Further tags

Ο ψηλός, μεγαλόσωμος άνθρωπος, που είναι και λίγο άχαρος αλλά και χειροδύναμος. Ο χαρακτηρισμός σκοπεύει κυρίως στο μεγάλο μέγεθος ή και κάποιες φορές στην ηλικία, λέγεται περιφρονητικά, όταν για παράδειγμα, ένας 25άρης φέρεται σαν έφηβος. Πολύ συχνά συντάσσεται με την λέξη «κοτζάμ» ή και «κοτζαμάν» όταν πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση.

Σε μια πιο χωρική βερσιόν παραλείπεται το "-η-" στην λήγουσα οπότε έχουμε «λουγκούρς»!

Λέξη που χρησιμοποιείται στην βόρεια Ελλάδα, προφανώς φερμένη από τους πρόσφυγες, με πιθανές τουρκικές ρίζες.

1) Δες τον, δες τον... Κοτζαμάν λουγκούρς και ακόμα τον κόβει τα νύχια η μάνα του...

2) Παρήγγειλα έναν καναπέ και μου τον φέραν μέχρι τον τρίτο δυό λουγκούρηδες δύο μέτρα.. Ευτυχώς γιατί είναι ασήκωτος.

3) - Τι νέα από τον τάφο που σκάβουν στην Αμφίπολη; - Τι να σου πω ρε φίλε.. Άλλοι λένε πως μέσα είναι η Ρωξάνη, άλλοι λένε ο Μεγαλέξανδρος και άλλοι η Ολυμπιάδα...
- Μακάρι να είναι ο Λουγκούρ-Αλέκος μέσα, να γίνουν γνωστά και τα Σέρρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατσαμπούνα είναι μια κυπριακή λέξη που σημαίνει κάτι σαν καραμούζα ή σφυρίχτρα ή κόρνα. Γενικά χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε θορυβοποιό «πνευστό» ή άλλο αντικείμενο, τ. βουβουζέλα, που ξεσηκώνει τον κόσμο για σκοπούς οργιαστικούς, διονυσιακούς ή απλώς καγκουροειδείς. Επίσης μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους ενοχλητικούς οξείς θορύβους, λ.χ. για το κλάμα ενός μωρού ή για θορύβους παραγόμενους από ποικίλα μπλιμπλίκια. Κατσαμπούνα ονομάζεται επίσης και η μαντούρα που είναι ένα απλούστατο παιδικό παιχνίδι με λίγες τρύπες.

Εδώ βρίσκουμε την άποψη ότι η κατσαμπούνα προέρχεται από την τσαμπούνα, αν και το αρχικό κα- είναι δυσεξήγητο. Η τσαμπούνα είναι «νεοελληνικό λαϊκό πνευστό, με δύο αυλούς και ασκό» που παίζεται στα νησιά του Αιγαίου και «στα μάτια του αμύητου δεν ξεχωρίζει από την γκάιντα». Η γενική ονομασία που περιλαμβάνει τόσο την τσαμπούνα όσο και την γκάιντα είναι άσκαυλος. Περαιτέρω η ονομασία τσαμπούνα «προέρχεται από το ιταλικό zampogna (τσαμπόνια)», που είναι ένας παρόμοιος άσκαυλος. Η ιταλική λέξη zampogna θεωρείται εδώ ότι ετυμολογείται από τη λατινική λέξη symphonia, δηλαδή εντέλει από την ελληνική συμφωνία, άρα πρόκειται για αντιδάνειο. «Το νόημα του όρου είναι προφανώς ότι δύο ή περισσότεροι αυλοί (στα ιταλικά όργανα είναι συνήθως τέσσερις) ηχούν ταυτόχρονα» και όχι μόνοι τους. Πνευστά με παρόμοιες ονομασίες βρίσκουμε στη Γεωργία (chiboni) και στη Ρουμανία (cimpoї).

Βλέπουμε, λοιπόν, μια μετατόπιση σημασίας από ένα πνευστό μουσικό όργανο σε ένα ευτελές θορυβοποιό αντικείμενο, που είναι όμως συνηθισμένη, αφού και η λέξη κόρνα ακόμη προέρχεται από το κόρνο, δηλαδή το πνευστό μουσικό όργανο κέρας. Η ευτέλεια της κατσαμπούνας φαίνεται και στην κυπριακή παροιμία: Έχουν τον πορτίν τζι’ αλώνιν κατσαμπούνα τζαι βελόνι. Δηλαδή έχουν για το πρόσωπο τόση εκτίμηση, όση αξία έχουν τα ευτελή αντικείμενα κατσαμπούνα και βελόνι (δες εδώ).

Πάσα (Δ.Π.): Ο Άλλος.

1. Τζίνον το σίοου με τον Μίλτον Μακρίδην, η “Ταυτότητα”, όπου ο παίχτης προσπαθεί να μαντέψει τί δουλειάν κάμνουν μια συναπαρτσιά ανθρώποι μόνο που την φάτσαν ή την εμφάνισην τους εν η απτή απόδειξη ότι ο Ελληνισμός δεν έσιει μέλλον, πως η μετριότητα επικράτησεν θριαμβευτικά εις βάρος του ταλέντου τζιαι του χαρακτήρα, τζιαι πραγματικά θρηνώ για την κατάντιαν της Μητέρας Ελλάδας (ναί ρε! είπα το τζιαι δεν αντρέπουμαι!)
Αρχικά το σίοου εξεκίνησεν με επαγγέλματα πολλά ενδιαφέροντα τζιαι το παρακολουθούσα ανελλειπώς γιατί έκαμνεν τον παίχτην τζιαι τον τηλεθεατήν να κονίσει τον νουν του τζιαι να ξεχωρίσει τον επαγγελματίαν μποτιμπιλντερά που τον φρουρόν ασφαλείας/μπάουνσερ. Ο επαγγελματίας μποντιμπιλτεράς εν τζίνος που εν αποτριχωμένος που την κκελλέν ως τα δακτύλια των ποδκιών του φυσικά. Έπρεπεν να προσέχεις την εμφάνισην τζιαι την φυσικήν κατάστασην του άλλου για να καταλάβεις αν εν αθλητής ή καλλιτέχνης. Τέλος πάντων έθελεν φαιάν ουσίαν έστω τζιαι στον ελάχιστον βαθμόν. Μετά αρκέψαν οι μαλακίες.
Ακούστε επαγγέλματα τζιαι ιδιότητες που δηλώνουν οι εξ Ελλάδος αδελφοί μας ως ταλέντα που να δικαιολογούν την παρουσίαν τους στην τηλεόραση.
-Παίζει μουσική με φύλλο (βάλλει έναν φύλλον μες τα σιείλη του τζιαι φυσά του όπως την κατσαμπούνα).
-Κάνει Σεξ κάθε μέρα (μπράβο μάνα μου, βάλτο πας το βιογραφικό σου) -Σπάζει ξύλα (μάσσιαλλα σου. Κρατά σε καμάριν η μάνα σου;)
-Είναι γκέϊ (είπαμεν είσαι proud…)
-Στέκεται με τα χέρια του (στέκομαι με τα χέρια κοπελιά, πάμε για ένα ποτό;) -Ξέρει καράτε (μάααααλιστα…)
-Έχει κάνει πλαστική επέμβαση στη μύτη του. (μαλάκα, αν ήμουν γεναίκα θα εγίνουνταν μουσκίδι τα βρατζιά μου που την καύλα για την μούττη σου…)
-Σχεδιάζει ρούχα για τσιγκάνους (αλώπος εν ξέρουν να φορούν τα παντελόνια όπως οι υπόλοιποι) -
Ότι δηλώσεις είσαι! Ζούμεν σε μιαν τόσο τυποποιημένην κοινωνίαν που οτιδήποτε μας κάμνει να ξεχωρίζουμεν θεωρείται προσόν. Μπράβο που τρουλλογαμιέσαι κυρία μου. Μόνον εσύ έσιεις σταθερή σεξουαλική ζωή; Τί θέλεις να μας πεις δηλαδή;
ΕΛΕΟΣ! ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΝ ΜΕ ΚΑΜΝΕΙΣ ΝΑ ΝΤΡΕΠΟΥΜΑΙ!

2. Κοριτσια καλημερα.. εκατσα να γραψω αλλα αρχισε η κατσαμπουνα παω και επιστρεφω.

3. Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σπάσει τα νεύρα τους με την αφρικανική κατσαμπούνα και δεν θέλουν να το ζήσουν και αυτό.

4. «Πνευστά» - κι αυτά είναι μουσικά όργανα όμως τούτα παράγουν ήχο φυσώντας μέσα σ’ αυτά. Λόγου χάριν, το κλαρίνο, η φλογέρα, η γκάιντα, το σαξόφωνο, αλλά και η σάλπιγγα [στα κυπριακά κατσαμπούνα] ... Οι κατσαμπούνες χρησιμοποιούνται και στες φιλαρμονικές που λαμβάνουν μέρος σε παρελάσεις και προκαλούν κι αυτές μπόλικο θόρυβο – κουφαίνουν τον κόσμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έγινε διάσημη από το θρυλικό βιντεάκι Το Σαραντατρίο, όπου νταλικέρης διεκτραγωδεί την κακοτυχία του διανθίζοντάς την με πολλές εκφράσεις από την αργκό των φορτηγατζήδων αλλά και με τοπικούς ιδιωματισμούς της Νοτιοδυτικής Πελοπονν-j-ήσου. Πλέον φοριέται αρκετά αντί του σιγά σιγά ως χαριτωμενιά που θυμίζει τον θρυλικό νταλικέρη, για περιπτώσεις που κάτι γίνεται αργά αλλά σταθερά.

Πάσα (Δ.Π.): Τσακω

1.Του 'χω βάνει του 'χω φορτώσει το σαραντατρίο μπακαλική από την Τρίπολη για Θεσσαλονίκη, για πάνου Μακεδονία και έχω ξεκινήσει σιγούλια σιγούλια, και μόλις έχω φτάσει καλή ώρα Πελασγία και έχω πληρώσει τα διόδιά μου «κύριος», του 'χω βάνει τη δύο, μαλακωσιά πολύ γιατί το αμάξι ήταν βαρύ και του 'χα βάνει κανά 60άρι τόνοι φορτίο απάνου, και του 'χω βάνει την δύο, την τέσσερα, την έξι, την εφτά, την οχτώ, του 'χω καρφώσει και την εννιά και το πάω μαλακωσιά τ' αμάξι τώρα, 85 χιλιόμετρα στις 2.350 γιατί έχω βήμα γρήγορο πολύ, κι έτσι όπως πήγαινα σιγούλια σιγούλια εκοιτώ στο είδωλο κι έρχονται κάτι Τριπολιτσιώται... σου μιλάω για μαλλιά με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα, εκοπάναγε και το ελευθέρας στο ντουβάρι που 'χει κείθε, και μου περνάνε μαλλιά, κι έχω κοκκινίσει, την έχω ψωνίσει, σου λέω σαν τη μελιτζάνα... και του 'χω καρφώσει την δέκα, σανίδα το γκάζι, όρθιο σου λέω τώρα και το σαραντατρίο να 'χει κόψει καπίστρι, να 'χει σηκώσει πανί, και να σανιδώνει τώρα να δίνει. Τούφα το ντουμάνι! Εζυγώνω τον πρώτονε, τον επερνάω και μόλις έχω φτάσει στο δεύτερο, κείθε απάνου στους Αγίους Θεοδώρους, στο καρφί το καλό, Τον εζυγώνω, τον εζυγώνω, τον επερνάω και μόλις βγάνω φλας να μπω δεξά, όλη την αριστερή τετράδα τα πιστόνια και τον στρόφαλο τα πήρα στη μασχαλ'. Ε μα σου λέω για ολική καταστροφή! Ήμουνα κανά δυάρι μέρες εκεί απάνου, πήρε να χαλάσει το φασόλι, πήρε να μαραζώσει το λεμόνι, η πιπεριά γαμήθηκε, σου λέω για αμάξι και φορτίο τα 'χω πληρώσει ο κούκος αηδόνι.«

  1. Τι ωραια που ξυπνατε ολοι σιγουλια σιγουλια. Αντε πιειτε καφε, σε λιγο αρχιζει το εργο. (Από μπουρδελοσάιτ)

3. Τζαμι στην Αθηνα. Και σιγουλια-σιγουλια σ'ολη την Ελλαδα.

4. Η ακροδεξια ανερχεται σιγουλια σιγουλια και στην Ευρωπη των δημοκρατων.

5. και τι μας ειπε αυτος ο παπαρας ΤΜΗΜΑΤΙΚΑ λεει η καταβολη των χρηματων,οκευ μεγαλε απο δευτερα και εμεις στο παιχνιδι,και πως θα το παιξουμε ; οτι μπορειτε πληρωνετε σιγουλια σιγουλια, χαλαρα σε εφοριες,τραπεζες,ταμεια,δεη,νερα,να βογκηξουν να παρουν 10 ευρω,η ισχυ μας ας ενωθει ειμαστε εκατομμυρια δεν μπορουν να κανουν τιποτα πρακτικα,ΟΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΝΟΡΓΑΝΙΣΙΑ.τους βαλαμε τα δυο ποδια σε ενα παπουτσι.

(από Khan, 28/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειδική κατηγορία γκριζομάλληδων -άκα «ψαρών»- αγγέλων, που εμφανίζονται με τρόπο θαυμαστό σε όσους αναγκάζονται να κοιμηθούν νηστικοί ή και πεινασμένοι.

Η έκφραση απαντάται στην Χίο, ενώ η πρόθεση των Αγγέλων καθώς και η σημασία της γκρίζας κόμης του καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου...

Ο καμαρότος πράγματι, μάζευε τα πάντα μετά το βραδινό φαΐ και όλη τη νύχτα βλέπαμε ψαρούς αγγέλους από την πείνα.

Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφυκτικά γεμάτο.

-Έχει ζάχαρη στο βάζο;
- Βίμπα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατίνα οι παλιές Σμυρνιές λέγανε την πλάτη.

Ωχ, με πόνεσε η κατίνα μου. Ξεκατινιάστικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμεινε επιτόπου, ξερός, πεθαμένος.

Πήγα το πρωί και τονε βρήκα καρούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαδοχικά ραπίσματα, το ξύλο.

Έφαγε ματσκίδ' που πήγε σύννεφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκια, σφαλιάρες.

Μόλις μου είπε έτσι τον άρχισα στο μπουφλίδ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified