Καημένος, κακομοίρης, καψερός.
Τι μπορώ να κάνω ο κουρούνης...
Καημένος, κακομοίρης, καψερός.
Τι μπορώ να κάνω ο κουρούνης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.
Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...
Got a better definition? Add it!
Ως πανί χαρακτηρίζεται το πρόσωπο που είναι δόλιο Μπαμπέσης κουτσομπόλης και γενικά ανακατωσούρας. Μάλλον είναι η Πατρινή έκφραση (εκεί την πρωτάκουσα) για το άτομο το χαρακτηρισθέν ως μουνόπανο.
- Τι έγινε και είσαι τόσο χάλια;
- Τσακώθηκα με τη Σούλα, άστα...
- Θα της έβαλε πάλι λόγια ο γείτονας, είναι μεγάλο πανί...
- Χτες ο Τάκης ήταν με τη Καίτη στα ψηλαλώνια (Πάτρα)
- Σώπα ρε! της την έπεσε ακόμα δε χώρισε με το Κώστα;
- Ναι σου λέω γύρευε τι θα της είπε...ξέρει τι πανί είναι αυτός;...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.
- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!
- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!
- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λουρί, το κολάρο, ο λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου. Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον στην επαρχία και ειδικά στα χωριά. Σπανιότερα συναντάται και ως «κανάκα».
(Πραγματικός διάλογος σε κατάστημα με εργαλεία, βιομηχανικά κλπ)
- Καλημέρα!
- Καλημέρα σας! Τί θα θέλατε;
- Μπας κι έχεις χανάκα;
- Εεε ορίστε; τί είναι αυτό;
- Λουρί ρε παιδί'μ για σκυλί!
- Α! Μάλιστα υπάρχει.
- Να'ναι μεγάλη μόνο γιατί είναι θεριό.. .αρκούδι!
Απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη «Ελέυθερος κόσμος»:
«Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπαλαμουτιάζω εν συντομία, δηλαδή το φασώνω. Χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από τους Κυκλαδίτες, ιδιαίτερα σε Σύρο, Τήνο, Μύκονο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χτυπάω, βαράω, με πρόστυχη συνήθως έννοια. Πρόκειται για λαρισιώτικης προέλευσης λέξη.
Άμα δε γκάνει ό,τι της πω , θα την σβουγκανίξω μια στον τοίχο να του κάνει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φάε, φάε για τα γουρούνια το ‘χουμε!
Περιπαιχτική έκφραση της Μάνης.
Διττή σημασία: αν δε το φας εσύ θα το φάνε τα γουρούνια. Δηλαδή τρως το φαΐ των γουρουνιών.
Φάε όσο θες, δε θα μας λείψει, γιατί έχουμε τόσο πολύ που περισσεύει και το δίνουμε και στα γουρούνια.
Μια φορά γύρω στα 1860 ο Βασιλιάς Γεώργιος επισκέφθηκε την Μάνη. Το φαΐ που του προσφέρανε ήταν λούπινα! (ένα όσπριο σαν τα ρεβίθια που ευδοκιμεί και σε αμμώδη παραλιακά εδάφη χωρίς πότισμα, με γεύση παρόμοια με τα ρεβίθια, αλλά πιο αλμυρή. Χρησιμοποιείται σαν ζωοτροφή για τα γουρούνια, αλλά στην ανάγκη το τρώνε και οι ντόπιοι).
Του άρεσε λοιπόν του βασιλιά και ζήτησε κι άλλο.
Του βάλανε λέγοντάς του: Φάε, φάε για τα μπουζία το ‘χουμε!
Got a better definition? Add it!
Ξέρει ο βλάχος τι είναι ο σπόγγος;
Έκφραση της νότιας Πελοποννήσου.
Σφόγγος: τα τηγανιτά αυγά με χοίρειον λίπος. Φουσκώνουν και φαίνονται σαν σφουγγάρι. Θεωρείται κορυφαίον έδεσμα.
Βλάχος: όποιος κατάγεται από ένα πιο βόρειο μέρος από τον ομιλούντα. Π.χ από την Τρίπολη για ένα Σπαρτιάτη.
Σημασία: Περηφάνια για τις συνήθειες του τόπου του.
Μετά από περιγραφή κάποιου ξένου εθίμου, που θεωρεί κατώτερο.
Απάντηση: Ξέρει ο βλάχος τ' είν' ο σφόγγος;
Got a better definition? Add it!
Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».
Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.
Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....
Got a better definition? Add it!