Further tags

Αμφίβολης (βασικά κακής) ποιότητας σεξιστικό λολοπαίγνιο που σημαίνει τον παθητικό ομοφυλόφιλο που του αξίζει χρυσό μετάλλιο για τα ρεκόρ στις επιδόσεις του ή τον ολυμπιονίκη με χαμηλό επίπεδο (του κώλου).

Βρήκε τον εαυτό του στην ενόργανη γυμναστική και έγινε ο πρώτος κωλυμπιονίκης.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας μπίμπο, δηλαδή ο όμορφος άνδρας χωρίς μυαλό.

Είναι χίμπο, μόνο για φακ μπάντι είναι καλός.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φασαίος που περνάει μεγάλο διάστημα στην Ανάφη.

Πάμε να αράξουμε με τους αναφασαίους στον Ρούκουνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.

-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προέρχεται απο το συνδυασμό των λέξεων τρόμπας + ρόμποκοπ.

Δηλώνει τον υπέρτατο βαθμό ηλιθιότητας και μαλακίας (βλ. και τρομπάρω). Συχνά υποψήφιος για το πολυπόθητο βραβείο Τρόμπελ.

  1. - Πήγε κι έπεσε μέσα στην πισίνα ο μαλάκας..
    - Ναι, και;
    - Ήταν άδεια..
    - Ρέ τον τρόμποκοπ

  2. (σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου)
    - Ρε τρόμποκοπ ξεκίνα επιτέλους! άναψε πράσινο εδώ και δύο λεπτά!

"THIS IS A PICTURE OF ROBOCOP ON A UNICORN. YOUR ARGUMENT IS INVALID." (από patsis, 06/08/11)(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Proσπαρχίδης είναι σύνθετη λέξη. Προέρχεται από τις λέξεις pro, το οποίο προέρχεται από το παιχνίδι του PlayStation Pro Evolution Soccer, την λέξη «σπάω» και την λέξη «αρχίδια». Ο όρος αυτός αναφέρεται σε όλους εκείνους που, ενώ ο συμπαίκτης τους είναι έτοιμος να ξεκινήσει το παιχνίδι, αυτοί κάνουν μία ώρα αλλάζοντας παίκτες, συστήματα, στρατηγικές και οτιδήποτε άλλο, με άμεσο αποτέλεσμα το σπάσιμο των γεννητικών οργάνων του συμπαίκτη τους.

Άντε ρε Γιώργο, μία ώρα μέχρι να ετοιμάσεις την Arsenal. Πόσο proσπαρχίδης είσαι ρε παιδάκι μου!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το παππούς + πούστης. Υποδηλώνει τον πούστη που σε βάθος χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτος στα πιστεύω και στα γούστα του! Ομάδες ευσεβών παππούστηδων μπορούν να βρεθούν ολημερίς στο Κολωνάκι κυρίως την Ελληνική πόλη της μόδας. Συζητούν θέματα αδιάφορης κοινωνικοπολιτισμικής αξίας στο Perro's, στο da Capo και στα στενά του Κολωνακίου γενικότερα, έτσι για να περνάει απλά η ώρα μέχρι να πλησιάσει ο υποψήφιος νεαρός επιβήτορας που θα του γίνει αργά ή γρήγορα αν δείξει ενδιαφέρον, πρόταση από τον παππούστη. Κυρίως σεξουαλικής φύσεως.

- Ρε αυτός δεν ήταν ο Φιλήμονας που πέρασε;
- Καλός παππούστης είναι κι αυτός!

Φιλήμονας (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το καΐλας και το κατεστραμμένος. Χαρακτηρίζει τον κατεστραμμένο / καμένο / καΐλα στον τρισμέγιστο βαθμό.

- Τι θα κάνουμε σήμερα αγορίνα;
- Δε με κόβω να βγαίνω ρε μαν, θα παίξω λίγο WoW.
- Ti κατεστραΐλας είσαι εσύ ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογράφος που εξυπηρετεί συμφέροντα υποστηρίζοντας, απροκάλυπτα ή μη, την ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Σύνθετη λέξη προφ από το δημοσιογράφος και το γαύρος.

Τους διακρίνει η άκρατη (!) υποκειμενικότητα και η οπαδική συμπεριφορά, κάτι που συμβαίνει και με άλλους δημοσιογράφους του είδους.

- Έλα τώρα μωρέ που το παίζει και αντικειμενικός! ένας δημοσιογαύρος είναι κι αυτός και λέει και όλο βρωμολοχίες!
- Βωμολοχίες θες να πεις.
- Γιατί, ψέματα λέω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που συνδυάζει τον ωφελιμισμό ως ηθική-διανοητική-πρακτική κατάσταση και τον Ελληνισμό ως στάση ζωής.

-Αυτός ο τύπος είναι ωφελληνιστής.
-Δεν του φαίνεται...
Όντως λειτουργεί ωφελληνιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified