Further tags

Εκ του κυπριακού βίλλα (=πέος), είναι η κυπριακή εκδοχή του ψωλομούρης, του dickhead/ dickface αγγλιστί, σημαίνει δηλαδή τον πολύ άσχημο και αποκρουστικό. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά.

1. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΑΛΛΑΣ ΛΑΛΕΙ Ο ΒΙΛΛΟΜΟΥΤΣΟΥΝΟΣ... ΔΕΤΕ ΤΑ

2. Ξεφούσκωμα λαστίχων σπίθκιών που δεν έχουν γκαράζ αλλά έχουν αυτοκίνητα καλά παρκαρισμένα πόξω. Τούτον δεν έσιει να κάμει καθόλου με αρχιτεκτονική αλλά κατά γενικήν ομολογίαν όσο πιο καλό το αυτοκίνητο τόσο πιό βιλλομούτσουνος τζιαι νεόπλουτος ο οδηγός (ξέρετε, πούροι της λίρας που εκάπνιζεν τζι ο πατέρας τους τζιαι μουσούθκια όπως τον κώλο του πιθήκου). Τούτον θα το κάμουμεν καθαρά που διασκέδασην διότι τζιαι οι επαναστάτες έχουν ανάγκην την υγιήν ψυχαγωγίαν.

3. Ο βιλλομούτσουνος Αρχιεπίσκοπος αν τολμά να σχολιάσει ακόμα μια διαφορετική σύγκλιση.

Κόμμωση τ. "dickhead". (από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Χανιά λεγόταν έτσι το σάντουϊτς με γύρο, στα ογδόνταζ, άντε βαριά - βαριά αρχές 90's.

Λόγω σχήματος, επειδή το ανοιγμένο ψωμί σαν σαγόνι κατάπινε τη γέμιση; Λόγω του μεγάλου ανοίγματος των σαγονιών που επέβαλε η βρώση του; Και τα δύο; Ποιος να ξέρει;

Αν και το λήμμα δεν το ήξερα, με συγκίνηση διαπιστώνω ότι σώζεται ακόμη στο (προφανώς σουρεάλ για τους αναμαζωξιάρηδες) μενού κεντρικού σουβλατζίδικου της πόλης:

Σάντουιτς καρχαρίας. Καρχαρίας με γύρο χοιρινό 3.00€; Καρχαρίας με γύρο κοτόπουλο3.20€. Καρχαρίας με κεμπάπ3.20€.

Από 'δώ.

Πραγματικός πρόσφατος διάλογος:

- (παλαιός Χανιώτης τηλεφωνεί σε ντελίβερι) Έλα, θα μου φχιάξεις ένα γκαρχαρία...
- (σουβλατζής νέας κοπής) Ορίστε;
- (παλαιός Χανιώτης) Καρχαρία με γύρο θα μου φχιάξεις ένα...
- (σουβλατζής παλαιάς κοπής, ακούει κι αυτός τον βροντόφωνο πελάτη απ' το τηλέφωνο) - Ασ' το, ξέρω 'γώ τι θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση πείνας, ασιτίας. Λέγεται στην Πελοπόννησο.

Έχεις τίποτα για φαγητό; Κόλλησε το στομάχι μου από την αφαγανίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για το άχρηστο μαχαίρι που δεν κόβει καλά.

Έχω ακούσει και την εξής παραλλαγή από την Θεσσαλία: «Δεν κόβει ούτε πούτσο από πεθαμένο».

Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε του σκυλιού τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Πάτρα λένε επίσης: «Κουνιούνται τα Καλάβρυτα και σιέται η Παλιοβούνα». Επίσης υπάρχει και το δημώδες: «Βαριά κοιμάται ο Κωσταντής, τ' αρχίδια του κουνιούνται».

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετσά λένε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο (κάτι φιλετάρες που, παλιότερα τουλάστιχον, κρεμόσαντε σαν τα τσουτσούνια απ' το ταβάνι του καταστήματος και σήμερα που εκυριλέψαμεν τα βρίσκεις στη βιτρίνα από μέσα). Άντε να βρείτε καμιά φωτό στον γούγλη για να καταλάβετε και την ετυμό του πράγματος, που είναι μωρέ σύντεκνοι σαν πατούσα. Πάω και γω να δω αν η καλή μου έκανε τη σκορδαλιά κατά πως πρέπει, σύμφωνα με τις πάγιες οδηγίες μου.

Ο παστός μπακαλιάρος, το ψάρι του βουνού όπως λέγεται, έχει ιδιαίτερο ρόλο στην κρητική κουζίνα. Στην ενδοχώρα του νησιού, έφταναν δύσκολα τα ψάρια σε παλιότερες εποχές, κι αν έφταναν δεν είχαν τρόπους να τα διατηρήσουν. Ο μπακαλιάρος το έλυνε αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα πάντα οι προμήθειες και οι προετοιμασίες του λιομαζώματος περιελάμβαναν μερικά «χνάρια» μπακαλιάρο. Χνάρι λέμε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο, όπως τον αγοράζουμε. επαέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος στα κυπριακά, η βίλλα, εκ του κατουρώ και βίτσα (δες).

- Συνέχισε να κλάνεις που το στόμα και πελλός που ασχολέιται με Αριστεροτσογλάνι
- Ρε άμυαλον Εδονόπουλο έδωσε το παρόν σου πάλι. Κόψε λίγο τη μαλακία και θα κρούσεις το λιγοστό μυαλό σου.
- Ρε κατουρόβιτσα που θέλουμε. (Κυπριακό βρις-οφ εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βιλλόφατσα, βιλόφατσα

Στα κυπριακά είναι ο ψωλομούρης, ο dickhead ή dickface αγγλιστί, δηλαδή ο πολύ άσχημος, αλλά είναι και γενικότερα βρισιά. Εκ του βίλλα, βίλα (=πέος) και του -φατσα.

1. - apla enan kopeloui en tha asxolitun etsi skedio me tin kopeluaa! so men xonese piso p to daxtilo su r villofatsa je men nekatonese me tin kopeloua! [...]
- aman se gamisww en na doume pios en na i villofatsa [...]
-kalan r inta villa su mpennei esena pou katw j peripezeis tin kopellua;stile ksana j vale onoma na dume inta villofatsa eise esu

2. inda ahristiii isasten re pelee ! kanenas enene teleios je oson gia to pasha piene de tin vilofatsa sou je fkarton skasmo gamoto eginan mou ouloi krites

3. MEN KSANATOLMISIS NA PIS TIPOTA GIA TIS BELIEBERS RE VILOFATSA.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κύσθος, που σημαίνει γυναικείο αιδοίο. Το κύσθος έγινε κύστος (κατά το μισθόςμιστός) και αργότερα, με την εξέλιξη της κυπριακής προφοράς (και με παρετυμολογία από το σχίζω και σχισμή), έγινε σσύστος.

Προφέρεται sheestos.

Είδα τον σιύστον της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός που σημαίνει μπορώ / δεν μπορώ να κάνω κάτι. Η έννοια βεβαίως είναι: το (πχ) χέρι μου υπακούει / δεν υπακούει στις εντολές μου, αναλόγως των δυνατοτήτων του.

Αναρτηθέν στο δουπού υπό Mafie (καλή της ώρα).

Εμείς σαν παιδιά γελούσαμε, όταν ακούγαμε ορισμένες κρητικές κουβέντες όπως το άλογο να το λένε «μπεγίρι» ή όταν ήθελαν να πουν «δεν μπορείς» λέγανε «δε σ' ακούει». Και γελούσαν και τα Κρητικόπουλα μαζί μας. Αλλού όμως κάποιοι επιτήδειοι «φώτιαζαν» τους ντόπιους, ότι αν δεν έρχονταν οι σκυλοπρόσφυγες, τις περιουσίες των Τούρκων που έφυγαν θα τις μοιράζονταν οι ντόπιοι, πράγμα που δεν ήταν αληθινό, γιατί δεν θα είχε γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτή η αντίθεση δημιούργησε άσχημες καταστάσεις, που, φυσικά, με τον καιρό ξεπεράστηκαν.

Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αντίσταση - Εμφύλιος - Προσφυγιά». Εκδ. Πολύτυπο, 2002.

[...] μανίζει με τα χέρια ντου, και το σπαθίν του ψέγει,
θωρώντας τσι λαβωματιές να γδικιωθή γυρεύγει΄
λέει: Θωρώ δεν έχω μπλιό ουδέ σπαθί ουδέ χέρα,
μα όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα,
απείτις κι ένας Κρητικός τόσ' ώρα με μαλώνει,
κι η χέρα μου πιβούλεψε και δεν τόνε σκοτώνει.

Β. Κορνάρου Ερωτόκριτος, Β 1127-1132.

Καβαλλάω το ΚΑΤΑΝΑ και φεύγω...Με το ένα χέρι κρατάω αυτά που θένε να βγουν έξω...Κυττάω πίσω και βλέπω [...] τους άλλους να βγαίνουν απ' το μαγαζί...Ένας τους σταματάει και μου ρίχνει μια σφαίρα. Δεν ξέρει ότι δεν χρειάζεται... [...] Το ΚΑΤΑΝΑ μ' ακούει για λίγο...Μετά γίνεται βαρύ, του λέω να στρίψει και δεν στρίβει. [...]

Θόδωρος Σαραντόπουλος «300 τρόποι θανάτου». Εκδ. Υάκινθος, 1983.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified