Further tags

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).

Ακούγεται επίσης η λέξη «θρασουλέα» για την άσχημη μυρωδιά, ιδίως αυτήν που αναδίδεται από ακάθαρτο αποχωρητήριο ή μετά από σφουγγάρισμα με βρώμικο χρησιμοποιημένο νερό. πηγή

θρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύη πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).

Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Γεραπετρίτης.

Αλήθεια, το ήξερες πως το πρώτο θερμοκήπιο φτιάχτηκε στο Στόμιο, στον Ξερόκαμπο το ’66; Πως για τρία χρόνια ο Απόστολος Διακάκης και ο Ολλανδός γεωπόνος Παύλος Κούπερ είχαν το αγγουράκι μονοπώλιο; Πως εξαιτίας της μετέπειτα αυξημένης παραγωγής οι Στειακοί λέγαν τους Γεραπετρίτες αγγουράδες; ‘Η πως η νοτιοανατολική Κρήτη είναι η ξηρότερη περιοχή της Ελλάδας, αυτή με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της πεδιάδας της Μεσαράς στην Κρήτη, από το πάσπαρος που σημαίνει σκόνη. Και γενικότερα σημαίνει τον καμπίσιο.

Ο πάσπαρος είναι "μαλακή ελαφριά πέτρα λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία θρυμματίζεται εύκολα < αρχ.πας + πόρος (δηλαδή γεμάτος πόρους). Η λέξη σπάνια συναντάται και κάποιες λίγες αναφορές της προέρχονται κυρίως από την Κρήτη, αν και αναφέρεται από τον Κοραή στα Άτακτα στον 4ο τόμο, ενώ υπάρχει μία μοναδική αναφορά της λέξης πασπαρογή, επίσης προερχόμενη από την Κρήτη||*πάσπαρο, το, χώμα λευκό και αφράτο. Λέμε: Το χώμα είναι πάσπαρο και τρίβεται σαν παξιμάδι. *πασπαρογή, η, χωράφι από πάσπαρο." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")"

Δες

Καλύτερα πασπαρίτες παρά ψευτοκαπετάνιοι. (Creta Live).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τρελός, ανόητος, επιπόλαιος.

- Βρε κουζουλέ, πού πας ξεβράκωτος στα αγγούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του κάγκουρα -βλέπε λήμμα- που παρεπιδημεί στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά:οδηγεί μηχανάκι, συνήθως παπί βελτιωμένο (κωλοφτιαγμένο) χωρίς εξάτμιση -ή με πυροσωλήνα-, χωρίς καθρέφτες και κράνος. Έχει λάστιχα πολύ μικρά στον πίσω τροχό για να τρέχει πιο γρήγορα, νικελωμένο πλαίσιο και δισκόφρενα μπρος-πίσω. Έχει προσβλητική / υποτιμητική σημασία, ιδίως στη φράση «φύγετ' από δω κωλόσβουροι!»
Ηλικία: από 12 έως 20 max

Στάση οδήγησης: σε παπί, με το δεξί μόνο, το αριστερό χέρι παράλληλα, κολλημένο στο σώμα.

Τρόπος οδήγησης: πάντα μαζί με άλλα τρία τέσσερα μηχανάκια, κάνουν σφήνες, σούζες, κόντρες μεταξύ τους και με οτιδήποτε άλλο όχημα είναι εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, δεν σταματούν για κανέναν λόγο (πχ. πεζός, γέρος κλπ), προσπερνούν από δεξιά, «γράφουν» στην άσφαλτο με φρεναρίσματα.

Σκοπός ύπαρξης: κανένας συγκεκριμένος, να κάνουν φασαρία με γκαζιές και εξατμίσεις, κατά προτίμηση βραδινές ώρες και μέσα σε στενούς δρόμους, και να ενοχλήσουν τους μεγαλύτερους.
Είναι εύθικτοι στις παρατηρήσεις και βάζουν καυγά αν είναι σε αναλογία 5 σβούροι προς 1 και πάνω.

υποκοριστικό: σβουράκι, το, σβουράκια, τα
συνώνυμο: κωλόσβουρος
η κοπέλα τους, που κάθεται πολλές φορές πίσω στη σέλλα: σβουρογκόμενα

- Σε αυτό το μαγαζί δε λέει να κάτσει κανείς έξω γιατί περνάνε συνέχεια κωλόσβουροι και κάνουν φασαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάζω, στα κρητικά.

- Ξάνοιξέ τον! Πώς σου φαίνεται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόληξη του εντέρου, ο πρωκτός. Τη λέξη την άκουσα από Κρητικό στη φράση του παραδείγματος.

Ώφου... Ω που να φράξει ο μαυροσκότεινός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified