Further tags

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μετερίζι», λέξη που πέρασε στη γλώσσα μας από τα τουρκικά, αλλά με ρίζα στα φαρσί [φαρσ. meteris, -iz], περιγράφει τη θέση μάχης που λαμβάνεται με προφύλαξη από τα πυρά του εχθρού σε κάποιο σταθερό σημείο.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ορκισμένο αγώνα κάποιου, για σκοπό τον οποίο θεωρεί ιερό.

  1. Παραθέτω απόσπασμα άρθρου από το διαδίκτυο:

Κατα την περίοδο 1990-91 ο εν λόγω τότε βουλευτής εκλήθη να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Τότε λοιπόν το σώμα ψήφισε νόμο για την συγκεκριμένη περίπτωση, έτσι ώστε να υπηρετήσει μονάχα 6 μήνες. Η ατάκα -ιστορική από τότε- που βγήκε από το στόμα του νεαρού βουλευτή Βουλγαράκη ήταν: «εγώ υπηρετώ από άλλο μετερίζι»

  1. Άρθρο της Ελευθεροτυπίας

Λάρισα: 2.000 τρακτέρ στο μετερίζι της Νίκαιας

Στη Νίκαια Λάρισας και στον Προμαχώνα Σερρών χτυπά από χθες η «καρδιά» αυτής της αγροτικής κινητοποίησης. Είναι τα μόνα πλέον μεγάλα μπλόκα, στα οποία έχουν σπεύσει και τα τρακτέρ από άλλα μπλόκα που έχουν διαλυθεί. Τον αγώνα συνεχίζουν και οι Κρητικοί αγρότες, που σκοπεύουν να έρθουν στην Αθήνα και να πολιορκήσουν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.

Κι αυτός σε μετερίζι, εξ απαλών ονύχων... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψόνι στα στρατόπεδα, κατά το οποίο οι φαντάροι καθαρίζουν όλο το στρατόπεδο από τις πευκοβελόνες.

Ανήκει στην ίδια κατηγορία λημμάτων με την λέξη γόπινγκ.

Αφορά συνήθως στρατόπεδα με πεύκα και το χρησιμοποιούν κυρίως σμηνίτες τις 350Π.Κ.Β. στην Θεσσαλονίκη.
*Π.Κ.Β. = Πτέρυγα Κατευθυνομένων Βλημάτων.

-Μοιιίρααα... Προσοοοχή!!! Η άφιξης του υποπτέραρχου είναι προγραμματισμένη για τις 17:00 το απόγευμα. Διασκορπιστείτε σε όλο το στρατόπεδο και μαζέψτε όλες τις πευκοβελόνες! Λαμπίκο να το κάνετε! Μη δω καμία κάτω, θα σας λιώσω!
-Πω! Ρε φίλε πάλι πευκοβελόνες; Κάθε μέρα τις μαζεύουμε και δεν τελειώνουν!
-Και τι παραπονιέσαι ρε σειρά; Αφού το λέει και το όνομα του στρατοπέδου! 350 Π**ευΚοΒ**ελόνινγκ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται για στιγμές ανίας, βαρεμάρας, ρουτίνας ή ακόμα και για πολύ πιεστικές καταστάσεις.

- Πω, Πω ρε παιδία δεν μπορώ άλλο εδω μέσα!!! Κάθε μέρα σκοπιά 2-4 τα χαράματα! Δεν την παλεύω άλλο!!!
- Ένταξει ρε ψηλέ! Πως κάνεις έτσι; Πάρε αντιπαλευόν!!

Από το ΦΑΔ της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη, μοντέρνα λέξη, σύνθετου χαρακτήρα [πούτσα+κάτουρο].

Από πολλούς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καραμπινάτος πλεονασμός: αφού ούτως ή άλλως κατουράμε από συγκεκριμένο όργανο, γιατί αυτό πρέπει να αναφέρεται;

Από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω, ότι η έκφραση «φοριέται» πολύ στο στρατό.

- Πάμε ρε μαλάκα, θα αργήσουμε!
- Κούλαρερε. Κάτσε να ρίξω ένα πουτσοκάτουρο και την (γ)κανά.

Έγκυος από χρυσή βροχή η Δανάη στον μύθο! Ο πίνακας του Gustav Klimt. (από Hank, 11/02/09)

Βλ. και ένα πέο κάτουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του γύρου, χρησιμοποιείται συχνότατα στο στρατό για αναφορά στο γνωστό και φτηνό έδεσμα.

- Ψαράδες είστε εξοδούχοι σήμερα. Θα μου φέρετε κανένα γυρόνι επιστρέφοντας;
- Έγινε! Χωρίς κρεμμύδι έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που έχει άδεια (έξοδο).

- Δεν την παλεύω άλλο ρε Νώντα!
- Υπομονή φίλε μου, σε μερικές μέρες θα είμαστε κι εμείς εξοδούχοι!

Εξοδούχοι στις 18.00, που θα φύγουν με τιμητική 3ημερη, λόγω παρέλασης (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα αστυνομικός. Προφανώς από την μπλε στολή.

-Με πήγανε στο στρουμφοχωριό, τρία στρουμφάκια και μια στρουμφίτα.
-Ο μπαμπα-στρουμφ ήταν εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική φράση, για να ειδοποιηθεί κάποιος ότι πλησιάζει κίνδυνος.

Σύρμα! Έρχονται οι μπάτσοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντίθετος του προβλεπέ φαντάρου.

- Πού πας αξούριστος κι αγυάλιστος; Θα φας καμπάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified