Further tags

Χωριάτικη παραλλαγή του «συνδαύλισέ το».

Απαντάται κυρίως στα βόρεια και ακόμα πιο συγκεκριμένα στη (επηρεασμένη από τους μικρασιάτες) Μακεδονία. Επισημαίνει την ανάγκη να ενισχύσει κάποιος τη φωτιά (εξ ου και η προστακτική) για διάφορους λόγους, αλλά κυρίως για να ολοκληρωθεί το μαγείρεμα του φαγητού.

Ζντάβλα το γιατί θα φάμε το πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λαρυγγίτιδα, αλλά και γενικά ένα έντονο αίσθημα πνιγμού, συνήθως μαζί με βράχνιασμα κρυολογήματος.

Σε ευρεία χρήση στα Χανιά Κρήτης.

Προέρχεται από το ιταλικό crup που σημαίνει διφθερική λαρυγγίτιδα.

- Τι έχεις;
- Γιατρέ μου, γκρούβομαι, γκρούβομαι!

Γκρούψιμο (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα με σκοπό την απλή καταγραφή, δεν είναι σλανγκ.

Τριπάππος είναι ο προ-προπάππος, έτσι όπως το άκουσα στην Κρήτη. Στο νέτι όμως πρώτον δεν το βρήκα στα ελληνικά καθόλου, δεύτερον το βρήκα σε ξένα κείμενα σχετικά με τα ελληνικά πράγματα, όπου δεν είναι απλώς ο προ-προπάππος, αλλά ο τρεις φορές παππούς (ο παππούς τού παππού τού παππού), δηλαδή έξι γενιές πίσω.

Ο Πυρσόςτο έχει συνώνυμο του προπάππου.

Σε νεότερα λεξικά, δεν παίζει.

.

Θλιμμένος Μπούφος (όσοι τον θυμούνται) έφα (από dryhammer, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από Βολιώτισσα έμαθα ότι σημαίνει σκάω από τη ζέστη (παρ. 1).

Στο νέτι το βρήκα και με τη σημασία τίγκαρα, γέμισα (παρ.2).

  1. Έτρεχα να προλάβω και φουλτάκιασα.

  2. Το ασπρο μου μαλλι δεν κρυβοταν με τιποτα και πηγα κι εκανα τη «φυτικη» του κορρε και φουλτακιασα (οπως λενε στο χωριο μου) στα σπυρια

Got a better definition? Add it!

Published

Το καλαμπόκι(ο καρπός), όπως λέγεται τουλάχιστον στην Πελοπόννησο, στην Κέρκυρα και πιθανόν σε πολλά άλλα μέρη.

Χρησιμοποιείται κυρίως χαϊδευτικά, με την έννοια «κούκλα (μου)». Πρέπει να είναι πολύ διαδεδομένο, αν κρίνω από το ότι μας έχει μείνει το σλανγκ κουτσούνι.

  1. Εκείνη τη νύχτα, την αναστάσιμη, όλοι κρατούσαν από μια κουτσούνα και ένα κόκκινο αυγό και με ανυπομονησία περίμεναν το τέλος της λειτουργίας...

  2. Και στο φινάλε, αν είναι να χρειαστεί να γίνω κουρούμπελο (ήτοι, να αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον μου μέσα από παραμορφωτικό πρίσμα) τότε ρε πούστη (σχημα λόγου, Αστέρω μου κουτσούνα μου! :lol: ) τουλάχιστον να πάω κάπου που θα την βγάλω με 40-50 ευρά, όχι κάπου που θα μου έλθει το κοστουμάκι 2 κατοστάρικα για δύο άτομα...

από το νέτι αμφότερα

Got a better definition? Add it!

Published

Ζάλα, τα (πληθ. ουδ.) Οι δρασκελισμοί, τα βήματα, κρητιστί.

  1. Ονομάστηκε Πεντοζάλης από τα πέντε βασικά βήματα (ζάλα) όπως τα μετράνε οι Κρητικοί. Αποτελείται από την Εισαγωγή (Σιγανός) και τα βασικά βήματα. Ο Σιγανός χορεύεται (πολλές φορές με τη συνοδεία μαντινάδων), με αργά βήματα (αργό τέμπο) είτε προς τη φορά, είτε προς το κέντρο του κύκλου και στη συνέχεια το τέμπο γίνεται γρήγορο και χορεύονται τα βασικά βήματα.

  2. Περπάτησα πολλά ζάλα και κουράστηκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το βλήμα, η σφαίρα, κρητιστί.

Πάσα: Nick

Δε θα σου παίξω πέρδικα μπάλα να σε πληγώσω και σ'άλλα χέρια κυνηγού να πέσεις θα σε σώσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Η οδοντογλυφίδα, όπως την λένε σήμερα στην Κρήτη.

- Άρεσέ σου το τσιγαριαστό Μανώλη;
- Ναι, πες τώρα τση γυναίκας σου να μου φέρει πασά(ρ)ους...

σ.ς. γιατί περί ρ και λ βλ. άρτσι μπούρτσι και λουλάς, σχόλιό μου στον ορισμό της 4everDanai.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κυπριακή λέξη για την παλάντζα - ζυγαριά. Ναρκοσλανγκικώς νοείται η ζυγαριά ακριβείας που ο ντίλερ συμπεριλαμβάνει στον επαγγελματικό εξοπλισμό του, προκειμένου να είναι ακριβοδίκαιος στις δοσοληψίες του.

-Όχι και λίγο ρε συ, όχι και λίγο, δέκα τζι! Όπως κάθε φορά. Όλα σε μια πιλάντζα πάνω γίνανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω την ευθύνη για κάποιον ή για κάτι, επεμβαίνω, ανακατεύομαι. Χρησιμοποιείται μόνο με την προσθήκη του δεν, δηλαδή μόνο στην αρνητική μορφή.

Είναι σε ευρεία χρήση στην Κρήτη και ιδιαίτερα στα Χανιά. Ο Α. Ξανθινάκης στο Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος ετυμολογεί τη λέξη από το ιταλικό impacciare = επεμβαίνω, ανακατεύομαι.

  1. - Ο αδερφός σου μου χρωστά κάτι χρήματα.
    - Και δεν πα να στα χρωστά, εγώ δε μπατσάρομαι.

  2. Δεν μπατσάρομαι για το τι κάνει και τι δεν κάνει ο πατέρας μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified