπου ιδρώτας, κακοσμία, αέρια αλλά και μυρωδιές που προέρχονται από το περιβάλλον και ξαφνικά τις μυρίζεις.

  1. (Μια παρέα βρίσκεται στην παραλία και μια έντονη και άσχημη μυρωδιά από την θάλασσα,φτάνει στα ευαίσθητα ρουθούνια τους)
    - Πω ρε μπουρντίλα σήμερα η θάλασσα!

  2. (Βρίσκονται δύο φίλοι σε ένα λεωφορείο και μπαίνει και ένας βρωμερός κύριος που το νιώθεις,μυρίζει από χιλιόμετρο)
    - Άρπα μια πρωινή μπουρντίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει κάμποσες τρίχες στο στέρνο του και παραπάνω, ήτοι ερωτικό χαλί, το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη, γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ ένα πράμα. Πρόκειται για hommage στον (κατά πολλούς) γενάρχη του ελληνικού μπάσκετ Νίκο Γκάλη, του οποίου η θρυλική εϊτάδικη κίτρινη φανέλα (για τον Άρη μιλάμε όχι για βάζελους) άφηνε να φαίνεται το ερωτικό χαλί του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ήταν ένα από τα μυστικά του Γκάλη στο σκοράρισμα, γιατί ο αντίπαλος αμυντικός σιχαινόταν να κάνει άμυνα. Σημειωτέον, ότι οι τρίχες του γκάλη που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να είναι και ιδρωμένες.

Επίσης, είναι άτομο που θυμίζει πολύ τα ένδοξα έιτηζ, για τον οποίο βλ. τα λήμματα γκάλης κούπερ και εϊτίλα.

Πάσα: Vikar.

- Πιάσε τρίχα!... Είναι γκάλης ο μπούστης...

(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπτό λιπαρό στρώμα μείγματος ιδρώτα υπό μορφήν στερεοποιημένων αλάτων και σκόνης λόγω νέφους, που διατρέχει την ανθρώπινη επιδερμίδα, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στην πόλη (hot time... summer in the city). Συνώνυμο της μάκας.

Το μείγμα αυτό γίνεται αντιληπτό στον φιλόσοφο άνδρα κατά την μηχανική τριβή του προσώπου του με τα δάχτυλά του, όταν αυτός βρίσκεται υπό βαθείς προβληματισμούς, όπερ και η τοιαύτη ουσία συμπυκνώνεται ακόμα περισσότερο σε μαύρα βρωμομπαλάκια. Η τύχη των συμπυκνωμένων αυτών σωματιδίων είναι να εκσφενδονιστούν - αποτιναχτούν από το χέρι του ανδρός και να καταλήξουν στο πάτωμα ή να παρασυρθούν στην ατμόσφαιρα.

- Μια χαρά ήμουνα στο χωριό μου στα Άγραφα. Τώρα που κατέβηκα στην Αθήνα να σπουδάσω, όποτε καλοκαιρεύει όλο μου το σώμα γεμίζει σγάρτσα και αναγκάζομαι να κάνω μπάνιο (άκουσον-άκουσον) τουλάχιστον μέρα παρά μέρα!

Lovin\' Spoonful - Summer In The City (από allivegp, 19/08/10)

παραλλαγή: σκόρτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πισωκολάτα, ο μεζές δηλαδή που τσιμπάει ο πέοντας ως κωλάντεραλ ντάματζ κάθε φορά που δίνει A-level.

- Εμένα προσωπικά ότα γλύφω μα ρέσει να βάζω και κωλοδάχτυλο στην κοπέλα.την τελευταία φορά όμως που το έκανα έπαθα νίλα γιατί η κοπέλα πριν είχε φάει κάτι σουβλάκια και γέμισε το δάχτυλό μου με την βρωμερή μερέντα που είχε αποθηκευμένη μέσα της.
(εδώ)

- Κωλος πεντακαθαρος χωρις Μερεντα ειναι σαν Κοκορετσι χωρις σκατο !!! Με αλλα λογια δεν εχει νοστιμια !!! Οποτε Μερεντα πανω απο ολα !! ;) (εκεί)

- σκατουλες απο εδω, ψωλοχυματα με σκατουλες απο εκει, ουρα παραπερα...στο τελος θα βλεπω την κανονικη μερεντα (αυτη που αλειφεται στο ψωμι) και θα αηδιαζω.
(παραπέρα)

ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΜΕΡΕΝΤΑΣ (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 17/08/10)Kavli με Nutella (από Vrastaman, 18/11/12)(από Khan, 21/07/13)

Βλ. και σεράνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευήθης ερώτηση αστειάτορος, απευθυνόμενη σε κάποιον που μόλις ρεύτηκε, με σκοπό το πείραγμα του τελευταίου - ότι και καλά πάτησε βατραχάκι - και την πρόκληση χαχαλομπούχαλου.

Μοναδικός περιορισμός για τη χρήση του παρόντος, είναι το μικρής έντασης και διάρκειας ρέψιμο, ούτως ώστε ο ήχος που παράχθηκε να μοιάζει όντως με βατραχάκι που πατήθηκε.

Σε πιο δυνατά και μακρόσυτα ρεψίματα κολλάνε περισσότερο οι προσφωνήσεις «μόσχος!» και «βόθρος!» και το «βατραχάκι» καλό είναι να αποφεύγεται.

Συναντάται σε πολλές παραλλάγες όπως: «Ψυχή έχουν και τα βατραχάκια...», «σιγά... το βατραχάκι», «δε λυπάσαι το βατραχάκι;» και δεν συμμαζεύεται...

- Γκράουπ! Σόρυ..
- Μα καλά.. το βατραχάκι δεν το είδες;

τώρα εδώ, τι του λες... (από Jonas, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified