Further tags

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που είναι αδερφή, αλλά πλέον και για γυναίκα με πολυτάραχη ερωτική ζωή. Προέρχεται από τη στρατιωτική slang.

Ο Άρης ρε; Τη γυαλίζει την κάννη, σου λέω!

βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αναλαμβάνει να πιάσει - χωρίς να πέσουν κάτω - την σακούλα με τα σουβλάκια που πετάει ο σουβλατζής από έξω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου προς τα μέσα. Παίζουν και στοιχήματα: αν του πέσουν κάτω, χάνει τα δικά του σουβλάκια ή πληρώνει την παραγγελία όλων.

Από το νετ.

- Χώσε ρε τον νέουρα από πλούσιο μπαμπά να κάνει τον καλαθά στην βορειοδυτική γωνιά μπας και του πέσουν να φάω απόψε τσάμπα γιατί είμαι πανί με πανί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκοπιά στη στρατιωτική slang. Από το «σκοπιά» και τη γνωστή πλέον κατάληξη «-άουα» (που παραμένει -πάντοτε- αδόκιμη ;-)

Πάλι σκοπάουα βάραγες ρε ταλαίπωρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε, πολύ απλά γιατί το να διατάξεις Ένορκη Διοικητική Εξέταση είναι στο Ελλαδιστάν ο ασφαλέστερος τρόπος για να κουκουλώσεις μια παρανομία.

Πάσα: allivegp.

Τη διενέργεια ΕΔΕ διέταξε ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος μετά τις καταγγελίες για ξυλοδαρμό οικονομικού μετανάστη στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Δες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός: (από εδώ)

Μάκτρο, το:

  1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ.
  2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

Όποιος έχει υπηρετήσει στα τεθωρακισμένα (όπως ο γράφων), ή στο πυροβολικό, σίγουρα το ξέρει.

Παραφράζοντας την κυριολεκτικήν έννοιαν της λέξεως και αξιοποιώντας τον όποιον συνειρμόν προκαλεί η είσοδος μιας ράβδου μήκους 3 μέτρων (μάκτρον) εις την οπήν πυροβόλων όπλων των τεθωρακισμένων οχημάτων και η παλινδρόμησις της ράβδου ταύτης με σκοπό την λίπανσην του εν λόγω πυροβόλου, αι οπλίται χρησιμοποιούν τη λέξιν εις την φράσιν «θα σε περάσω μάκτρο», υπονοώντας την γενετήσιαν πράξιν. Επιπροσθέτως, και λόγω του ότι όλοι απολύονται (κάποια στιγμή) εκ του στρατεύματος, η χρήσις της φράσεως ως άνωθεν έχει επεκταθεί και εκτός των τειχών των στρατοπέδων.

  1. Στο στρατό:
    - Ρε μαλάκα θαλαμοφύλακα! Πες στο ποντίκι δίπλα σου να σταματήσει να ροχαλίζει γιατί θα το περάσω μάκτρο νυχτιάτικα.

  2. Στη δουλειά:
    - Αν πάρει χαμπάρι ο διευθυντής τι μαλακία έκανες, θα σε περάσει μάκτρο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται από το σύνολο των φαντάρων (ήθελα να γράψω των στρατευμένων νέων αλλά μετά θυμήθηκα τον μέσο όρο ηλικίας) για να ονοματίσουν το θρυλικό ΚΕντρο Υλικού **Π**ολέμου που λόγω της γεωγραφίας του βλέπει την Οίτη, ένα πανέμορφο όρος. Η συγκεκριμένη ονομασία δόθηκε λόγω του κοσμοπολίτικου αέρα που έχει η μονάδα καθώς είναι τίγκα στο βύσμα, στο δόντι, στο μέσο και στις γόπες μιας και κανείς δεν κάνει ποτέ αγγαρείες. Συνοπλίτης το παρομοίασε με «USB hub» μιας και αποτελεί την βάση που πάνω εφαρμόζουν όλα τα βύσματα αλλά το αστείο του θεωρήθηκε κρύο άσχετα αν αναφέρεται εδώ για λόγους καθαρά και μόνο καταγραφής.

Το εμφανές λογοπαίγνιο με την πόλη της Νοτίου Αφρικής θέλει όχι μόνο να καταδείξει το πως τα περνάνε οι νεοσύλλεκτοι εκεί, ζάχαρη δηλαδή, αλλά και να το εξεφτελίσει τελείως. Και για να τεκμηριώσω το επιχείρημα μου παραθέτω αυτό κι αυτό. Κι αυτό γιατί έτσι.

Φυσικά, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και οι φαντάροι χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε αυτούς που «υπηρετούν» ή «υπηρέτησαν» στο ΚΕΥΠ και εκφέρουν το λήμμα σαν χαϊδευτικό και σαν μεταξύ τους αστείο και σε αυτούς που υπηρετούν ή υπηρέτησαν οπουδήποτε αλλού και εκφέρουν το λήμμα απαξιωτικά. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο αλλά ποιος θα βρεθεί να τους μαζέψει όλους και να τους το πει;

(Σε τυχαία μονάδα, φαντάροι από Μ. Πεύκο, Αυλώνα και Θήβα συζητούν με ΣΤΡ(ΥΠ)τιτζού στα εστιατόρια)

- Και χάλια φαντάζομαι στο ΚΕΥΠ τάουν ε;
- Άσε, μας πήξανε στην καθαριότητα και στην αγγαρεία.
- Σώπα ρε;
- Τι να σας λέω. Την πρώτη μέρα μάζεψα τόση γόπα που βγήκα ελεύθερος υπηρεσιών για 15 μέρες και τις υπόλοιπες 15 τις πήρα αναρρωτική.

(Συγχρονισμένο ρούφηγμα μύτης όλων των υπολοίπων και εξίσου συγχρονισμένη εκτόξευση ροχάλας στο πιάτο της ΣΤΡ(ΥΠ)τιτζούς)

Got a better definition? Add it!

Published

Το απόλυτο μαχαίρι επιβίωσης (;) στη φύση (;).

Είναι ένα μεγάλο μαχαίρι με πλατιά λάμα (έχει και μια τρούπα στη μέση βλ. τηλεφωνικό διάλογο Ζήκου με γιατρέσσα), δίκοπο (ξυράφι από τη μία και πριόνι από την άλλη), με χοντρή λαβή συνήθως κούφια που περιέχει αγκίστρια-πετονιές και στην κορυφή έχει γυροσκοπικό πυξιδάκι (μη χάνεσαι κι έτσι).

Διατίθεται μαζί με σούπερ δερμάτινη θήκη, που δένει στο πόδι και κουμπώνει στη ζώνη και έχει έξτρα ενσωματωμένο θηκάκι για την ακονόπετρα (μπα και στομώσει).

Βγαίνει σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων: Πράσινο, λαδί, κυπαρισσί, φαιοπράσινο, του χαλκού, παραλλαγής κλπ και θα το βρείτε σε κάθε κατάστημα εν χρώ κεκαρμένων φυσιολατρών, που σέβεται τον εαυτό του.

Ονομάστηκε έτσι από τον αχώριστο μελαμψό σύντροφο του Ροβινσώνα Κρούσου, στην πάλη του με τα στοιχειά της φύσης (κάπου στις Αντίλλες), που πέθανε από την επάρατο πλήρης ημερών στο δημοτικό νοσοκομείο του Μπρόνξ (και ας λέει άλλα δακρύβρεχτα ο Νταφόε).

Έγινε τρελλή μόδα στα 80’ς λόγω των κλεψίτυπων ταινιών του Σταλόνε, που κόπιαρε τον ελάχιστα γνωστό Κύπριο αγωνιστή Ράμπο Ράμπου, που χρησιμοποιούσε το μαχαίρι αυτό (που θέλεις ν’ αγοράσεις), ήδη από τα 50’ς για να εξοντώνει τουρκαλέοντες, αποικιοκράτες και κομμμουνιστάς στην Μαρτυρικήν Νήσον.

Το αντίστοιχο σπαθί του Κροκοδειλάκια ελάχιστη απήχηση είχε στις μάζες, (αλλά συνέβαλε τα μάλα στις πωλήσεις δερματίνων ειδών).

Πάμπολλα μειράκια έσπευσαν να αγοράσουν το θαυματουργό κέρατο στα 80’ς (όπως έγινε και με τα γυαλιά Ray-Ban και τα dog-tags μετά το Τόπ Γκάν), ενώ σημειώθηκαν αθρόες εγγραφές παιδιών στους Προσκόπους και νεαρών στις Ειδικές Δυνάμεις, οι οποίοι όμως στην συνέχεια απογοητεύθηκαν (όπως η ΕΟΝ το ’30 και οι Άλκιμοι το ’60) όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Παρασκευάς δεν περιλαμβάνονταν στον παρεχόμενο στάνταρ εξοπλισμό κι έπρεπε να τον αγοράσουν εξ ιδίων θυλακίων.

Όμως, η μητρική ιαχή «πού το βρήκες αυτό το πράμα διάολε», προοιώνιζε το οριστικό καταχώνιασμα του Παρασκευά στη σοφίτα μαζί με τα πλεϊμομπίλ και την αναβολή επικών ανδραγαθημάτων, επ’ αόριστον.

Όταν καταλάγιασε το κακό, οι πωλήσεις του προϊόντος παρουσίασαν πτώση και οι τιμές διαμορφώθηκαν στο 10% των αρχικών, με επίμονους τερματοφύλακες Θερμοπυλών τους συνοικιακούς αναγνώστες του Άμυνα και Διπλωματία (κλπ «επιστημονικών» περιοδικών φαιού περιεχομένου), που πάνε για κυνήγι (εντός και εκτός πόλεως)…

Συνιστάται για εξτρήμ συνθήκες επιβίωσης στην άγρια ζούγκλα της Καλοπούλας Καισαριανής και στη σαβάνα του Άλσους Παγκρατίου, ενώ στο Στρέφη προτιμώνται τα κατσαβίδια.

-Πάμε σουκού ελεύθερο στο Αγκίστρι;
-Σούπερ! Θα πάρω μαζί μου και τον Παρασκευά!
-Δε θα πάρεις κανέναν! Με τη μηχανή θα πάμε και δε γουστάρω να με γράψουνε για τρικάβαλο...

(από xalikoutis, 13/03/10)Σμούτς! (από HODJAS, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρατόπεδο.

Ετυμολογικά

Η παλιομοδίτικη, σπάνια αυτή λέξη (στο διαδίκτυο δεν την βρήκα πουθενά, με αρκετή αναζήτηση) έφτασε πιθανότατα στην ελλάδα από την ομόσημη γερμανική λέξη Kaserne. Όσο για την ετυμολογία της τελευταίας, η γερμανική Βικιπαίδεια πιθανολογεί ότι Kaserne < al-Qasr (αραβικά) < castrum (λατινικά) < κάστρο > κάστρο. Άλλη εκδοχή, λέει πάλι η γερμανική Βικιπαίδεια, από το ιταλικό casa d'arma («οπλοστάσιο»).

Η πιο διαδεδομένη πάντως εκδοχή, που συναντά κανείς και σε άλλα λεξικά, είναι πάνω-κάτω ότι Kaserne < cazerna (προβηγκιανά, «τετράδα ανθρώπων») < quaterna/quaderna (λατινικά, «τετράδα ανθρώπων», «φρουρά τεσσάρων στρατιωτών») < quater («τέσσερις φορές»).

Ενδιαφέρον ότι το λατινικό τέσσερα –συγκεκριμένα, το «τέταρτος», quartus– έχει δώσει λέξεις με παρεμφερή σημασία και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως για παράδειγμα το ισπανικό «στρατόπεδο» cuartel (καμία σχέση με το καρτέλ < cartel (γαλλικά) < cartello (ιταλικά) < charta (λατινικά) < χάρτης) και το γαλλικό «στρατιωτικό διοικητήριο, επιτελείο» quartier. Τέτοια σύνδεση στα ελληνικά του αριθμού τέσσερα με το στρατό, αν υπάρχει, μου διαφεύγει. Το φαινόμενο πιθανά θα βασίζεται στο θεσμό του ρωμαϊκού στρατού μία φρουρά να απαρτίζεται από τέσσερις στρατιώτες, μαρτυρίες για τον οποίο βρίσκει κανείς εύκολα στο διαδίκτυο (πολλές απ' αυτές παραπέμπουν στον ιστορικό Πολύβιο και το εδάφιο vi 33).

Και που λές παλικάρι, είχε ήδη βραδιάσει, το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Καλή η γκόμενα κι' οι έρωτες· αλλα άντε περπάτα δέκα χιλιόμετρα στο χιόνι να γυρίσεις στην κασέρνα. Και να σε μυριζόταν ο λοχίας; κάηκες. Άλλα χρόνια τότε... Μιά βδομάδα μ' έψηνε ο πυρετός. Πρώτη και τελευταία φορά που την έκανα τη δουλειά.

(από Vrastaman, 13/03/10)

βλ. και καζάρμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified