Further tags

Καθαρά για λόγους γραφικής λημματικής ευσυνειδησίας παραθέτω τούτο το απαρχαιωμένο λήμμα. Ο χλέμπουρας, η γλίτσα.

- Τον είδες το γκόμενο της Βούλας;
- Άντε ρε το χλίμπη...
- Τι είπες τώρα ρε μαν, είσαι δεινόσαυρος, τρισπέκτ... και σοκερντέ;
- Όπου πάω αγαπάω Καθέναααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμαν μουνότρυπα έχει τουλάστιχον τρεις καταγεγραμμένες εφαρμογές:

Εναλλακτικά: μουνοτρυπίδα, μουνοτρυπίδι.

Εφαρμογή Α'

- Η μουνότρυπά της ήταν τεράστια και η ίδια χαρισματική.

- Υπαρχει και το σχετικο φαλλοκρατικο / κακο / αναχρονιστικο / απολιτιστο / βαρβαρο και πολυ αστειο ανεκδοτο:
Ερωτηση: Τι ειναι η γυναικα; Απαντηση: Το αχρηστο κρεας γυρω απο τη μουνοτρυπα.
(ατσεγκέ, εκεί)

Εφαρμογή Β'

- ΡΕ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ ΣΟΥ ΓΑΜΙΕΤΕ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΡΕ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΚΟΛΟΤΡΙΠΙΔΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΕΣΥ ΡΕ! ΑΡΧΙΔΙ Ι ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΥΤΑΝΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΙΤΗ! ΓΙΑ ΑΦΤΟ ΚΑΙ ΕΣΕΝΑ ΣΕ ΣΤΥΡΙΖΕΙ Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΓΑΜΑΓΑΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΣΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΣΟΥ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΓΑΜΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΟΥ! ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΟΣ ΓΕΝΝΙΘΗΚΕΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΟΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΡΕ ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΑ!
(μπιλελίκωμα τ. χρησοί αβγύ)

- μωρη μουνοτρυπα σου γαμω πουστη αρχιδι

Εφαρμογή Γ'

- Το πιο διασκεδαστικό σεξοπαιχνίδι που έχω παίξει ποτέ μου σε συγκεντρώσεις ηδονιστών είναι η «μουνότρυπα». Από την ονομασία του και μόνο οι παίκτες, άνδρες και γυναίκες, τρελαίνονται και βάζουν τα δυνατά τους να φτάσουν πρώτοι στον τελικό προορισμό, που είναι το μουνί!

- «Φέραμε και το νέο παιχνίδι, τη «μουνότρυπα». Ο Φράνιο επεμβαίνει, «άσε τη μουνότρυπα για άλλη μέρα». Για να παίξεις μουνότρυπα πρέπει ...

Ανοιχτοί και σας περιμένουμε (από σφυρίζων, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος γιος του πατέρα του, ο οποίος έχει εξόχως ομοφυλοφίλικές τάσεις.

- Τα έμαθες; Πήρε υποτροφία για την Αμερική ο γιος του Τάσου!
- Ποιος, ο μικρός;
- Όχι ρε, αυτός ο λελούδιος, ο πρωκτότοκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω επιτυχώς τον κακομοίρη.

Μάρκος Λεζές, γνωστός καρατερίστας ηθοποιός, γνωστός για τις αξιολύπητες μούτες καθώς και το κλαψομούνικο ύφος του, που περιέφερε σε πλείστες όσες βιντεοταινίες.

Πάλι σε τούμπαρε ο Βασίλης ρε μάπα; Ήρθε και σου ξανάκανε τον Λεζέ, δήθεν τάχα ότι του ξαναχάλασε η μητρική και πού λεφτά για γήπεδο... Και συ του ξανάδωσες;

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 20/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας αλλά καθόλου ισοδύναμό του. Χρησιμοποιείται κυρίως από θείες, κυράτσες και μανάδες όταν θέλουν να αναφερθούν απαξιωτικά για κάποιον, αλλά δεν μπορούν να βρουν το σθένος να τον αποκαλέσουν μαλάκα.

Άσε με Χαρίκλεια με τον κυρ Βασίλη στο παντοπωλείο... Πρόκειται περί σαλάκα! Άλλη φέτα μου έδωσε να δοκιμάσω, κι άλλη μου πούλησε...

βλ. και λακαμάς, μακάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικώς, παραπέμπει όχι σε κάτοχο συνδρομής, αλλά συνδρόμου, και πιο συγκεκριμένα του συνδρόμου down (τρισωμία 21).

Οι πάσχοντες από το εν λόγω σύνδρομο παρουσιάζουν συμπτώματα όπως μειωμένη πνευματική ανάπτυξη και μογγολοειδή χαρακτηριστικά.

Για τον λόγο αυτό, ως συνδρομητής χαρακτηρίζεται, με μειωτική διάθεση και σε politically incorrect πλαίσια, άτομο με παρόμοια χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως του αν αυτά προέκυψαν από την εν λόγω ή άλλη ασθένεια, ή από φαινόμενα όπως reality tv κλπ

  1. (αναφερόμενο σε πάσχοντα του συνδρόμου)

-Φίλε τον τύπο πίσω τον κόβω για συνδρομητή.
-Σκάσε ρε μαλάκα, λ-j-ίγο σεβασμό.

  1. (αναφερόμενο σε φορέα του πρωτόζωου Stefanidou)

-Ρε συ, ο Σπύρος δεν υπάρχει, 10 φορές του το είπαμε και πάλι ξέχασε τα εισιτήρια.
-Αφού είναι συνδρομητής, τι του τα έδωσες και εσύ μωρέ μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «manashoo» είναι η μεταφορά των φράσεων: «μάνας σου» και «μάνα σου» στα greeklish. Πρόκειται για μία λέξη ιδιαίτερα προσβλητική και κακιά στον κόσμο των online παιχνιδιών και όχι μόνο!

Όπως όλοι ξέρουμε οι φράσεις: «της μάνας σου» και «η μάνα σου» είναι ιδιαίτερα άγριες και στοχεύουν κατευθείαν στην ψυχή των ανθρώπων.

Συνεπώς με την κομψή λέξη «manashoo» μπορούμε να βρίζουμε όποτε θέλουμε τους συνανθρώπους μας, έχοντας πάντα στιλ και φινέτσα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: «της μάνας σου» => «μάνας σου» «η μάνα σου (κάνει κακά πράματα)» => «μάνα σου»

Αξίζει να επισημάνουμε ότι η λέξη «manashoo» μπορεί να δοθεί σαν απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση, ή ακόμα και σε απλές προτάσεις όπου ο συνομιλητής μας προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μας επειδή μας αγαπάει (διαβάστε τα παραδείγματα.)

Χρησιμοποιήστε το και θα με θυμηθείτε.

  1. Το «manashoo» ως απάντηση σε ερώτηση:

Chat σε κάποιο online παιχνίδι:
- Re filee poios sou eipe na xwtheis se fight;
- Manashoo.

  1. Το «manashoo» έπειτα από απλή πρόταση:

Chat στο Facebook:
- πωπω ρε πούστη μου πεινάω και σου μιλάω επειδή σε αγαπάω.
- manashoo.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βρώσιμου μανιταριού. Φυτρώνει κυριολεκτικά εκεί που κλάνει η αλεπού.

Χρησιμοποιείται επίσης ως βρισιά για μηδαμινό, ανάξιο σημασίας άνθρωπο.

Ανήκει και στο αρκαδικό ιδίωμα, δες.

Στο Δ.Π. υπό tzagos.

  1. το μανιταρι απο πανω το λεμε αλεποπορδη το πατας κ κανει ενα πουφ κ βγαινει σκονη που περιεχει σπορια. (Εδώ)

  2. ΑΛΕΠΟΠΟΡΔΗ
    Σα να λέμε FOXFART. Που σε συνδυασμο με τον FIREFOX μας κανουν ένα πρωτογνωρο πυροκλανι αλεπούς.
    - Πού;
    -Εκεί που κλάνει η αλεπού. Χαχαχα. (Εδώ).

  3. ma kala authn thn alepopordi pou leme kai sto xwrio mou den thn empikse sto xwma kanenas ; (Εδώ).

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός χαρακτηρισμός για την κακούργα, την μέγαιρα, την μοβόρα, το μπιτσόνι, τη λούγκρα.

1. Κουτσομπόλα, δυνάστρια, σπαστική απουσιολόγος, ψυχαναγκαστική σε όλα, κακίστρω αλλά και δοτική, εργασιομανής, αποφασισμένη να πετύχει, γυναίκα...

2. Αχ, αυτή η κακίστρω η Αριστερά! Θέλεις και τα λες ρε Τσίπρα ή σου ξεφεύγουν;

3.
- Κακίστρω!
- Δεν είμαι εγώ κακίστρω, εσύ είσαι ΠΟΛΥ ρομαντικός.

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified