Further tags

Χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο, και θα πει πειράζω, ενοχλώ κάποιον, συνήθως με περιπαιχτική διάθεση και όχι κακοπροαίρετα. Επίσης αναφέρεται και σε πράγματα, όταν τα πειράζουμε ή ψάχνουμε να δούμε πώς δουλεύει ένα αντικείμενο.

Συνώνυμα: σγκαρλάω.

  1. - Πού 'σαι ρε σώγαμπρε; Τι λέει η ζωή στο γυναικοχώρι; χαχαχαχα
    - Καλά είναι, προσπαθώ...
    - Γιατί τον τσιγκλάτε τον άνθρωπο ρε παιδιά;

  2. - Προσπαθώ να καταλάβω πώς δουλεύουν αυτό το μαραφέτι που αγοράσαμε.
    - Μην τα τσιγκλάς μωρέ και χαλάσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρεζίλης, ο ξεφτιλισμένος, ο ρεζιλεμένος.

Από το τουρκικό kepaze (κακόφημος).

  1. - Άντε χάσου από δω, παλιό-κεπεζέ!

  2. Ντόμα-ζέτο κεπαζέτο (σπιτόγαμπρος-ρεζιλόγαμπρος). Σλαβοσκοπιανή παροιμία, χρησιμοποιείται και από σλαβόφωνους Έλληνες για τους σώγαμπρους (doma: σπίτι, zetot: γαμπρός).

doma zetot kepazeto (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ρήματος γαργαλάω.
Αόριστος: γαρτίλησα.

- Γιατί είσαι αναστατωμένος ρε ξάδερφε;
- Άσε Γαβρίλο, κάτι ένιωσα να με γαρτιλάει πιο πριν, λες να 'ταν καμιά αράχνη;
- Και τι σκιάζεσαι ρε φίλε; Στην Αυστραλία ζούμε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκα, αλλά σαφώς πιο ήπιο και κόσμιο.

Η αντίστοιχη πράξη λέγεται «μαλευρία».

Πω πω, ρε μαλεύρα, πάλι ξέχασες να πάρεις γάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Θεσσαλονικιώτικα, οτιδήποτε κρέμεται από το λαιμό ως κόσμημα. Το μενταγιόν.

Την είδα χθες και φορούσε ένα πολύ ωραίο κρεμαστό.

βλ. και κρεμαστάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γομολάστιχα στα Θεσσαλονικιώτικα.

Δώσε μου τη σβήστρα, έκανα ένα λάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή γραφική φιγούρα της Θεσσαλονίκης, ενεργός τουλάχιστον απ' τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ώς κουτσά-στραβά και σήμερα –άν και γι' αυτό δέν είμαι σίγουρος, ας μιλήσουν κι' οι αυτόπτες.

Ο Ρέψας, τουλάχιστον σαρανταφεύγα πια, είναι κουλουρτζής. Όταν δε δουλεύει, μπίχλας, περιφέρεται στο Κέντρο γέρνοντας δεξιά κι' αριστερά σαν εκκρεμές, ατσούμπαλος, σκυφτός και πάντ' αμίλητος, γυαλί-πατομπούκαλο και σαλιωμένη αξυρισιά, και βλέμμα που συνήθως φεύγει στο υπερπέραν αλλά καμιά φορά σε καρφώνει με σχεδόν κοροϊδία, συνηθίζει ν' ανεβαίνει στ' αστικά, να διπλαρώνει επιβάτες και να τους ταράζει στο ρέψιμο σε απόσταση ανάσας –μπάσο, πηγαίο, ασυναγώνιστο, κελαρυστό ρέψιμο– αποσπώντας αμηχανία, αηδία, νευρικό γέλιο, μέχρι και πρόωρη αποβίβαση ή και κλάμα από ευαίσθητες νεανίδες (όπως με πληροφορεί ο αλίβ σε πιμί). Άλλοτε πάλι, πιο σπάνια, τον βρίσκεις να στέκεται σε κεντρικές γωνιές και να μοιράζει βόθρους στους περαστικούς σα φοιτητής τα φέιγ βολάν.

Στη φιλολογία γύρω από τον Ρέψα, κεντρικά ερωτήματα είναι (α) είναι γεννημένο ταλέντο; και αν όχι, με τι διάολο εξάσκηση έφτασε να 'χει τέτοια τεχνική (γιατί όταν ο Ρέψας ρεύεται, ο Τσάκ Νόρις τα κλάνει) (β) πάσχει όντως από κάποιου είδους νοητική υστέρηση όπως δείχνει, ή κοροϊδεύει όλη την πόλη ψιλό γαζί, όντας κατά τ' άλλα απόλυτα ικανός για ντεμέκ φυσιολογική συμπεριφορά; κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν μέχρι και συζητήσει μαζί του στο νορμάλ (αν και ποτέ δε μας είπαν περιτίνος), ενώ άλλοι εξηγούν ότι έχει φτυστό αδερφό που προκαλεί τη σύγχυση.

Ο Ρέψας λεν ότι προτιμά να διπλαρώνει κοριτσάκια (κι' εγώ αυτό προτιμάω εδώ που τα λέμε), ωστόσο θύματά του είναι εξίσου και άντρες, και θα 'λεγα μάλιστα οποιασδήποτε ηλικίας, απ' όσο τον θυμάμαι. Αρκετά συχνό επεισόδιο το θύμα να του απαντά στην ίδια γλώσσα, ώς και κάποιες φορές να μαζεύονται πιτσιρίκια και να του την πέφτουν ομαδικά με ρεψίματα κι' αυτοί –αλλά τί να κλάσουν, ο άνθρωπος είν' ασυναγώνιστος λέμε (χωρίς πλάκα). Τέλος, παλιότερα τουλάχιστον, θα του την έπεφταν πού και πού κι' οι νταήδες της πόλης να ξεσπάσουν, ελλείψει ακόμα αλβανών μεταναστών, και θα τριγυρνούσε μετά μελανιασμένος.

Να 'ναι καλά τελοσπάντων ο Ρέψας, απ' τους λίγους τρελούς παλιάς κοπής στην ερωτική συμβασιλεύουσα που ακόμη τριγυρνάνε, αν και αραιά πια, γιατί όπως είπε κι' ο Ακύλας Κουλοσάββας σε ανύποπτο χρόνο: «σκατά η Θεσσαλονίκη: της έχουν μείνει οι μισοί τρελοί, κι' απ' αυτούς οι περισσότεροι χαντζ-φρι». Ίσως βέβαια η καλή η κρίση αυτό να τ' ανατρέψει για καλά.

— Και καλά, όλο τον Αύγουστο εδώ την έβγαλες; Ούτε μιά Χαλκιδική δε πήγες;
— Τρ'λός εισαι; Η Σαλονίκη τον Αύγουστο είναι καύλα ρε, αγία αδειοσύνη. Νά 'ν' ο Ρέψας Ναβαρίνο και να τον ακούς στα Λαδάδικα...

(από vikar, 06/11/12)(από vikar, 06/11/12)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα κρητικά: τσιμουδιά, μόκο, βούλωσ'το ή, η απόλυτη αντιστοιχία: ράψ' το. Καθότι κεδιά είναι κανονικά (στα κρητικά πάντα) η βελονιά.

Πάσα: Nick

DREPOME POLI (OXI GIA OLOYS) ALA GIA TOYS PERISOTEROYS ! O KA8E ASXETOS GRAFI K IPOFRAFI.....DROPI SAS. AKOYSTE OTI MPORITE N AKOYSETE K SKAZMOS...KEDIA....MAYRO MAXERI ! POY 8A SXOLIASETE (PERA APO TH PROSOPIKI SAS APOPSI DILADI MOY ARESI DE MOY ARESI OPA AEDE KAI LIPA) TA ALA IPARXOYNE A8ROPOI POY TA SPOYDAZOYNE KAI APO AYTOYS 8A TA MA8OYNE TA PEDIA MAS ! H EPOXI POY H KRITIKI PARADOSI KREMOTANE APO KATI TETIA SXOLIA EXI PERASI EYTIXOS MONO SKASMOS KI AKOYTE !!!!!!

από εδώ

(από ironick, 30/10/12)(από ironick, 30/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ημιμάθεια, τα ημίμετρα και ο ημίονος πάντα κατέχουν χαμηλότερη θέση στην τροφική αλυσίδα από την αμάθεια, τα μέτρα και την Yoko Ono, αντίστοιχα.

Στο πνεύμα αυτό, ο μισόχαζος είναι σαφώς επαχθέστερος, πιο επικίνδυνος και πιο μπαμπέσης απ' τον χαζό, όπως μάς δίδαξε και η εμπειρία μας με τον #79 Global Thinker για πρωθυπουργό. Άλλωστε, ο θετικός αντίκτυπος της αντικατάστασής του με απλά χαζό πρωθυπουργό έχει σχεδόν αρχίσει να γίνεται αντιληπτός δια γυμνού οφθαλμού, στα όρια πάντα του σαδιστικού λάθους.

Ίσως να πρόκειται και για τοπικό ιδιωματισμό: φοριέται αρκετά στην Ευρυτανία, αν και δεν βάζω χέρι.

Αγγλικανιστί: halfwit.

- Ο μισόχαζος, που είχε το θράσος όχι μόνον να τους σύρει με τα ψέματα τού «...λεφτά υπάρχουν», αλλά και στο τέλος να τους ειρωνεύεται κιόλας, «καταγγέλλοντας» στην Ευρώπη ότι οι Έλληνες είναι οι διεφθαρμένοι, που σέρνονται πίσω από «καρότα».
(εδώ)

- Πως θα φύγουμε ρε μισόχαζοι απ'την Ευρώπη;Φύγετε εσείς!Μήπως η Ευρώπη είναι κόρη του Φοίνικα Σόιμπλε;Θα διαβάσω Γερμανική μυθολογία να μάθω! (τσίου, εκεί)

- Λεει ο μισόχαζος που έχουμε για πρωθυπουργό: «να κάνει ο καθένας την δικη του μικρή επανάσταση.. μπλα μπλα μπλα'' Μπετοβλάκαάμα κάνει ο καθένας την επανάσταση του μαυρο φίδι που σε έφαγε γαμώ τον !@#$%^&()(^%$#$%^&*()@
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα παλαιό λολοπαίγνιο για το αυτοκίνητο.

Πρόκειται μάλλον για σκόπιμο μποστικό βαρβαρισμό, κατά τα ελεωφορείο, αρκούδως, ιπποδήλατο, υγρόν αγόραζε, βραδυόφωνο, τουλάστιχον, ανθηρόστομος, λουκλάνικο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων (βλ. πιχί εδώ). Κατά άλλους, αποτελεί τοπικό ιδιωματισμό νίντζα (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

- εχω κι εγω εφτακινητο...αμε.... ενα AX GTi 1.4 multipoint....το εν ελλαδι le mans....τρεχει πολυ....ειναι καλο...ειμαι και ομορφο αγορι...ναι...
(εδώ)

- Μετά από μερικές μέρες έδεσα το τρέϊλερ με το φουσκωτό στο εφτακίνητο και μετά από 2-3 ώρες βρεθήκαμε στην Αίγινα.
(εκεί)

- Κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου, ο στρατός είχε διανοίξει προχείρους οδεύσεις διά την κίνησιν των οχημάτων μέχρι και των πλέον αποκρήμνων κορυφών. Εις κάποιο ορεινόν χωρίον του Γράμμου, έφθασε μίαν ημέραν μία μικρά φάλαγξ οχημάτων, την οποίαν περιεκύκλωσαν οι ολίγοι κάτοικοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Μερικαί εκ των γυναικών δεν είχον ιδεί εις την ζωήν των αυτοκίνητον και ίσως ήκουον και την λέξιν διά πρώτην φοράν. Μία εξ αυτών το είπε: «εφτακίνητο» (διά την ακρίβειαν «ιφτακίντου»). Η λαϊκή γλώσσα δεν έχει λέξιν με πρώτον συνθετικόν την αντωνυμίαν «αυτός», ενώ έχει λέξεις με πρώτον συνθετικόν το «εφτά». Η αγράμματος λοιπόν αυτή γραία δεν συνέλαβε καλώς την λέξιν, δεν εγνώριζε βεβαίως την ετυμολογίαν την και ενόμισεν ότι κάπως πρέπει να ομοιάζη με λέξεις τας οποίας εγνώριζεν. Οι «πιτσιρίκοι», οι οποίοι ήδη είχον αναμιχθή με τους στρατιώτας και συνέλαβον ορθώς την λέξιν, ήρχισαν να την πειράζουν: «Μωρέ θειά, δεν του λιέν ιφτακίντου, αλλά αυτουκίντου». Τελικώς το είπε και αυτή: αυτουκίντου.
(παπαραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified