Further tags

Απολύομαι και τρελαίνομαι.

(από jesus, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό, όταν φυλάς το θάλαμο (θαλαμοφυλίκι) από 03:00 μέχρι 06:00 τα ξημερώματα. Είναι το πιο βαρύ νούμερο στο θαλαμοφυλίκι. Τα νούμερα στο θάλαμο είναι 21:00 με 24:00 πρώτο, 24:00 με 03:00 δεύτερο, 03:00 με 06:00 τρίτο νούμερο.

-Μαλάκα, εγώ έχω δεύτερο νούμερο στο θάλαμο και θα κοιμηθώ 3 η ώρα, σιγά τον ύπνο δηλαδή.
-Εμένα ρε με ρώτησες; Αναλαμβάνω μετά από σένα τρίτο νούμερο. Όλη νύχτα ξύπνιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατσόνι της τιμημένης ημών Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Αερομπατσάκια.

Βλ. και (ημι)σχετικό λήμμα δημομπάτσος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατσόνι της Δημοτικής Αστυνομίας (respect).

Θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι
μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι

Συνταγματολόγος,Δημήτρης Τσάτσος (Δημοτσάτσος)  (από GATZMAN, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαντάκωμα, μπιφτέκωμα. Φαινόμενο δηλαδής, κατά το οποίο ο φαντάρος του χ λόχου, που είναι 481 (το σήμερα εννοείται) πριν απολυθεί. Έχει Καλλιόπη, μετά χόκεϊ επί λίπους (μαγειρία) και το βράδυ βάρδια στην πύλη. Συνήθως η μέρα είναι Παρασκευή, και την άλλη μέρα έρχεται και ο χ συνταγματάρχης για επιθεώρηση.

- Εσένα σε βλέπω παρφουμαρισμένο ρε Καραμήτρο. Πάλι έξοδο ρε ψάρακα;
- Ναι ρε Μπουρδάνο, εμένα όλο άδειες μου δίνει ο Τζουνάκος. Μπουζούκια κι έτσι. Εσύ;
- Εγώ πάλι πήξιμο.

Το πήξιμο σε όλα τα σώματα! (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Βλ. και σχετικά λήμματα πήζω, έχει πήξει το μουνί μας, πυξλαμούν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Το κάγκελο. (Από τα κάγκελα που έχει παντού).

Επειδή έχει φράγκα τον πήγαν σε VIP σουίτα, στην καγκελλαρία του Κορυδαλλού...

Hotel Lark (από Marco De Sade, 19/03/09)

βλ. και κάγκελο, στενή, ψειρού, πλεχτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός, ο μπάτσος. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό: «οι κερατάδες».

Επειδή λείπουν πολλές φορές σε σκοπιές και υπηρεσία τις νύχτες και αφήνουν ανοιχτό το πεδίο, αλλά και γιατί κατά μεγάλο ποσοστό οι γυναίκες τους, όταν είναι κι αυτές μπατσίνες, τα φτιάχνουν με συναδέλφους.

Μου φόρεσαν χειροπέδες οι κερατάδες, λες και ήμουνα κανάς φονιάς.

Τροχοκερατάς γράφει τον Μπεκάτσα (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος που κάνει κατάχρηση της εξουσίας του και τείνει συνεχώς προς την αυθαιρεσία. Ο σκληροπυρηνικός ένστολος που δείχνει υπερβολικό ζήλο στην εκτέλεση των δήθεν καθηκόντων του επιβεβαιώνοντας το άρρωστο εγώ του σε βάρος των αδυνάτων.

Ακολουθεί πιστά το παλιό ρητό του φάρ-ουέστ: «Ένας είναι ο νόμος, ο νόμος του σερίφη».

Την έχει δει σερίφης ο μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόκος, ο μπουνταλάς, ο μπουμπούνας, το χάπατο. Τύπος αφελής, χοντροκέφαλος και πεισματάρης.

Πάντα στο ουδέτερο, το ντουρντουβάκι. Βορειοελλαδίτικη λέξη. Ειδικότερα, συνηθίζεται στην Ανατολική Μακεδονία - και υπάρχει λόγος για αυτό.

Η λέξη χρονολογείται από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή. Πολλούς νέους τότε οι Βούλγαροι τους έπαιρναν ομήρους και τους έστελναν στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα. Οι όμηροι αυτοί λεγόταν ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι είναι παραφθορά του βουλγάρικου тру̀дови войски, τρούντοβι βόιτσκι = τάγματα εργασίας ή, ίσως, του тру̀дов войник, τρούντοβ βόινικ = φαντάρος αγγαρείας. Ανάλογα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν τα τάγματα σκαπανέων στη Μακρόνησο.

Γι΄αυτούς που υπηρέτησαν στα βουλγάρικα τάγματα εργασίας, το όνομα ντουρντουβάκια έγινε μετά την απελευθέρωση τίτλος τιμής. Αλλά, οι αγγαρειομάχοι είναι πάντα παιδιά ενός κατώτερου θεού - και η λέξη αναπόφευκτα κράτησε και την απαξιωτική σημασία που είχε και το тру̀дов войник στα Βουλγάρικα.

  1. - Μα τι ντουρντουβάκι είσαι... τι πόντιος... αντί να μου πάρεις τηλέφωνο για να το προλάβω...μα είναι δυνατόν...! (Από φόρουμ)

  2. Τώρα θα πεις: και πού πάει η ιδεολογία; Ε, είπαμε και αυτή είναι καλή, όταν ταιριάζει ο ωροσκόπος και όταν ο οπουρτουνισμός το επιτάσσει, ενώ πάντα τα ντουρντουβάκια υπακούουν στο όνομα της σοφίας του κόμματος. (Δ. Σκαμπαρδώνης στην εφημερίδα «Μακεδονία», 07/12/08)

  3. Για να μην υπάρξει αντίσταση οι Βούλγαροι έπαιρναν όλους τους νέους σε τάγματα εργασίας, τα Ντουρντουβάκια (στα βουλγάρικα μπουνταλάς στρατιώτης), 70.000 συνολικά παληκάρια.

Τα ντουρντουβάκια τα έπαιρναν στη Βουλγαρία για καταναγκαστική εργασία, μέσα στο λιοπύρι, στα βουνά και τους κάμπους φτιάχνοντας δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, με πενήντα δράμια νερό κάθε δύο ώρες, με ελάχιστο φαγητό και άγριους ξυλοδαρμούς. Οποιος απαρνιόταν την Ελληνική καταγωγή και γραφόταν Βούλγαρος γλύτωνε από όλα αυτά.

(Από συνέντευξη του Δημήτρη Μπατσιούλα, συγγραφέα του βιβλίου «Τα Ντουρντουβάκια»)

Όμηροι σε βουλγάρικο τάγμα εργασίας (από poniroskylo, 20/03/09)Το εξώφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπατσιούλα (από poniroskylo, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified