Further tags

Σκουπίζω τη σάλτσα από το πιάτο με ψωμί. Αστικό ιδιωματικό της Κρήτης, προφανώς κατάλοιπο ενετικό εκ του pane (ψωμί).

Πανιαρίσματα, αντίστοιχα, αποκαλούνται οι μπουκιές ψωμιού βουτηγμένες στη σάλτσα.

- Ήταν λίγο το φαΐ; Πάνιαρε το πιάτο σου να χορτάσεις!

- Αυτό είναι αδικία! Εσύ να τρως το μεζέ κι εγώ τα πανιαρίσματα...

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει κάποιον που συνηθίζει να κάνει κάτι συγκεκριμένο τις Παρασκευές (πχ. παρ. 1).

Ειδικότερα όμως στην Αίγινα, σημαίνει τον παραθεριστή του Παρασκευοσαββατοκύριακου, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι (παρ. 2.α. και 2.β.).

Παραθέτω την ερμηνεία του όρου όπως την βρήκα εδώ:

«Εκπληκτική λέξη – μα την αλήθεια. Λέξη ιδιαίτερη που ορίζει μια ομάδα ανθρώπων. Λέξη-ευφυολόγημα της Αιγινήτικης κουλτούρας που ενσωματώθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια στο Αιγινήτικο λεξιλόγιο και δηλώνει ανθρώπους μη γηγενείς που ήρθαν στην Αίγινα, τους άρεσε το νησί και είτε αγόρασαν κάποιο σπίτι είτε νοίκιασαν και το επισκέπτονται συχνότατα. Όνειρο τους, η ολική μετοίκηση στο νησί».

  1. Oι… «Παρασκευάδες» της Κοζάνης και το τραπέζι στον μητροπολίτη Παύλο
    Θα τους συναντήσετε τα βράδια της Παρασκευής, πιθανότατα στον «Ζήνων», στις παρυφές της Κοζάνης. Είναι οι γνωστοί… «Παρασκευάδες», λόγω της ημέρας που έχουν επιλέξει να βγαίνουν για φαγητό, οι οποίοι εδώ και χρόνια…αυξάνονται και πληθύνονται!
    Πάντα με γνώμονα την καλή παρέα, το…καλό φαγητό και τα ακόμη καλύτερα αστεία και σχόλια, οι «Παρασκευάδες» έχουν και…επίτιμα μέλη, αλλά και προσκεκλημένους!
    από εδώ

2.α. Μία και μόνη διαφορά έχουμε με τους Παρασκευάδες. Σε ένα πράγμα, μόνο είναι άτυχοι. Την Κυριακή το βράδυ πρέπει να επιστρέψουν στο λεκανοπέδιο.

2.β. αν δεν είμαστε εμείς οι νεόφερτοι να αγοράσουμε κανα σπίτι, να ρίξουμε τα λεφτουδάκια μας στις ταβέρνες και στα μαγαζιά, να ζήσετε κι εσείς μια καλύτερη ζωή, θα είσαστε ακόμη κανάτια. Καημένοι γίνατε άνθρωποι από τις δικές μας ενέσεις και ότι καλό έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια Παρασκευάδες το έκαναν, βλαχομουτρα. Δεύτερο πανετλόνι δεν είχατε και κάνατε περιουσίες από τους Παρασκευάδες. Αλλά τέτοιοι είσαστε που μέχρι και ο πολυούχος Άγιος σας σας καταράστηκε. από εδώ.

(σ.ς.: όπως φαίνεται τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά στην Αίγινα)

(από Vrastaman, 25/08/11)Ανιτεύουμε once again  (από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κολύμπα, η (πληθ: οι κολύμπες).

Ουσιαστικό, θηλυκού γένους, χανιώτικης καταγωγής. Σημαίνει «λακκούβα με νερό». Οι κολύμπες απαντώνται συχνότατα σε όλο το μήκος του εθνικού οδικού δικτύου ως αποτέλεσμα βροχόπτωσης και κύριος σκοπός τους είναι να εκνευρίζουν τους οδηγούς των οχημάτων και παράλληλα να καταβρέχονται οι περαστικοί.

Επειδή ακριβώς απουσιάζει ως όρος από την υπόλοιπη Ελλάδα, οι χανιώτες έχουν πέσει πολλάκις θύματα χλευασμού για αυτή την τόσο ευφυή λέξη.

Εκεί που πήγαινα να περάσω το δρόμο, παραπάτησα κι έσκασα βαρδύς- πλατύς μέσα σε μια κολύμπα κι έγινα λούτσα...

(από mafie, 27/08/11)Κολυμπάρι Χανίων (από GATZMAN, 28/08/11)

Βλ. και τάφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σαλεμένος, ο αλαφροΐσκιωτος, ο χαζεμένος, ο τρελός.

Λατρεμένη σούρδικη λέξη, που προφέρεται με τόνο σαρκασμού και άκρατης ειρωνικής διάθεσης.

- Σιγά μην άφηνα τη Σούλα μόνη της στο σπίτι! Αυτή είναι σαλή, μέχρι να επέστρεφα θα ήταν ικανή να το κάψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «τίποτα», κατ' εξοχήν απάντηση στις κάτωθι ερωτήσεις:

  • Τι κάνεις;
  • Τι λέει;
  • Πώς πάει;
  • Τι νέα;
  • Έκανες τίποτα για το τάδε ζήτημα;

Απαντάται μόνο στα Χανιά και έχει αντικαταστήσει πλήρως κάθε άλλη ενδεχόμενη απάντηση στα ανωτέρω. Προφέρεται αδιάφορα και με διάθεση αφόρητης βαρεμάρας.

- Τι κάνεις;
- Πράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. Από το τουρκικό zarta (σφοδρότητα, ορμή).

(βλ.: Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος» του Αντώνιου Ξανθινάκη)

- Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες.

(από nikolaosvlas, 19/09/11)Ο Spike Jones βαράει ζάρπες (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν με νοιάζει, γράφω κάτι ή κάποιον στα παλιά μου τα παπούτσια. Κυριολεκτικά σημαίνει σε γράφω στ' αρχίδια μου.

Εναλλακτική ορθογραφία: σεκιμέ καντάρ.

- Τελικά δεν θα έρθω στο ματς.
- Σεκεμέ καντάρ, θα πάω μόνος μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει μαλακίζομαι (εκ του Πατρινού επιθέτου μινάρας που σημαίνει μαλάκας).
Χρησιμοποιείται όμως κατά κύριο λόγο μεταφορικά προς όσους ξεστομίζουν ή κάνουν μαλακίες. Το λέμε επίσης και σε όσους το έχουν κάψει τελείως.

- Αύριο θα βγούμε με την Εύα για καφέ. Πάω να ψήσω κατάσταση.
- Ρε φίλε μινάρεις; Αυτή είναι 15 χρονών!

- Να σε παίξω μερικά ματσάκια Pro στο PS3;
- Καλά, μινάρεις; Σάββατο βράδυ και θα κάτσουμε μέσα;

(από HardcoreGR, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοφωνολογία. Το /j/ είναι το σύμβολο το οποίο χρησιμοποιούμε ενίοτε (και έχει σχεδόν καθιερωθεί) για να περιγράψουμε και να διακωμωδήσουμε ή να σατιρίσουμε την «χωριάτικη» προφορά, την μη «σωστή» δηλαδή, κυρίως την προφορά που έχουν οι κάτοικοι της ΒΔ Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας κά. Μπαίνει μετά το νι και το λάμδα και «μαλακώνει», λιώνει θα λέγαμε, την προφορά τους. Λειτουργεί δηλαδή όπως το «μαλακό σημείο» (ь) των σλαβικών γλωσσών ή όπως το -gn των Γάλλων (πχ στη λέξη oignon, ονιόν = κρεμμύδι).

Έκφραση: «με το νj και το λj».

  1. Κάθε καλοκαίρι που πάει το παιδί στους παππούδες στο Αίγιο, χαλάει την προφορά του και όταν επιστρέφει στο σχολείο όλα τα παιδάκια το κοροϊδεύουνε γιατί μιλάει με το νj και το λj... Τι θα κάνουμε ρε Σταμάτη;...

  2. από μέσα από το σλανγκρ:
    παράλjυτος
    γκλjίτερ
    θα μου τον(j)ιδείς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άκουσα από Αιγινήτη για την σαρανταποδαρούσα, το βρήκα όμως εδώγια την ψαλίδα.

Και τα δύο πάντως έχουν ψαλιδωτή ουρά.

Να τι έφταιγε, βλέπετε; Μια ψαλικουρίδα έχει κάνει φωλιά μέσα στην πρίζα...

Got a better definition? Add it!

Published