Further tags

Ο μουρλός, στην αχαϊκή διάλεκτο. Δεν αποτελεί ακραία ή υβριστική λέξη, ιδιαίτερα όταν απευθύνεται ανάμεσα σε φίλους ή μέλη οικογένειας. Από πλευράς βάρους ισοδυναμεί περισσότερο με το «χαζός», λέγεται δε συχνά χαριτολογώντας. Η ανάπτυξη φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που είναι συχνή στην αχαϊκή, φαίνεται και στην προσταγή-ύβρη «Άϊ πινίξου » (Άϊ πνίξου) με την ανάπτυξη του «ι» ανάμεσα στο ψιλόπνοο χειλικό π και στο ένρινο ν.

  1. Αυτός είναι μερελός, πήγε κι έκανε μπάνιο με τέτοιο καιρό!

  2. Τον ξέρω τον πατέρα του, ένας μερελός είναι, τσακώνεται με όλους.

  3. Είσαι μερελή μαρή; Άφησες τα τσουπιά μονάχα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική έκφραση που δηλώνει κάποιον ο οποίος ενώ βρωμάει και ζέχνει για το κακό ποιόν του χαρακτήρα του χρησιμοποιεί κάποια επίφαση πχοιότητας για να γίνει αρεστός ή, έστω, οριακά χωνευτός.

Όπως σημειώνει ο πασαδόρος στο Δ.Π. Professor, η έκφραση αποδίδεται στον τραγουδοποιό Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος φέρεται να την έχει χρησιμοποιήσει εναντίον του δημοσιογράφου Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Κυκλοφορούν, ωστόσο, δύο εκδοχές στο ιντερνέτι (βλ. 1ο παράδειγμα). Κατά την μία χρησιμοποιήθηκε η έκφραση κουράδα με βύσσινο, ενώ κατά την άλλη το κουράδα με κερασάκι.

Πάντως, κυρίως η έκφραση κουράδα με βύσσινο είναι διαδεδομένη, για να σημάνει κάποιον που μπλέκει τον πολύ σιχαμερό και αηδιαστικό χαρακτήρα του με κάτι γλυκό, ώστε να γλυκάνει το χάπι και να γίνει οριακά αποδεκτό.

Από την άλλη, υπάρχει και η έκφραση το κερασάκι στην κουράδα, που τρέπει την αντίστοιχη έκφραση το κερασάκι στην τούρτα. Πρόκειται κι εδώ για μια τελική λεπτομέρεια επίφασης, επιτήδευσης, αυταρέσκειας κι αυτοδικαίωσης, χρυσώματος του χαπιού που έρχεται να κατακλείσει ένα πολύ αηδιαστικό σύνολο και να δώσει τη χαριστική βολή στα νεύρα μας. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κερασάκι στην κουράδα είναι η πραγματική σημασία της συχνότερης έκφρασης το κερασάκι στην τούρτα που συνήθως έχει αρνητική σημασία.

Σχετικοάσχετα: σκατά με φράουλες, τούρτα.

1.α) Το τελευταίο καιρό, μου 'ρχεται στο νου μια παλιά αληθινή ιστορία, της οποίας υπήρξα -κι όχι μόνον εγώ, μα πάρα πολύς κόσμος- αυτήκοος μάρτυρας.
Σε κάποια εκπομπή του, ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, (ήτανε τότε ακόμα στο ραδιόφωνο) είχε πει κάτι για τον Διονύση Σαββόπουλο, το οποίο, ο δεύτερος, το χε πάρει προσβλητικά. Δε θυμάμαι πια τι αφορούσε. Έτσι λοιπον ο Νιόνιος, μπαίνει το επόμενο πρωΐ στο στούντιο που κανε την εκπομπή του ο Μάκης και του λέει δυνατά καθαρά κι ήρεμα, έτσι ώστε να τον ακούσουν όλοι:
-«Κύριε Τριανταφυλλόπουλε, είστε μια κουράδα με βύσσινο» και γύρισε και βγήκε.

β) Διαβάζοντας το κείμενο, πριν το «στείλω» για δημοσίευση, θυμήθηκα την ατάκα του Σαββόπουλου προς τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο: «Είστε κουράδα με κερασάκι». Να ήταν μόνο ο Μάκης…

2.α) Τι ...πρωτότυπος, Θεέ μου. Και τα λέει και αυτάρεσκα, σαν να μην έχει πει ποτέ κανένας αυτές τις πιπες. Τυπικό δείγμα μικρού ανθρώπου που νομίζει οτι είναι κάποιος, και είναι απλώς μια κουράδα με βύσσινο.

β) Αυτή που μίλησε αρχικά για κουραμπιέδες είναι μια... κουράδα με βύσσινο.

3.α) Και το κερασάκι πάνω στην κουράδα : >>>Έως και 100.000 ευρώ θα πληρώνουν Ελληνες εργοδότες εάν εντοπίζονται στην εργασία τους αλλοδαποί με ελονοσία κατά τον έλεγχο των αρχών.

β) Το κερασάκι στην κουράδα! Μνμ απο επίμονο στάλκερ που με πολιορκεί καιρό με μνματα άουτ οφ δε μπλου!

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει το λιγδωμένο παλτό (λίγδα + τάμπαρο = λίγδα + παλτό).

Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για άνθρωπο λιγδιάρη, άπλυτο με άπλυτα ρούχα, μεταφορικά όμως χρησιμοποιείται ως βρισιά για κάποιον κάνει απατεωνιές (παρόλο που είναι καθαρός και περιποιημένος στην εμφάνισή του).

  1. Άιντε να μου χαθείς από δω λιγδοτάμπαρο.

  2. Άιντε να κάνεις αλλού αυτά, ρε παλιολιγδοτάμπαρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το υβριστικό για την Ακαδημία Αθηνών ευώδες λογοπαίγνιο κάποιος το 'χει κάνει αλλά δε θυμάμαι ποιος κιαρατάς ήτουνε. Με πάσα επιφύλαξη, κάνας 'Ρένος Αποστολίδης ίσως; Πάντως, τη θρυλούμενη σχέση του ιδρύματος με το πεπτικό σύστημα την έχει επισημάνει και ο Πετρόπουλος σε κείμενό του ( πάλι δε θυμάμαι πού δγιάολο) στο οποίο μιλάει για την Ακαδημία των κωλόγερων Αθηνών.

Αφού σας φώτισα, τη γκάνω τώρα γιατί το λήμμα πήρε να βρομοσκυλάει.

Αυτό εδώ μάλλον lapsus plectrologii θα πρέπει να θεωρηθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικα άσχημη και αποκρουστική γυναίκα.

Ακόμη αγάμητη είναι η σαπιομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χέστον, χέστονα, χέστονε

Προστακτική αορίστου του ρήματος χέζω μαζί με την αντωνυμία τον. Χέσε τον. Στην καθομιλουμένη κατόπιν έκθλιψης προέκυψε χέσ' τον > χέστον > χέστονα. Σπανιότερα χέστονε.

Το «α» γεμίζει περισσότερο το στόμα. Από τις πρώτες φορές που συναντάμε στην Νεοελληνική ένα φωνήεν στο τέλος της αντωνυμίας «τον», η οποία ακολουθεί ρήμα σε προστακτική, είναι στο τραγούδι «Πέντε χρόνια δικασμένος» στην ηχογράφηση του 1934 σε ερμηνεία Περπινιάδη: φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε.

Το χέζω κάποιον έχει μεταφορική σημασία. Δεν εννοούμε πως κυριολεκτικά αφοδεύουμε πάνω σε κάποιον (κοπρολάγνεια), αλλά πως τον έχουμε χεσμένο, δηλαδή τον έχουμε γραμμένο στα παλιά μας παπούτσια ή/και στα αρχίδια μας, δηλαδή δεν τον υπολογίζουμε. Έντονη απαξίωση προς κάποιον ενοχλητικό.

- Πάλι πήρε τηλέφωνο ο από κάτω να μην παίζω ντραμ.
- Χέστονα μωρέ το μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις ο οποίος διαθέτει καραγκιοζιλίκι πολλαπλάσιο του τρία.

Εκ του α΄ συνθετικού τρι- και του β΄συνθετικού καραγκιόζης

2χ+5ψ+ζ=3
3χ+2ψ+ζ=1
4χ+3ψ+6ζ=2
Για λύσε αυτό το σύστημα ρε τρικαράγκιοζα, πόσο είναι το χ, το ψ και το ζ;...Να δούμε τι ξέρεις από ντετερμινιστικά συστήματα για να φανεί αν δικαιούσαι να ομιλείς για χαοτικά...
(κάπου στο δίχτυ)

(από peregrine, 15/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τιμωρητική ερωτική πράξη, αν συνυπολογίσεις ότι 5-6 Trident mint μασημένες έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από την βαζελίνη ή άλλα λιπαντικά...

Αν σου ξανακάνει μαλακίες, απ' τον κώλο και με τσίχλα, μην τον/την λυπηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική εκδοχή του αγγλοσαξονικού motherfucker.

Σε αντίθεση προς το motherfucker που έχει και θετική πλευρά («you sexy motherfucker», «you be mah main mofo», κ.ταλ.), ο γαμομανάς είναι πάντα αρχίδης, μαλάκας και κατακριτέος.

Λογοπλάστηκε και χώνεται από εγχώρια χιπχοπάκιακαι λοουμπαπστέρια (βλ. παρ. 1,2) και όχι μόνο. Συνεκδοχικά, «πέφτουν γαμομανάδες» είναι η χιπχοπική απόδοση του «πέφτουν μπινελίκια».

Ασίστ μέσω δουπού: aris26.

1.
♪♫ Για τον σταυρό με τα στράς
Το style που μόνο αγαπάς
κι ότι σκατά οδηγάς
και αν είσαι γαμομανάς
Παίρνεις τα αρχίδια μας ♪♫

2.
♪♫ Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα, τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες ♪♫
(Active Member, Μίλα να χαρείς)

3.
Οι χριστοπαναγίες και οι γαμομανάδες πέφτουν βροχή. Όμως στο τέλος όλοι μαζί φεύγουν χωρίς κακία ο ένας προς τον άλλον καθώς στην προκειμένη στιγμή έχουν δώσει το δικαίωμα να εκφραστεί ο καθένας με αυτόν τον τρόπο.

4.
Κωλόπαιδα σαδομαζοχιστές γαμομανάδες επιφυλάσσομαι.

Στο 2.15. Χώνω να γουστάρουμε (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published