Further tags

Συμπλήρωμα μπινελικίου, προς ενίσχυση αυτού. Τα πιο διαδεδομένα «κοσμητικά» των οποίων έπεται συνήθως, είναι τα εξής:

...χωρίς να αποκλείονται και άλλα, ανάλογα με τη περίσταση και τη φαντασία του χρήστη. Η επαύξηση της έντασης της βρισιάς καθεαυτήν, λειτουργεί μέσω του ευφημισμού αλλά και της παράδοξης ειρωνείας που προκύπτει στο άκουσμά της, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην άλλη δημοφιλή φράση: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης!

Τι κορνάρεις ρε πούστη άνδρα; Άιντε μη κατέβω κάτω και σου 'ξηγήσω τ' όνειρο...

2.25: "Ξεκωλιάρη άντρα" (από Khan, 29/05/14)

Βλ. και πούστη άνδρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορθογραφία είναι σωστή καθ' ότι άκλιτο.

Παρά την ορθογραφία του η οποία παραπέμπει ίσως σε επίρρημα, αποτελεί επίθετο.

Έννοια: κοσμητικό επίθετο που χρησιμοποιείται από κωλοπετσωμένουςπερπατημένους - της πιάτσας, οι οποίοι όμως είναι και κάποιας μόρφωσης (ή θέλουν να λένε ότι είναι).

Ήτοι: ο / η / το / οι / τα πούστ-ης, -άκι, -ηδες, -άκια (όλα τα καταλαμβάνει δίχως ποτέ να κλίνεται).

- Αυτοί οι πούστηδι οι εφοριακοί, έτσι και μπουν στο γραφείου μου για έλεγχο,θα μου πάρουν τα σώβρακα...
- Γιατί ρε , δεν γράφεις τις εισπράξεις στα βιβλία σου;
- Όχι ρε, τις γράφω στ' αρχίδια μου... είναι πιο εύκολο...
- Ε τότε πάρ' τ' αρχίδια μου ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.

- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κύρια φράση από όπου ξεκίνησαν όλα τα παρεμφερή: της θείας σου, της γιαγιάς σου, της αδελφής σου, του παππού σου, κλπ, συνοδευόμενα με τα: βρακί, κωλοτρυπίδι, τρίκι τράκα, κώλος, πάτος, πιάτο, τρύπα, πηγάδι και άλλα πολλά.

Κλασική πλέον έκφραση, είτε ολόκληρη η, συνηθέστερα, μισή («της μάνας σου»).

Σε περίπτωση που επιδιώκεται έμφαση, συμπληρώνεται. Πχ, «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο!»

Ακόμη μεγαλύτερη έμφαση: «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο κι από Τούρκο τρυπημένο!!!

Υποδηλώνει, μεταξύ άλλων:

  • Διαφωνία με κάποιον ή κάτι...
  • Ενόχληση από κάποιον ή κάτι...
  • Αντίθεση-κοντράρισμα σε κάποιον ή κάτι...
  • Αγανάχτηση...

Κυριολεκτικά θα λεγόταν: «γαμώ της μάνας σου το μουνί», αλλά το «γαμώ» έχει πλέον χαθεί, ίσως για αποφυγή αισχρολογίας, αλλά το νόημά του δεν εξαλείφθηκε.

Ίσως από τις δέκα πιο κλασικές φράσεις στην slang ελληνική γλώσσα.

1.Ενοχλημένος ο Χρήστος στον δρόμο με άλλο οδηγό...
- Της μάνας σου... γαμώτο...

  1. - Πρέπει να μου δώσεις 500 ευρώ για το ....
    - Της μάνας σου το μουνί!

  2. Η κόρη-φοιτήτρια έρχεται προς τον μπαμπά λέγοντας:
    - Μπαμπά ! θέλω να μου δώσεις το ενοίκιο, ήρθε και το ρεύμα!
    Ο μπαμπάς μουρμουρίζοντας... - Της μαμάς σου το στρείδι...

4.- Είσαι μεγάλο αρχίδι ρε γαμιόλη!
- Της μάνας σου το μουνί το πηγαδίσιο ρε μπάμια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.

Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.

Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...

σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχαναγκαστική τάση κάποιου για συνεχές άραγμα σε σαιζ-λονγκ, με τα πόδια ορθάνοιχτα, φορώντας ένα σορτσάκι και βυθιζόμενος σε βαθιά κατάθλιψη καθώς αναλογίζεται τις δυστυχίες και κακουχίες που υφίστανται τα δύσμοιρα ανθρωπάκια του Τρίτου Κόσμου. Οι σκέψεις αυτές τον οδηγούν στην κατάθλιψη και καταφεύγει σε απανωτές φραπεδιές, ουίσκια, βότκες, παγωτά, ξύσιμο των αχαμνών του σε βαθμό νευρικού τικ, κι άλλα πολλά.

Οι ψυχολόγοι προτείνουν ως θεραπεία την ρίψη του ασθενούς στην παράπλευρη πισίνα, αφού προηγουμένως έχεις αδειάσει το νερό της• στη συνέχεια πετάς τ' απομεινάρια του και τον σ' ένα ενυδρείο με σκυλόψαρα. Η θεραπεία έχει μόνιμα αποτελέσματα, μετατρέποντας τον ασθενή από αρχιδοξεκουράστρα σε κωλοπιλάλα.

  1. - Σήκω μωρή αρχιδοξεκουράστρα κι έλα να με βοηθήσεις στη μετακόμιση.
    - Δε μπορώ έχω σοβαρή εργασία.
    - Τι σοβαρή εργασία έχεις εσύ ρε μουνόψειρα;
    - Αυτό ακριβώς που είπες, έχω αρπάξει μουνόψειρες κι όλο τα ξύνω.

  2. - Μωρή αρχιδοξεκουράστρα σήκω και κάνε κάτι επιτέλους. Αράχνες έχει πιάσει ο κώλος σου έτσι αραχτός που είσαι συνέχεια.
    - Γι' αυτό δε σηκώνομαι, δε θέλω να χαλάσω τις φωλίτσες τους. Είμαι πολύ ζωόφιλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας του οποίου κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή αντίδραση θυμίζει πούστης.

Βλ. επίσης: Λουκία, λούγκρα, πουστάρα.

Όταν κάποιος χτυπήσει πολύ λίγο αλλά η αντίδρασή του είναι πολύ έντονη:

- Πόνεσες μωρή λούση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανύβλακας!

- Τήρα τον τραμπάκουλα πως οδηγεί!
ή - Τι τραμπάκουλας! Ξέχασε το τσιγάρο αναμμένο και έκαψε την μισή μοκέτα!

(από allivegp, 30/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα.

Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για το αδύναμο φύλο και ειδικότερα για αυτές που έχουν περιττά κιλά.

Επίσης χαρακτηρίζει τη γκάμα αυτή των γυναικών που, ενώ αρχικά υπήρξαν καλλίγραμμες, στη συνέχεια έβαλαν κιλά η φούσκωσαν απότομα, σαν να έτρωγαν όντως φασολάδα για πολύ καιρό.

Λέγεται και «φασόλι».

  1. - Λοιπόν μάγκες, κανόνισα έξοδο το βράδυ με την Εμανουέλα και μια φίλη της!
    - Μην κάνεις καμιά μαλακία ρε, την είδα χθες στο λεωφορείο και έχει γίνει σκέτη φασολάδα.
    - Φτου! καλά θα της δώσω άκυρο.

  2. - Ψήνεται κανείς για ποτό το βράδυ;
    - Ναι εγώ. Έχουμε κάνα γυναικωτό να πάρουμε, ή μόνο άντρες;
    - Χθες γνώρισα δυο να τις πάρω; Αλλά είναι φασόλια και τα δυο, σ' το λέω.
    - Ε τότε άσ' το, βγαίνουμε και μόνοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος, ο χαζός. Άνθρωπος με πολύ χαμηλό IQ που δεν είναι ικανός για το οτιδήποτε.

Τις περισσότερες φορές το χρησιμοποιούμε είτε για να μειώσουμε κάποιον υπερβολικά, είτε για να κακοχαρακτηρίσουμε κάποιον λόγω κάποιας ηλίθιας πράξης του.

  1. - Θα βγω με την Ιωάννα σήμερα, μου είπε ότι θα με βοηθήσει με την εργασία μου.
    - Πας καλά ρε; Αυτή είναι τέρμα ανεγκέφαλη!

  2. - Έχω τρελά νεύρα!
    - Τι έγινε;
    - Έφαγα πόρτα πάλι! Σήμερα μου 'παν ότι δεν ήμουν ντυμένος κατάλληλα και τσεσπού! Αυτοί οι πορτιέρηδες είναι κυριολεκτικά ανεγκέφαλοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified