Further tags

Ο ατημέλητος, ο σβαρνιάρης, αυτός που δεν δίνει σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση. Λαρισαϊκή λέξη.

Σημασία πρέπει να δώσουμε στην προφορά της λέξης: το σ με sh και το ι σχεδόν δεν ακούγεται, καθώς λέγεται ενοποιημένο με το α.

- Α, ρε σιάτρα! Βάλε παιδάκι μου τη φανέλα σου μέσα από το παντελόνι, να γίνεις άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαλέγω κάτι με μεγάλη λεπτομέρεια, δίνοντας τόση σημασία ωσάν να επέλεγα γαμπρό. Λέγεται στη Λάρισα.

- Το πιάνο μας, παρότι δεν είναι κάποια γνωστή μάρκα, το γαμπροδιάλεξε ο πατέρας σας. Έχει τον ήχο ενός kawai και το έπιπλο είναι εξαιρετικής ποιότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[σ.σ: Το λήμμα καταχωρημένο στα ποντιακά διότι έτσι ακούστηκε από τον γράφοντα.]

Η χαρούμενη φασαρία είναι η κατάσταση ενός γάμου, ενός αρραβώνα ή κάποιου άλλου ευχάριστου γεγονότος που, όταν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, δημιουργεί μια αναταραχή, μια αναμπουμπούλα, αλλά είναι χαρούμενο, παρ' όλες τις δυσκολίες, διότι έχει να κάνει με τις πιο αισιόδοξες στιγμές του ανθρώπου.

Για την φασαρία λοιπόν έχουμε:
- να γίνουν οι συνεννοήσεις με εκκλησίες, αυτοκίνητα, νυχτερινά κέντρα, ξενοδοχεία, μπομπονιέρες, νυφικά, φωτογράφους κλπ κλπ
- να γίνει η συνεννόηση με κουμπάρους
- να μαζευτούν οι συγγενείς
- να γνωριστούν άτομα που θα γίνουν συγγενείς
- να τηρηθούν χίλια-δυο έθιμα (εννοείται όχι μόνο από «υποχρέωση»)
- να ανταλλαγούν δώρα
- να ντυθεί ο γαμπρός και η νύφη ή, για άλλα συμβάντα, να ετοιμαστούν τέλος πάντων τα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν
- να γίνουν οι ακολουθίες, τα γλέντια και οι χοροί
- να προληφθούν τίποτα εντάσεις και παρεξηγήσεις
- να προσεχθούν από τους ψυχραιμότερους αυτοί που συγκινούνται («γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο δεν γίνεται»)

Για τα πρόσωπα που οργανώνουν και υφίστανται τα παραπάνω είναι σίγουρα μια τρομερά αγχώδης αναστάτωση (βλ. «όποιος δεν πάντρεψε κόρη και δεν έχτισε σπίτι δεν ξέρει τι θα πει ζωή»), που όμως, αν όλα πάνε καλά, αφήνει ευχάριστες αναμνήσεις, εξ ου και η έκφραση.

- Δέσκαλε, έλα ας πίνουμε έναν καφέν και τερούμε και το φλυτζάν!
- Έρχομαι κυρά-Ουρανία, νά 'σαι καλά!
- Α! Ντο ελέπω αδακά! Έναν χαρούμενον φασαρίαν!
- Δηλαδή;
- Τώρα σουμάδε ειν', παντριά εν', κατ' ελέπω, κατ' θα ίνετε αλλά κι ξέρω ντο θα έν' ατό. Μια φορά αγλήγορα θα σύρουμ' το χορόν!
- Χεχε, εσύ κάπου το πας, κάποια θέλεις να μου γνωρίσεις... Θα δούμε γιαγιά, μπορεί, ποιος ξέρει...
- Μ' ανασπαλείς να καλείς κι εμάς τη γεροντάδες!

[- Δάσκαλε, έλα να πιούμε ένα καφέ και να δούμε και το φλυτζάνι!
- Έρχομαι κυρά-Ουρανία, νά 'σαι καλά!
- Α! Τι βλέπω εδώ! Μια χαρούμενη φασαρία!
- Δηλαδή;
- Τώρα αρραβώνας [σημάδια] είναι, γάμος είναι, κάτι βλέπω, κάτι θα γίνει αλλά δεν ξέρω τι θα είναι αυτό. Πάντως, γρήγορα θα χορέψουμε!
- Χεχε, εσύ κάπου το πας, κάποια θέλεις να μου γνωρίσεις... Θα δούμε γιαγιά, μπορεί, ποιος ξέρει...
- Μη ξεχάσεις να καλέσεις κι εμάς τους γέροντες!]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου η κατάληξη της Γενικής Πληθυντικού -ων σχηματίζεται ως -ωνε. Από εκεί καθιερώθηκε στην σλανγκ, με την βοήθεια του Χάρρυ Κλυνν που προμόταρε τον ιδιωματισμό στον δίσκο «Μαλακά, πιο μαλακά» (αρχές '80ς).

Ταμείο Παρακαταθηκώνε και Δανείωνε.

Σύλλογος για τα Δικαιώματα των Ομοφυλοφίλωνε.

Ευρωπαϊκώνε προδιαγραφώνε.

(Παρακαλείσθε να προσθέσετε κι άλλα που υπέπεσαν στην αντίληψή σας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη απαντάται στην Μεσσηνία, την λεβεντομάνα πολλών υπερασπιστών του έθνους μας. Περιγράφει μονολεκτικά τους εχθρούς του Ελληνισμού, ιδίως στην εποχή που ήταν πιο έντονος ο «από Βορρά κίνδυνος». Σημειωτέον το «κου» του «κουμμουνιστο-».

Είναι μια εξωνημένη συνείδηση, ένα μίσθαρνο όργανο, ένας αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «όχι» στα γύφτικα. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και με την κανονική του αγγλική σημασία. Επίσης έχει κι άλλη μια σημασία, του επιφωνήματος «ωχ», στα γύφτικα πάντα.

  1. οκ πάλι... βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι
  2. οκ ρε ... σε 5 στο καφέ..
  3. οκ παναγία μου... θα σκοτωθούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξεγαύρωμα /-ώνω: Οι ενημερωμένοι τε και έμπειροι χρήσται τιαύτου διαδικτυακού τόπου ήδη γνωρίζουν πολλαί λέξεις αι οποίαι εκφράζουν τη γενετήσια πράξη, επί παραδείγματει: «φιστίκι», «ξεσκίδι» κ.α. Η λέξη «ξεγαύρωμα» ολοκληρώνει τιαύτη προσπάθεια δίδοντας ένα τόνο, τρόπον τινά, ιδιοματικό καθώτι χρησιμοποιείται μόνο από Κρήτες. Ενέχει δε και μεταφορικής σημασίας, καθότι υποδηλεί την έντονη κούραση από παρατεταμένη εργασία. Εις άλλαι περιοχές τις Ελλάδος απαντάτε ο όρος «γαυρώνω» ο οποίος όμως ουδεμία σχέση έχει μετά του «ξεγαυρώματος».

Μανωλιός: «Ω ανάθεμάτο μρε, εξεγαυρώθηκα τσι ελιές πάλι οφέτος! Νεσάκιασμα, κουβάλημα... ωχ πονώ!»
Σήφης: «Α! Εγώ πάλι εξεγαύρωσα μία οπροχτές στο μώλο του Ηρακλείου! Κι ήμασταν εδα με τα γκομενάκια τσ΄αδερφής μου και πίναμε καφέ απ' το λαΐνι ...»

βλ. και γαυρίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιδρώ.

Για άλογα, γαϊδούρια και λοιπά τροχοφόρα - τσινάω: σταματάω απότομα, αρνούμαι να προχωρήσω, κωλώνω.

Μεταφορικώς - τσινάω: δυστροπώ, αρνούμαι να αποδεχτώ κάτι, αντιδρώ στην ιδέα.

Τσινάει ο γάιδαρος.
Τσινάει η νύφη.
Τσινάει το αυτοκίνητο.
Τσινάει ο παίκτης - μεταγραφή πριν υπογράψει το τελικό συμβόλαιο.
Τσινάει η πουτανίτσα.

(Σ.ς. όπως ωραιότατα αναφέρει ο Vrastaman, η λέξη λέει ετυμολογείται εκ του τινάσσω, που πα να πει, δεν μ' αρέσει αυτό που βλέπω, αυτό που ακούω, αυτό που συμβαίνει, σο αντιδρώ τινασσόμενος, τινάζω τα πόδια μου αν έχω, γενικώς τινάζομαι ενοχλημένος ένα πράμα. Εύγε μπρο που το ήβρες, σου χρωστάω αστέρια).

  1. Προς Ομπάμα: Καλή γαϊδουρινή ηγεμονία, μη μας ξεχνάτε. Δεχτείτε έναν γάιδαρο Ακαρνανίας δώρον φιλίας. Είναι προστατευόμενο είδος [...] Προσέξτε: ο γάιδαρος τσινάει.

  2. Ρε συ Γιώργο τι 235 και 240 μας λές;
    μήπως είσαι έτοιμος για απογείωση και το αμάξι τσινάει σε τόσα χιλιόμετρα; πάντως τσαμπουκά θέλει στην αδιαφορία των αντιπροσωπιών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει διαβάλλω, βάζω λόγια. Από Χανιά μεριά, όπου τσίτες=αγκάθια (αλλά και ψαροκόκκαλα). Απαντά και ως «tsites putting».

- Γιατί ρε βάζεις τσίτες της γκόμενάς μου ότι δεν είμαι για σχέση και μαλακίες...
- Προσπαθώ να τη γαμήσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified