Λούτσα στα αρβανίτικα σημαίνει μούσκεμα στα ελληνικά.
Σιγά ρε, με έκανες λούτσα (με έβρεξες).
Με έπιασε μία βροχή στον δρόμο και έγινα λούτσα (μούσκεμα).
Λούτσα στα αρβανίτικα σημαίνει μούσκεμα στα ελληνικά.
Σιγά ρε, με έκανες λούτσα (με έβρεξες).
Με έπιασε μία βροχή στον δρόμο και έγινα λούτσα (μούσκεμα).
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.
- Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.
Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.
Got a better definition? Add it!
Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.
Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!
Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.
Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.
Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.
Got a better definition? Add it!
Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα
Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.
Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη πείνα.
2.(ευχή για κακό σε κάποιον): κράνι ντε (δηλαδή να σε πιάσει πείνα και δυστυχία).
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει: σημαδεύω. Στον αόριστο: εκόκιεψε.
Εκόκιεψε καλά και το πέτυχε στο φτερό!
Got a better definition? Add it!
Κουκουμπρέλα σημαίνει κάτι που κατασκευάστηκε λάθος, κάτι ασήμαντο, κάτι που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε χρησιμεύει σε κάτι.
Σημαίνει ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει κάτι σωστό.
Τι είναι αυτός ρε, μεγάλος κουκουμπρέλας...
Τι έφτιαξε πάλι; χαχα έφτιαξε μία κουκουμπρέλα!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ανάποδα, αναποδιές.
Από τότε που χώρισα έχω τρομερή γκίνια, μου έρχονται όλα ζερβοδίμιτα.
Εκεί που πάω να ορθοποδήσω λίγο, όλο κάτι γίνεται και μου έρχονται τα πράγματα ζερβοδίμιτα.
Got a better definition? Add it!
Ο λαγός στα αρβανίτικα.
Μεταφορικά αυτός που γίνεται λαγός όταν συμβαίνει κάτι.
Πού είσαι ρε λέπουρα; Μόλις άρχισε η φασαρία έγινες καπινός!
Αυτός από το φόβο του έτρεξε μακρυά σαν τον λέπουρα.
Got a better definition? Add it!