Further tags

Λάφρας, ο / λάφρα, η / λαφρύ, το. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που χαρακτηρίζει τον εκ γενετής ηλίθιο, τον εκ πεποιθήσεως ηλίθιο ή τον χαζοχαρούμενο... Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον ο οποίος δεν έχει υψηλό αίσθημα ευθύνης για μια δουλειά, σχέση, κατάσταση...

Προέρχεται από το ελαφρύς -> λαφρύς -> λάφρας.

  1. Μα τί λάφρας είναι αυτός, δεν μπορείς να βγάλεις άκρη και να θες..

  2. Δε θα συνεργαστώ με τον Πάνο, γιατί μεγαλύτερος λάφρας δεν υπάρχει, και πάλι σε μένα θα τα ρίξουνε..

  3. - Ποιος είναι αυτός; - Ποιόνα λες ;
    - Α εκείνον πού 'ρχεται..
    - Έλα ρε... ο Τάκης, ο λάφρας του χωριού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.

Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.

Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.

- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.

Αλεπού (από nikolaosvlas, 17/10/11)(από ironick, 18/10/11)zorra negra (από nikolaosvlas, 18/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: ο μιζμίζης, η μιζμίζω, το μιζμίζι.

Μιζμίζης είναι αυτός ο οποίος τριγυρνάει συνέχεια με ένα πνεύμα μιζέριας και γκρίνιας πρήζοντας πολλές φορές τα όργανα των άλλων, ή κάνοντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο έτσι...

Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση κάποιου. Επίσης χρησιμοποιείται και στο σεξ, όσον αφορά την σεξουαλική ζωή ενός η του ζευγαριού.

Προσοχή! Δεν ακολουθεί τον γραμματικό κανόνα «σ» πριν από «μ», συντάσσεται κανονικά ως Μι«ζ»μίζης, γιατί ηχητικά θα μπορούσε να είναι κάποιος που τριγυρνάει κάνοντας συνέχεια Μιζ-μιζ-μιζ-μιζ...

  1. Σταμάτα ρε μιζμίζη...

  2. Πώωω τι μιζμίζω που έχεις γίνει από τότε που χώρισες με τον Κώστα...

  3. Πω ρε Τάκη τι μιζμίζης είναι αυτός ο κολλητός σου, πως τον παλεύεις...

  4. ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΜΙΖΜΙΖΙΔΕΣ...

βλ. και μιζερομίζερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε Αποκόρωνα και Σφακιά, το ανδρικό μόριο σε στύση. Από το μακρουλό καρβέλι που προορίζεται για παξιμάδι, που λέγεται «παύλος». Ακούγεται και «παύρος».

- Γιάντα τρέχεις μωρή;
- Όχού, ο Λυμπέρης την είχε βγαλμένη όξω κ' ήτονε ένας παύλος, να...!

(από nikos sabioneras, 12/11/11)Paul κατά την γαλλική αλυσίδα αρτοποιίας. (από Khan, 16/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφουνώ, τσαφουνίζω, τσαφίζω = γρατζουνώ, προκαλώ επιφανειακή, επιδερμική φθορά ή ερεθισμό, με τριβή ή ξύσιμο.

Σε ευρεία χρήση σε όλη την Κρήτη.

Ενδέχεται να είναι ηχομιμητικό. Όμως υπάρχει η καταπληκτική σύμπτωση ότι το αγγλικό ρήμα to chafe, έχει στη γενική του χρήση την έννοια του ερεθισμού, της φθοράς και του ξυσίματος, αλλά και του «θερμαίνω με εντριβή». Ετυμολογικά, σύμφωνα με το Webster Dictionary, προέρχεται από το γαλλικό chauffer (=θερμαίνω, προφανώς με την τριβή).

  1. - Τι έχεις και φωνάζεις;
    - Ρε φίλε, τον τρελό κάνεις; Δε βλέπεις, μου τσαφούνισες τ' αμάξι!

  2. - Μωρέ Μανόλη, τσαφούνισέ σε η γυναίκα σου;
    - Όι, όι, ο κάτης ήτονε.

Τσαφούνισμα (από nikolaosvlas, 14/10/11)Τσαφουνισμένη μούρη (από nikolaosvlas, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλογενής λέξη από το amore= έρωτας, σημαίνει την ερωμένη, την αγαπητικιά. Παλιά λέξη, την βρήκα στα Απομνημονεύματα του Ιωάννη Μακρυγιάννη να σημαίνει την παράνομη ερωμένη, την γκόμενα, ή παλλακή, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος την δίνει στο Μπουρδέλο ως συνώνυμο της πουτάνας. Σήμερα σώζεται περισσότερο ως τοπικός ιδιωματισμός, την βρίσκουμε λ.χ. σε κερκυραϊκό λεξικό.

«Τον Δυσσέα τον έχω αντίζηλον, τον Αλέξη Νούτζο το-ίδιο, τον Παλάσκα δια το κέφι μου καλό είναι να χαθή, να κάμω την γυναίκα του μορόζα». Καθώς την έκαμε και την έχει ως την σήμερον μέσα-εις το σπίτι του σαν γυναίκα του. (Γράφει ο Μακρυγιάννης για τον Κωλέττη, δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Άρβαλος και αρβαλίδι: Στα Σφακιά έχει τη σημασία του θορύβου.

Ίσως από το μτγν. άρβηλο (από το δωρικό τύπο άρβαλος) που είναι το ξέστρο (ξυστρί) δερμάτων. Πβ. το κρητικό όνομα Αρβαλάκης. Η δημιουργία της λέξης προφανώς προήλθε από το θόρυβο που γίνεται με το ξύσιμο των δερμάτων.

Αυτά από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη.

Άμε να διώξεις τα κοπέλια γιατί κάνουνε μεγάλο άρβαλο.

Άρβαλος επί το έργον (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.

Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.

Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.

-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;

οματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)αματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και στις κακουχίες. Από το σκύλος και εντουρά (=αντοχή). Παρεμβάλλεται το ν για ευφωνία.

Στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο. Από το Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατί 'ναι σκυλονέντουρος.

Σκυλέντουρος σε παγωμένε νερά (από nikolaosvlas, 09/10/11)Σκυλέντουρος σε βράχο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής.

Πβ. ότι το παλαιότερο όνομα της Μεσσίνης στη Σικελία ήταν Δάγκλη, ή Ζάγκλη, διότι, κατά Θουκυδίδη 96. 4,5), «δραπανοειδές το χωρίον εστί». Πβ. και το κρητικό ζάγλος, καθώς και το επώνυμο Δαγκλής, ιδίας παραγωγής. Συνών. κούρμπα.

Όλα τα παραπάνω είναι από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού ιδιώματος του καθηγητή Αντ. Ξανθινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τούτονα το κλαδί δε κάνει για κατσούνα, είναι ούλο γάγκλες.

Δρόμος με γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλαδιά όλο γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)

βλ. και έκφραση «έχω γάγκλα», σε παρακάτω σχόλιο. Επίσης βλ. κορδέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified