Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στην Ξερή. Ο διενεργών το καμάντσο κρατάει στο χέρι του βαλέ και άλλο χαρτί. Ο αντίπαλος έχει το ίδιο χαρτί διπλό. Αντί ο μάγκας να κόψει με το ίδιο χαρτί και να κρατήσει τον βαλέ για να κόψει ξανά, κόβει με τον βαλέ αρχικά, ώστε να δημιουργήσει την εντύπωση στον αντίπαλο ότι είναι ασφαλές να παίξει πάλι το ίδιο χαρτί, στην οποία περίπτωση γίνεται κατά πάσα πιθανότητα ξερή. Ωραία πράματα...

Ετυμολογικά το θέμα τελεί υπό διερεύνηση, όμως μια εκδοχή υποστηρίζει ότι είναι παράφραση του αγγλικού come on, το οποίο εκφυλίσθηκε σε καμάν και τελικά σε καμάντσο, υπονοώντας ότι ο διενεργών προτρέπει τον αντίπαλο να πέσει στη λούμπα.

- Εφτά κούπα Αβράμη.
- Βαλές, να τα πάρω αυτά.
- Κι άλλο εφτά Αβράμη.
- Βρε, βρε, βρε. Κι άλλο εφταράκι βρε παιδάκι μου; Να κι εγώ άλλο ένα. Ξερή! Για διε!
- Ω, τον κωλόφαρδο. (σ.σ. ο αδαής δεν την έχει πάρει πρέφα τη δουλειά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Αμερική, Golden Boys ονομάζονται τον τελευταίο χρόνο οι μάνατζερ των τραπεζών, των μεγάλων χρηματιστηριακών και συναφών εταιριών που, είτε έχουν χεστεί στο τάληρο, είτε έχουν συμβάλλει στο να πλουτίσουν οι εργοδότες τους (εξ ου και ο τίτλος). Η ορολογία δημιουργήθηκε επειδή τα προϊόντα των τραπεζών και τα «τοξικά ομόλογα» που έριξαν στην αγορά, οδήγησαν στην οικονομική κρίση.

Τώρα τελευταία η ορολογία πέρασε στα δικά μας ΜΜΕ (και ως γνωστόν εδώ αν η μύγα βγάλει κώλο, χέζει τον κόσμο όλο) την οποία και κοπανάνε απο το πρωί μέχρι το βράδυ. Αναφέρεται στους διευθυντές των Ασφαλιστικών Ταμείων, οι οποίοι ρίχνουν τα αποθεματικά τους (δλδ τα χρήματα που παρακρατούνται από τους ασφαλισμένους) στο χρηματιστήριο, όπου και χάθηκαν!

Πότε πότε το έχω ακούσει να αναφέρεται στα στελέχη τα οποία δε θα αγγίξει το κύμα απολύσεων.

Ξεσπάει πόλεμος για τα περίπου 1.000 (όπως τα υπολογίζει το ΠΑΣΟΚ) γκόλντεν μπόις του κρατικού μηχανισμού, με αφορμή τις προχθεσινές εξαγγελίες της κυβέρνησης ότι θα περικόψει τους μισθούς τους, βάζοντας ανώτατο «πλαφόν».

Τα ΝΕΑ, 27-2-2009

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αέρα πατέρα στα αγγλικά. Χρησιμοποιείται μαζί με την ελληνική εκδοχή ή και μόνο του για να τονίσει ακόμα περισσότερο το «αερητζίδικο» του πράγματος.

  2. Όνομα ανύπαρκτης αεροπορικής εταιρείας, που προέρχεται από πιστή μετάφραση της γνωστής φράσης «αέρα πατέρα». Χρησιμοποιείται χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών, για να υπερτονίσει το ανύπαρκτο ή το ανέφικτο μιας κατάστασης.

  1. (Διάλογος μεταξύ κολλητών) - Και του έκοψες και απόδειξη για τα πράγματα που του πούλησες;
    - Καλά μαλάκας είσαι; Air father σου λέω, αέρα πατέρα πως το λένε... Μιλάμε για εντελώς μαύρα λεφτά.

  2. -Και με ποια αεροπορική εταιρεία θα πετάξετε;
    -Με την air father! Ποια εταιρεία και μαλακίες ρε, με λεωφορείο θα πάμε τελικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified