Θα πει να το παίζεις άνετος, ότι δεν τρέχει τπτ κι ότι και καλάουα δεν χαλιέσαι με την καμία.

Κατά τα αούα/ και καλούα - καικαλούας/ α καλούα/ μαυρούα.
Γενικότερα για την κατάληξη -ούα ίσχύει ό,τι και για την σλανγκοκατάληξη -άουα, είναι όμως σύγχρονος κι όχι παρωχημένος τρόπος σλανγκοποίησης λέξεων και νομίζω ότι έχει επηρεαστεί από τα σημαντικά αούα και και καλούα.
Παρακάτω, ένα (όχι και πολύ πετυχημένο) παράδειγμα του πώς κοτσάρεται η κατάληξη -ούα:

ΤΑ ΣΠΆΚΕΙ ΣΤΟ ΩΡΑΙΟΥΑ ΤΣΕ ΣΤΟ ΑΝΕΤΟΥΑ...ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΑ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΟΥΑ!

Πηγή εδώ


  1. όχι, πες την αλήθεια! Δεν προτιμάς να ερεθίζεσαι μαζί μου, κι ας σε βασανίζω λίγο, κι ας σε εξαπατώ, κι ας ξέρεις ότι είμαι μια απ΄τα ίδια -ένα κωλόπαιδο κανονικό, ένας ανετούα βγαλμένος από τη νόθα, τερατώδη κρυπτογαμία μιας αριστεράς ψευτρούλας και του βαμπιρικού lifestyle του “πετυχαίνω πάση θυσία, μαλάκες Έλληνες!”; (lifo)

  2. Το ποσο άχρηστη ποζα ειναι η ανετούα το καταλαβαίνεις οταν αρρωσταινεις κ οταν ερωτεύεσαι. (τουίτερ)

  3. Εθνικοί ψυχίατροι και ψυχαναλυτές παριστάνουν τις ανετούες μιλώντας για σεξ (πόσο ευκολάκι) αλλά χρησιμοποιούν τη λεξη "απιστία" για να μιλήσουν γις τις σχέσεις εκτος γάμου ή τις παραλληλες σχέσεις. Πήξαμε στην πρόοδο σ'αυτη τη χώρα... (φβ)

..το χει.. στο πολυ ανετουα..ΧΧ

Συνώνυμα: ανετιά, ανετίλα, χαλαρά, κουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα συγγενές του ρήματος χλατσώνω. Έχει μια ποικιλία σημασιών, που μπορεί να προέρχονται από την μπασκετική σημασία του χλατσώνω, ήτοι «βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, παρά μόνο διχτάκι», αλλά μπορεί απλώς να προέρχονται από τον ήχο χλατς, τον οποίο με λίγη φαντασία ακούμε σε πληθώρα περιστάσεων, λ.χ. κατά την σεξουαλική διείσδυση, όταν χτυπάνε διάφορα μπλιμπλίκια στον υπολογιστήρα, και αλλού.

Παρά την ποικιλία και απροσδιοριστία των χρήσεών του, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σημασίες του επίρρηματος χλατσωτά στο απολαυστικά, και εδώ η μπασκετική, όσο και η σεξουαλική σημασία του είναι σχετικές. Όπως ένα χλατσωτό καλάθι το απολαμβάνουμε εμείς και τσούζει τους αντιπάλους, έτσι το χλατσωτά δηλώνει μια ενέργεια που γίνεται χωρίς προσκόμματα, εμπόδια για τον δρώντα, αλλά με άνεση, ενώ μπορεί και να επιφέρει τσούξιμο σε παθόντα. Συναφώς μπορεί να σημαίνει «χωρίς δισταγμό».

Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.

  1. Η χυλοπιτα ειναι η αργη και βασανιστικη απολαυση που προσφερεις σε μια γυναικα οταν στη ριχνει χλατσωτα(οπως ο Πετζα στο Σεφ εκεινο το καταραμενο 1999) (Εδώ).

  2. υποστηριξα χλατσωτα τη νομιμοποιηση της φουντας (Εδώ).

7.55 (από Khan, 14/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς ενδοιασμούς, αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις.

Ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου, και επεκτείνοντας την καθιερωμένη και λεξικογραφημένη έννοια του ως επίρρημα, το άνετα χρησιμοποιείται σε πιο μαγκιόρικο κόντεξτ αναφορικά με πλειάδα καταστάσεων που κυμαίνονται από τις απλές αγορές υλικών αγαθών, έως τις πιο σύνθετες (εξ ορισμού) ερωτικές συνευρέσεις.

  1. εγώ αν είχα την οικονομική δυνατότητα θα το τσίμπαγα άνετα, δεν θα περίμενα το 900… μ αρέσουν πολύ τα WP, και στο NOKIA απλά είναι τρέλααα…. αλλά μάλλον θα περιμένω αναγκαστικά….
    γιατί όσο super κι αν είναι 500+ euro είναι πολλά… ;) (Από εδώ)

  2. Διόρθωσε ο μπουκ και έβαλε το line εκεί που πρέπει, στο 0. Οι λεπτομέρειες βγάζουν Over, το οποίο θα το έπαιζα άνετα σε αποδόσεις κοντά στο 1.90. (Από εδώ)

  3. (...) Πρακτικά αυτό σημαίνει πως σε οποιοδήποτε σημείο του καζίνο και αν καθόσουν, μπορούσες, αν γνωρίζεις ελληνικά, να καταλάβεις πως τρεις τύποι “γαμούν το σύμπαν”, συνευρίσκονται ερωτικά μετά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της μητρός Του, ενώ, κατά σύμπτωση, φέρουν και οι τρεις το ίδιο όνομα, δηλαδή λέγονται “ρε μαλάκα”. Πράγματι, το κήρυγμα απέδωσε και εντός ολίγου είχε σχηματιστεί μία μικρή κοινότητα δέκα Ελλήνων και δύο Αμερικανών ελληνικής καταγωγής, η οποία άρχισε αμέσως να οργανώνεται, αναζητώντας τα απαραίτητα: “μάγκες εδώ πού μπορεί να γαμήσει κανείς;” ή, ακόμη, αναπτύσσοντας φιλολογικές προσεγγίσεις προς το περιβάλλον: “μαλάκα τη γαμούσα άνετα αυτήν. Κοίτα πως με κοιτάει ρε μαλάκα!” (...) (Από εδώ)

Σχετικά: άνετος, ανετιά, ανετίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σίγουρα, άνετα, οπωσδήποτε. Μάλλον και ο επιρρηματικός τύπος προέρχεται από το επίθετο, δηλ. «θα γίνει όπως μπαίνει το αεράτο καλάθι».

  1. - Καλά ρε συ και λες σε τρεισήμισι ώρες είμαστε Αθήνα;
    - Αεράτα!

  2. - Τα 'χει πάρει ο Ταπαίρνογλου στις συμβάσεις με τα υποβρύχια;
    - Αεράτα.

Δεν ξέρω γιατί το λήμμα μου θυμίζει αυτό το άζμα: (από allivegp, 15/07/11)

Δες και -άτος. Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».

Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:

  1. Ανερυθρίαστα, ασύστολα.
  2. Απρόσεκτα, απερίσκεπτα.
  3. Ανέμελα, ξέγνοιαστα.

Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.

  1. Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο.

  2. Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι.

  3. Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα.

Φρί στο Φρύ (λιμάνι+χώρα Κάσου).  (από GATZMAN, 23/01/11)(άκυρο...) (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ’ αρχήν η ευρυχωρία και είναι λεξικογραφημένο.

Στην σλανγκική της χρήση σημαίνει άνετα περιθώρια όχι μόνο σε χώρο αλλά και σε χρόνο και σε χρήμα, ακόμα και σε ηθικούς περιορισμούς. Χρησιμοποιείται συνήθως στην έκφραση «άπλα είμαι», έτσι, ως επίρρημα και πριν από το ρήμα. Σε αυτήν την σύνταξη μπορεί χαλαρά να παραφραστεί με την έκφραση «είμαι άνετος». Μόνη της ως λέξη, εκτός από τις προηγούμενες σημασίες, μπορεί να δηλώνει πιο γενικά ευχαρίστηση ή αποδοχή, κάτι σαν το «γουστάρω» ή το «σωστός».

Προς το παρόν το έχω ακούσει μόνο στην Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Έλα, για πες τώρα που βρήκα σήμα, πότε φεύγει το αεροπλάνο;
    - ...μπλα μπλα...
    - Τσεκίν μισή ή μία ώρα νωρίτερα;
    - ...μπλα μπλα...
    - Ε εντάξει ρε, άπλα είσαι.... Άπλα σου λέω!... Ναι, ναι... Τελειώνω το game κι έρχομαι να σε πάρω... Βρε θα περιμένεις κι όλας εκεί! Ώχου... Δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

  2. - Άντε, ψήσου!
    - Ντάξει ρε παιδιά, να πάμε κωλομπαρότσαρκα αλλά ένα εικοσάρικο έχω στην τσέπη.
    - Άπλα είσαι! Για το χαβαλέ πάμε ρε συ, για ένα ποτάκι σου φτάνουν. Τώρα άμα γκαυλώσεις και θέλεις κόλπα, άλλο εκείνο...

  3. Από εδώ:
    - Ο anelka, συγγνώμη για την έκφραση, είχε ύφος στα αρχίδια μου, εδώ ήρθαμε πάμε να φύγουμε. Ρε παιδιά, γαμάτο blog τώρα το πήρα χαμπάρι, θα με φορτωθείτε τώρα.
    - Scarface εκφράσου ελεύθερα, άπλα είμαστε. Αν έρχεσαι με οπαδικό κασκόλ καλοδεχούμενος!

  4. - Να τα και τα μπυρόνια!
    - Άπλα!

(από patsis, 10/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).

— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικό επίρρημα, που σημαίνει αέρα-πατέρα, αβέρτα-κουβέρτα, αβάδιστα, αβασάνιστα, αβλεπί, άνετα κλπ δηλαδή με την έννοια της ταχύτητας ή/και της αφθονίας (μπόλικα).

Η λέξη παίζει με την προέλευση εκ των ρημάτων:

  • Κάμνω (έκαμνον-καμούμαι-έκαμον-κέκμημαι-εκεκμήκειν > κόπος, κάματος, καματερό κλπ, δηλ. άνευ κόπου / ξεκούραστα και
  • Κόπτω, τόσο υπο την έννοια της χρονικής συνέχειας (δηλ. αδιάκοπα) όσο και της ταχύτητας γραμμής παραγωγής αγαθών (π.χ. βιβλίων, φύλλων λαμαρίνας κλπ), που διατίθενται στην λιανική πριν προλάβουν να υποστούν φινίρισμα (άκοπα) βλ. και εκφράσεις κόβω μονέδα/κοστούμι κλπ.

    Χρησιμοποιείται συχνά με το ρήμα «φεύγω», με την έννοια της ταχύτατης εμπορικής διάθεσης στην αγορά λόγω αυξημένης ζήτησης (π.χ. φεύγει το εμπόρευμα = ξεπουλάω).

  1. Ο κυρ-Μανώλης άνοιξε μπάνικο πατσατζήδικο απέναντι απ’ τη μπουζουκλερί και κονομάει άκοπα κάθε βράδυ απ’ τους ξενύχτηδες.

  2. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν κλαμμένο μουνί;
    - Πήγαμε στο γωνιακό ουζερί με το Μάκη χτές το μεσημέρι για κανα μεζέ, έτυχε κάποιος Κρητικός απο την καρσινή παρέα να’ χει γενέθλια και κέρναγε ρακές άκοπα. Περιττό να σου πώ οτι γίναμε φεκλόνια. Πήγαμε 12 το μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι 12 το βράδι. Μεροκάματο χτυπήσαμε εκεί μέσα...

  3. - Μήπως έχετε Gauloises;
    - Έφερα χτές δυο κούτες, αλλά έχουνε γίνει μόδα τώρα και φεύγουνε άκοπα. Πριν απο μισή ώρα πούλησα το τελευταίο...
    - Gitanes;
    - Ζητάν παιδάκι μου, αλλά πού να τα βρείς;

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χαλαρά του οποίου μάλιστα συνήθως έπεται στον λόγο ή, σπανιότερα, προηγείται. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απολύτως σίγουρο, εξασφαλισμένο και θα γίνει (ή έγινε) γλυκά-γλυκά, χωρίς καμμία απολύτως προσπάθεια ή κούραση.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση, η προφανής αναφορά είναι στο σβήσιμο της μηχανής του αυτοκινήτου στην κατηφόρα, όπου το τουτού τσουλάει όμορφα, άκοπα και αθόρυβα.

Μια άλλη εκδοχή, πιο αμφίβολη αλλά και πιο ψαγμένη, παραπέμπει στην υψηλή τέχνη της ανδρικής κομμωτικής. Ο όρος σβηστά εδώ αναφέρεται στα μαλλιά πίσω στο σβέρκο και εννοεί ότι ο κουρέας δεν αφήνει ευθεία, μονοκόμματη γραμμή στο ύψος του γιακά, συνήθως με τη μηχανή, αλλά δουλεύει τσίκι-τσίκι το ψαλίδι ώστε το μάκρος εκεί να βαίνει βαθμιαία μειούμενο και η γραμμή να σβήνει αχνά - στα αγγλικά to taper off. Αυτό το στιλ συμβατικά θεωρείται πιο απαλό, πιο άνετο, λιγότερο απότομο και αυστηρό.

Τη χρήση της λέξης έτσι την έχω ακούσει μόνο από Σαλονικιούς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα και κάτι. Είναι δε χρήση απολύτως τρέχουσα.

  1. - Τι έγινε, πρώτε; Το πηδοπόρευσες το Μαράκι, τελικά;
    - Χαλαρά, μεγάλε, σβηστά... Έπεσε τηλέφωνο με το που ήρθε από Βρυξέλα και η δουλειά μας έγινε γουίθ δη ουάν...

  2. - Ρε συ, θα τα πάρουμε τα λεφτά; Αυτός χρωστάει σε όποιον μιλάει Ελληνικά...
    - Ναι ρε, βέβαια, σβηστά, άστο που σου λέω... χαλαρά θα τα δώσει... εμένα μ' έχει ανάγκη ο καριόλης και θα πέσει...

(από johnblack, 14/01/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified