Further tags

Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.

Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.

Αλφαβητάρι του χασίστα

(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • αλάδωτο, χασίσι μούφα χωρίς τετραϋδροκανναβινόλη%
  • αφγάνι, σπάνια και ακριβή ποιότητα χασισακίου από το Αφγανιστάν%
  • ζήρο-ζήρο, πράσινο μαροκινό εξαιρετικής ποιότητας, εξ ουστ και το διπλό ζήρο (σύμβολο του άπειρου)%
  • καϊνάρι, το γλυκό και εξαιρετικής ποιότητας λεβεντοχασίσι%
  • κασκαούτι, το χασισάκι%
  • κέρατο, το άτιμο το μπαμπέσικο το χασίσι%
  • κασέρι, το ευωδιαστό χασίσι%
  • κογιανό, σαλλλονικιώτικο για το χασίσι. Καμιά σχέση με το κουγιανό%
  • λάδι, το χασισέλαιο, απόσταγμα από την ρητίνη του ανθού%
  • λάφινγκ, μαροκινό γελαστό πράσινο(laughing)%
  • λιβάνι, ψιλοάθλιο αλάδωτο χασίσι από το Λίβανο%
  • μαρόκο, μαροκάνικο, πρασινόμαυρο από το Μαρόκο%
  • μπόρντερ, μαυροπράσινο, από τα σύνορα (border) Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία%
  • νταμίρα, άλλη μια ονομασία για το άγιο χασισάκι%
  • μαυράκι, το χασισάκι, υποκοριστικό του...%
  • μαύρο, το κατεργασμένο χασίσι%
  • μπουμπάρι, χασισάκι σε λεπτή σκόνη%
  • πλαστελίνη, είδος μαλακού ψημένου μαυρακίου από Αφγανιστάν μεριά%
  • πράσινο, ειδος πράσινου χασισακίου%
  • πρέσα, το συμπαγές πρεσαριστό χασίσι%
  • προυσαλιό, το μαυράνι του ρεμπέτη: μόλις ήρθα από την Προύσα, να ξεφύγω δεν μπορούσα...%
  • σταφ, το πράγμα%
  • ρόκομα, το μαρόκο στα ποδανά%
  • σοκολάτα, καφετί και ευωδιαστό χασίσι, πρεσαρισμένο σε μορφή τσιγκουλάτας%
  • τάϊ στικ, εξαιρετικό χασίσι από την Ταιλάνδη, σε σχήμα ραβδακίου%
  • τουμπεκί, μείγμα μαύρου και ταμπάκου%
  • τσόκο, βλ. σοκολάτα

Aλφαβητάρι του φουντικού

(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • albanian haze ή tirana haze, λολοπαίγνιο στο γκουμεδιάρικο χέηζ για την τρισάθλια αλβανική φούντα%
  • αλβανός, κακής πχοιότητας χόρτο από την σκιπερία%
  • αμερικάνικη φούντα, η μαριχουάνα%
  • άψητο, ακατέργαστη μορφή χασισακίου, φούντα%
  • βρομ, συνθηματικό για την φούντα%
  • γελαστό, προσωνύμιο του χόρτου ή καθώς προκαλεί ευθυμία%
  • γκάντζα, η φούντα στα τζαμαϊκανά. Legalize it!%
  • γκρας, το γρασίδι%
  • γρασίδι, το χόρτο%
  • ελληνική φούντα φούντα από τον τόπο σου τ. πα μαλ, πα μαλ. Ο Ψηλορείτης και ο Ταΰγετος, τα δυο βουνά μαλώνουν γαι ποιο βγάζει το καλύτερο%
  • καλαματιανό, παγκοσμίως γνωστό ως kalamata founta, το Maui Wowie της Ελλάδος%
  • κανναβέττο, το χόρτο%
  • μπάγκο, αυτοφυής αφρικάνικη φούντα. Κόβεις όπου βρεις και πίνεις%
  • μπριζόλα, δυσάρεστη φούντα με πολλούς σπόρους που βρωμοκοπάει όταν καίγεται%
  • νταφ, η φούντα (νταφού)%
  • νταφού, η φούντα στα ποδανά%
  • μαριχουάνα, τα φύλλα δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης%
  • μαρουγάνα, μπρούκλικο για την μαριχουάνα%
  • μπαμπάνα, τρισάθλιο αλβανικό χόρτο%
  • μπουρούχα, τζουφια φούντα από αρσενικό δενδρύλλιο%
  • πακιστανικό, φούντα που πωλούν πάκηδες%
  • πασπάλια, άσχετα κλαράκια και φύλλα με τα οποία νοθεύεται η νταφού%
  • παστάλι, άθλια φούντα αποτελούμενη από κλαδάκια, σκόνη, σπόρους, κ.ά. κατακάθια%
  • πράσο, η φούντα%
  • πρεζόφουντα, ειδος βαριάς φούντας που και καλά φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα τουδενδρύλλιου.%
  • σένσι ή σενσιμίλια, τζαμάτη γκάντζα χωρίς σπόρους
  • ρεφούζι, κατακάθι νταφού του αισχίστου είδους, εκ του refuse%
  • ρίγανη, κακής ποιότητας χόρτο%
  • σκανκ, σκληρή μεταλλαγμένη φούντα νέας κοπής υψηλών οκτανίων (διπλάσια περίπου ποσότητα τετραϋδροκανναβινολης) με δυσάρεστες μάλλον παρενέργειες%
  • σκανόφουντα, μπάσταρδη φούντα από σπόρους σκανκ που καλλιεργούνται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο με διάφορες μεθόδους%
  • τούφα, η φούντα%
  • φου, η φούντα%
  • φουφού, η φούντα-φούντα%
  • χάχα, η φούντα, επειδή φέρνει γέλιο%
  • χέηζ (haze), εκλεκτό υβρίδιο σένσι με έντονο άκουσμα. Υπάρχουν διάφορε ποικιλίες: purple, silver, και ταλιμπάν%
  • χόρτο η φούντα, εκ του αγγλικάνικου weed.

Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.

  • δοντιά, η δια δαγκώματος πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης του μαύρου%
  • γαρδούμπι, μπάφος με χασισάκι%
  • γάρο, το τσιγαρλίκι%
  • γελαστό τσιγάρο, το ενισχυμένο τσιγάρο%
  • γεμιστάκι, τσιγάρο που του αφαιρούμε τον καπνό και το γεμίζουμε με φούντα%
  • γουργού, ο κλασικός ναργιλές που γουργουρίζει%
  • θανάσης, ονομασία λουλά, εκ της εκφράσεως ποιος Θανάσης;%
  • καρότο, ο μεγάλος μπάφος-υπερπαραγωγη%
  • κατιμάς, τα τρίμματα που περισσεύουν%
  • λουλάς, το επιστόμιο του ναργιλέ%
  • μάρλευ, μονάδα μέτρησης%
  • μελαχρινή, μικρή ποσότητα ναζιάρας και σκερτσόζας φούντας εν είδει μερίδας%
  • μονόφυλλο, γάρο από ένα φύλο%
  • μπόμπα, πολύ χοντρός μπάφος, ιδανικός για περιφορά%
  • μπονγκ, είδος νερόπιπας για χόρτο%
  • μπουκαλάκι, περίπου 3 γρ λάδι σε μπουκαλάκι βανίλιας%
  • μπουρί, ο χοντρός και μεγάλος μπάφος%
  • ξεροτσίμπουκο, το κάπνισμα μαύρου με πίπα ξεροσφύρι (χωρίς καπνό)%
  • ποτηράτο, αυτοσχέδιος τρόπος πόσης με άντεστραμμένο ποτήρι%
  • ρο, εκ του γάρο%
  • σουσανές, τοπικός ιδιωματισμός (Δωδεκάνησα, Πελοπόννησος) για τον μπάφο%
  • τάκος, μαύρο σε συσκευασία μισόκιλου%
  • ταφάκι, το δίφυλλο γάρο.%
  • τζόιντ, ο μπάφος στα αμερικλάνικα%
  • τρίφυλλο, μεγάλο τσιγαρλίκι από τρία φύλλα χαρτιού
  • τσίκα, «μερίδα» χασισιού για ναργιλέ%
  • τρομπόνι, ο φοσμπά-γαργαντούας%
  • τσιγαριλίκι, με χαρμάνι καπνού και φούντας%
  • τσίλουμ, είδος ινδικής πίπας%
  • φέος, ο μπάφος (εκ του μπαφέος). Προσοχή στους τσέους όταν το πίνετε.%
  • φοσμπά, ο μπάφος στα ποδανά%
  • φοσμπέιν, ο μπάφος στα ποδανά%
  • ψίλος, η μικρότερη δυνατόν αξιοποιήσιμη ποσότητα χασισιού

Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα

  • ανέβασμα, δυναμικά αυξανόμενη πορεία τση μαστούρας, εκ του αγγλικάνικου get high%
  • βινάρω, πίνω χασισάκι%
  • γκον, πάει αυτός, τον χάσαμε%
  • διάρκεια, της μαστούρας ωτς. Ποικίλλει με την ποιότητα.%
  • κάνω κεφάλι, το πάνω εννοείται%
  • καριβαρία, όταν κάνεις κακό κεφάλι (εκ των κάρα και βαριά)%
  • κιούσμπα, κακό τριπάκι από τρίμμα φούντας%
  • κλάσιμο, espèce de mastoure%
  • λιάδα, η ούμπερ ντούπερ μαρτούρα%
  • λιωσμάρα, το λιώσιμο%
  • μαστουρλούκι, το φαγητό (συνήθως γλυκό) που μασουλάς όταν κάνεις κεφάλι. Αγγλικανιστί: munchies%
  • νεφέσι, η απόλαυση στη ρουφιξιά γάρου%
  • ντάγκλα, το απόγειο τση μαστούρας%
  • σούστα, η γερή ντάγκλα όπου το κεφάλι κάνει ντόϊνγκ-ντόϊνγκ%
  • την ακούω, μαστουρώνω όμορφα κι ωραία%
  • τριπάκι, η ψυχεδελομαστούρα.%
  • χάλια, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης κόκας ή πρέζας ή (σε μερικές περιπτώσεις) μπάφου.

- Ρε μαλάκα, πόσο κοκό πήρες;
- Πέντε τζι πήρα, δε φτάνουν ρε;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αξιοσημείωτο το ότι δεν υπάρχει, κι ας το χρησιμοποιούμε κατά κόρον.

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Ο εθισμένος στην πρέζα, την ηρωίνη. Ηρωινομανής. Ειδικότερα αυτός που λαμβάνει την ουσία ενδοφλεβίως, με ένεση.

Η έκφραση έχει μεγάλη ιστορία, απαντάται σε παλιά ρεμπέτικα (βλ. π.χ. εδώ ή εδώ).

Υπάρχει και η ουδέτερη βερσιόν: πρεζάκι.

Συνώνυμα:

  1. πρεζόνι
  2. ζακιπρέ (ποδανά)
  3. ζάκι (ποδανά εξελιγμένα)
  4. τζάνκι (ουδ.) ή τζάνκης (αρσ.). Από το αγγλικό junkie, που εξηγεί θαυμάσια ο Mπάροουζ στο ομώνυμο ημι-αυτοβιογραφικό βιβλίο του.
  5. δοσάκιας (πρέζα = δόση)
  6. ενεσάκιας
  7. χουχλαράκιας (δλδ κουταλάκιας, από το κοχλιάριον, λαϊκιστί χου(χ)λιάρι)
  8. φιξάκιας / ξάκιας (από το φιξάκι = ένεση, ποδανιστί ξάκιφι)
  9. χαρτάκιας (από το χαρτί: εκεί όπου τυλίγεται μια δόση ηρωίνης, συνεκδοχικά η ίδια η δόση (το περιέχον αντί του περιεχομένου).
  10. τοξότης (από την τοξοβολία)
  11. αρρωστάκι (γιατί ούτως ή άλλως ένα πέρασμα απ' το τρελάδικο δεν το γλυτώνουν). Το αρρωστάκι θέλει τον γιατρό του.

Γιατί όμως πρεζάκιας και όχι πρέζας ή πρεζάς; Γιατί το υποκοριστικό;

Διότι ο πρεζάκιας είναι το παιδί της μεγάλης παραμύθας, αυτή τον κυβερνά σ' όλες του τις σκέψεις και σ' όλες του τις κινήσεις. Ο πρεζάκιας είναι πάντα ο αιώνιος έφηβος.

Ο προσδιορισμός συνοδεύεται συχνότατα από χαρακτηρισμούς όπως καμένος, κατεστραμμένος, πεθαμένος, ξέφτιλος, παρτάλι. H λέξη βρίσκεται διαρκώς στα χείλη και των ίδιων των πρεζάκηδων, πάντα έτοιμων να βγάλουν πρεζάκια τον οποιοδήποτε (Μηχανισμός Προβολής)

Το Λεξικό της Ντάγκλας δίνει για τον πρεζάκια τον εξής ορισμό:

«ο ξεφτίλας ήρωας του περιθωρίου / που μπορεί να φτάσει στα άκρα / που δεν ξέρει καν τα όριά του / που κάθε μέρα πεθαίνει κι ανασταίνεται / και δεν καταλαβαίνει τίποτα / κρατήστε τον μακριά σας».

  1. Μ' έναν κνίτη πρώτα, και μ' έναν χριστιανό
    Μ' έναν ξαναμμένο μωαμεθανό
    Και μ' ένανε πρεζάκια παρδαλό

(Νικόλας Άσιμος, «Καταρρέω». Πρώτη εκτέλεση Β. Παπακωνσταντίνου στο δίσκο «Χαιρετίσματα», 1988)

  1. Να ο πρεζάκιας λένε όλοι σαν με βλέπουνε
    μοιάζω με πλοίο που το ρίξανε στην ξέρα
    θέλω ν' αλλάξω και τον κόσμο να μη ντρέπομαι
    όμως συνήθισα το βρώμικο αέρα...

(«Ο Βρώμικος Αέρας», από την ταινία «Η Στροφή», 1982. Εκτέλεση Βλάσης Μπονάτσος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Βαράω τατουάζ/ ενέσεις. Κυριολεκτικά, αλλά δες και το παράδειγμα 2 (!!!).
Β. Κάτι με χαλάει, με αρρωσταίνει, με βλάπτει.
Γ. Διεκδικώ κάτι.
Δ. Προσάπτω/ φορτώνω σε κάποιον κάτι.


Οι ορισμοί αυτοί προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες του λήμματος χτυπάω:

  • Αγοράζω κάτι, τρώω κάτι (ανεξάρτητα αν το αγόρασα ή όχι) (acg)
  • κλωτσάω, δεν ταιριάζω, δεν κολλάω, βγάζω μάτι, κάνω μπαμ, κάνω κακή εντύπωση ή δίνω την υποψία για κάτι αρνητικό. (ironick)
  • μπαίνω σε διαδικτυακό σάη αυξάνοντας την επισκεψιμότητά του. (Khan)

αλλά και στα λήμματα χτυπάω κόκκινα, μπιέλα, στρόφαλο, πιράκια, ταβάνι, χτυπάω γκόμενα και το μουνί μου στον τοίχο,


Η Samantha μίλησε για τον θυμό της στην Metro: «Για να φύγει αυτό από πάνω του θα πρέπει να ξοδέψουμε £1,000. Επίσης τι θα πει η κόρη μας μόλις τον δει σε μια πισίνα κάνοντας μπάνιο» Άτιμος ο έρωτας με χτύπησε με δόλο
Α.

  1. Με βλέπω να χτυπάω τατουάζ μανίκι τόσο που μαγειρεύω. ΕΔΩ
  2. Με την γλώσσα μου χτυπάω τατουάζ στην κλειτορίδα ... ΕΔΩ.
  3. η οδοντιατρος μου χτυπησε μια ενεση που αν αυτη τη στιγμη μου δωσει μπουνια o mike tyson δεν θα νιωσω απολυτως τιποτα!

Β.

  1. -Με χτύπησε το ποτό
    - Γιατί, τι του έκανες; ΕΔΩ
  2. Ο έρωτας με χτύπησε με γιόλο και πήγα και αγάπησα τον στρογγυλό σου κώλο.
  3. Πείτε μου τουλάχιστον ότι σας χτύπησε ο ήλιος ή έχετε καιρό να κάνετε σεξ να το καταλάβω ρε
  4. Η κρίση χτύπησε τα μπουζούκια: Εκλεισαν τα 19 από τα 22 στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης http://dlvr.it/C4604v #Χαλαρα
  5. Ο καρκίνος χτύπησε διάσημο πρωταγωνιστή του "Χάρι Πότερ" http://dlvr.it/BDxHn8
  6. Μία εξαιρετικά δυσάρεστη σύμπτωση «χτύπησε» την οικογένεια

Γ.

  1. Χτύπησα πρωτιά η λαθος ειδα? Αντε καλη χρονια με υγεια να εχουμε <3
  2. - Στο σεξ χτυπάς;
    - Χτυπάω αλλά δε μου ανοίγουν. ΕΔΩ
  3. πωπω κελεπούρι από το πουθενά χτύπησα! Θενξ ντιαρ!! ΕΔΩ

Γ.& Δ.

  1. Ο Βαγγέλας θέλει να χτυπήσει την Κρήτη, μόνο που τον πρόλαβε ο εισαγγελέας κ του χτύπησε τον Μαρκογιαννάκη. Ξεφτίλα πριν σωθεί με "ασυλιες". ΕΔΩ

Δ.

  1. -Και επιτέλους κάτι πρέπει να γίνει με τα McDonalds στα βόρεια προάστια. Εγώ πού θα τρώω τις νύχτες μοναξιάς δηλαδή;
    -Εσύ να μην έφευγες από τα νότια
    - Πόσα χρόνια θα μου το χτυπάς ΕΔΩ
  2. Ερμή, για πόσο ακόμη θα μου το χτυπάς για τον κρητικό γάμο;;; :P (πχόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του Σαλονικιώτικου σαλαμακίου, δέον να καταγραφούν και δύο πιο διαδεδομένες χρήσεις του λήμματος σκονάκι:

  • Μικρό σημείωμα από το οποίο ο εξεταζόμενος αντλεί την έμπνευσή του,
  • Δόση σκόνης, δηλαδή «πρέζα» πρέζας.

Εκ των σκόνη < κόνις.

  1. ... «Ααααα.. Ααααα... Ψουυυυυ!» . Τώρα που έχουμε χειμώνα για τα αλά, κρύα. ιώσεις, κρυώματα, αλλεργίες. «Πάρε zewasoft», όπως λέει η διαφήμιση για τα χαρτομάντιλα. Κι αυτή είναι η λέξη κλειδί! Ένα χαρτομάντιλο με χημεία, παρακαλώ. Προσέξτε μονάχα, μήπως τυχαία το χρησιμοποιήσετε!
    (από το www.skonaki.com)

  2. ... δεν είναι η “υπερβολική” δόση που σκοτώνει. Είναι η “καθαρή δόση” που σκοτώνει. Κι η μεγάλη παραγωγή πρέζας στον πλανήτη οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερης καθαρότητας σκονάκια. Η καθαρή πρέζα είναι αυτή που σκοτώνει, όχι η “κομμένη”. Κι η παραγωγή πρέζας στον πλανήτη ολοένα και μεγαλώνει. Κι οι τιμές ολοένα και πέφτουν. Κι η καθαρότητα της ηρωίνης ολοένα και αυξάνεται. Κι όλα αυτά σκοτώνουν.
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ διαδεδομένη μονοετή πόα με αρωματικά άνθη Datura.

Ονομάζεται και -Βοτάνι του Διαβόλου- και πέρα από κοινό αγριόχορτο είναι και πολύ ισχυρό και πολύ επικίνδυνο ναρκωτικό ή πιο σωστά δηλητήριο. Σύμφωνα με το Νίκο Πλατή σχεδόν πάντα κάνει βρώμικο "φτιάξιμο" και αφόρητο πονοκέφαλο. Δεν υπάρχει πιο οδυνηρή κι εξευτελιστική εμπειρία. Μια πραγματική ζωντανή φρίκη. Καθηλωμένος επί 7-8 ώρες ατέρμονες ώρες στους πιο μαύρους εφιάλτες σου, ανίκανος ακόμα και να σαλέψεις ή ν' αναπνεύσεις. Ίδια εφέ προκαλεί και η καλλωπιστική αδελφή της, η εξίσου δηλητηριώδεις Brugmansia (μπρουγκμάνσια). Οι πηγές που αναφέρουν ποια τμήματα του φυτού είναι "βρώσιμα" και ποια όχι είναι αντιφατικές.

Όποιος/όποια είναι αρκετά ξεροκέφαλος και τελικά έχει σκοπό να δοκιμάσει τη ντατούρα να λάβει υπόψη του πως το "τριπάρισμα" της διαρκεί μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο της δόσης, είτε το μετανιώσει είτε όχι, δεν υπάρχει τρόπος να το διακόψει. Αρχικά θα του κάνει τη γλώσσα τσαρούχι, λίγο μετά θα αρχίσουν τα όργανα και θα παίζουν για 8 συνεχόμενες ώρες, ίσως και να πεθάνει.

Μείνετε μακριά από τη ντατούρα.

περισσότερα εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αργκοτική ονομασία του παραισθησιογόνου μανιταριού που εμφανίζεται στα περισσότερα παιδικά κινούμενα σχέδια. Αναγνωρίσιμο από το κόκκινο "σκουφάκι" με τις λευκές βούλες/κηλίδες.

Μαγικό λόγω του φτιαξίματος που σου κάνει και κόκκινο λόγω χρώματος.

Επιστημονικά είναι γνωστό ως amanita muscaria ή και fly amanita. Θεωρείται βρώσιμο από τους λαούς της Σιβηρίας μέχρι τον γνωστό υδραυλικό Σούπερ Μάριο και από τους ινδουιστές, τους Βίκινγκς και τους χριστιανούς μέχρι και τους Λιθουανούς (μαζί με βότκα σε γάμους) για ψυχεδελικούς λόγους. Και φυσικά σε χρήση από τα στρουμφάκια για στεγαστικούς λόγους! Ο Νίκος Πλατής στο βιβλίο του Κάμα Τσούχτρα αναφέρει ότι είναι δηλητηριώδες και για αυτό επικίνδυνο, σ' όποιον δε γνωρίζει καλά την επεξεργασία του. Ψήνεται σε χλιαρό φούρνο και όταν αφυδατωθεί εντελώς, τρίβεται σε σκόνη. Μια συνηθισμένη δόση είναι 10 με 15 κουταλάκια του γλυκού. Κάνει δυνατό "Τρίπ".

-Γουστάρω να τριπάρουμε με μαγικό κόκκινο απόψε καύλα.

-Οκ, καυλιάρη!

mushroom στρουμφάκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεσάζων μεταξύ του εμπόρου παράνομων εξαρτησιογόνων (και μη) ουσιών και του χρήστη τους, με δυό λόγια, ο μικροέμπορος ή ο «μικροαστός», αν θέλετε, των παράνομα διακινούμενων ουσιών.

Λέγεται επίσης και γιατρός, ντηλέρι, ντήλερ, περιπτεράς, σπρώχτης.

Ονομάζεται βαποράκι από το γεγονός ότι συνήθως τα πλοία και μάλιστα τα επιβατηγά εισάγουν παράνομα τις ουσίες από χώρα σε χώρα μέσω των θαλασσίων οδών, συνειρμικά λοιπόν ο μικρός μεταφορέας λέγεται βαποράκι.

Ο Γιάννης είναι γνωστός στους κύκλους των πρεζάκηδων ως το βαποράκι που «δουλεύει» 24ωρο ακόμα και το καλοκαίρι.

Παύλος Τάσιος "Τα Βαποράκια" (1983) (από HODJAS, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερπολύχρηστη λέξη, με σημασία κατά κανόνα θετική. Γιατρός είναι γενικά κάποιος με ειδικές ικανότητες και ταλέντα, που ξεπερνούν αυτά του μέσου όρου. Δίνει τη λύση σε δύσκολες καταστάσεις κι ότι αναλαμβάνει το φέρνει συνήθως εις πέρας με αξιοσημείωτη επιτυχία.

Όλοι βέβαια γνωρίζουμε την all time classic, χιλιοτραγουδισμένη προσφώνηση γιατρέ μου, την οποία περιοριζόμεθα να μνημονεύσουμε ενθάδε μετά τιμής. Γειά σου ρε γιατρέ, όπως λέμε γεια σου ρε καλλιτέχνη, γεια σου ρε ψηλέ, γεια σου ρε όμορφε, γεια σου ρε μάνατζερ, γεια σου ρε αρχηγέ κ.ο.κ.

Οι γιατροί (η λέξη τίθεται είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών), όπως έχουμε πει και αλλού, δε δουλεύουν για την ψυχή της μάνας τους. Προσφυγή στας υπηρεσίας τους θα σας κοστίσει κάτι παραπάνω, τις πιο πολλές φορές όμως αξίζει τον κόπο.

Ειδικότερα:

  1. Στο λεξιλόγιο μιας ειδικής κατηγορίας παρανόμων, εκείνων που ασχολούνται συστηματικά με κλοπές αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, γιατρός είναι ο ειδικευμένος «τεχνίτης» ο οποίος αναλαμβάνει να παραποιήσει τον αριθμό πλαισίου και αριθμό κινητήρα του κλεμμένου οχήματος και να περάσει καινούριους. Κάθε πλαίσιο (σασί) και κάθε κινητήρας (μοτέρ) που βγαίνει απ' το εργοστάσιο, έχουν χαραγμένα πάνω τους, κυρίως για λόγους ασφαλείας, τους κωδικούς αυτούς αριθμούς. Χρησιμεύουν στην ταυτοποίηση του οχήματος σε περίπτωση κλοπής. Ο γιατρός, ο οποίος κατά κανόνα δε μετέχει στη φέρμα, έρχεται κατόπιν εορτής, στο γκαράζ που έχεις κρύψει το κλεψιμέϊκο, αποξύνει τους παλιούς αριθμούς (με προσοχή για να μην αφήσει ίχνη) και «χτυπάει» τους νέους. Ποιοι όμως θα είναι αυτοί οι νέοι αριθμοί; Μήπως ο γιατρός θα τους βγάλει απ' την κοιλιά του;

Όχι βέβαια. Το κόλπο - ένα από τα πολλά - έχει συνήθως ως εξής: Κλέβεις ένα μηχανάκι, π.χ. ένα Yamaha TDM 900, το οποίο όμως σου είναι κατ' ουσίαν άχρηστο, διότι αν σε σταματήσουν οι μπάτσοι και δεν έχεις τα χαρτιά του, την πούτσισες. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να πας να αγοράσεις το ίδιο ακριβώς μοντέλο από κάποιον που το είχε και το τράκαρε. Εννοείται το παίρνεις κοψοχρονιά, εφόσον το μηχανάκι έχει γίνει βίδες, καφενείο, κωλοτρυπίδες. Αφού γίνεις πια ο νόμιμος κάτοχός του, πηγαίνεις και «βαράς» τα νούμερά του στο κλεμμένο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

  1. Για τους τοξικομανείς, γιατρός είναι ο drugdealer, o πρεζέμπορας, ο τροφοδότης που μοιράζει το φάρμακο για να γίνουν καλά τα αρρωστάκια. Στο εξωτερικό, όπου τα πράγματα είναι γενικώς πιο επαγγελματικά και δουλεύουν πιο ρολόι σε σχέση με την Ψωροκώσταινα, κάθε ντήλερ που σέβεται τον εαυτό του και το θεάρεστο λειτούργημά του, φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο του δόκτορος («doctor») και διαφημίζεται με γκράφιτι από σπρέι στους τοίχους. Αυτό πάει να πει κυριαρχία της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αν δεν διαφημίζεσαι απλά δεν υφίστασαι.

  2. Για τους φανατικούς των Moto GP (αγώνες μοτοσυκλετών δια τους αδαείς), γιατρός είναι ο ένας και μοναδικός Valentino Rossi, ζωντανός θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού, πολυνίκης και πρωταθλητής επί σειρά ετών.

  1. - Φίλε όλα οκ με το σκηνικό, το βάλαμε στο χέρι το μηχανάκι.
    - Ωραίος. Πού το 'χεις τώρα, στο γκαράζ του Κατσαρίδα, όπως πάντα;
    - Ε ναι ρε, που αλλού θα το χώναμε. Εσύ τελείωσες με τις άδειες και τη μεταβίβαση;
    - Όλα κομπλίτα σου λέω, τον έψησα κιόλας τον τυπά και μας έκοψε άλλο ένα τρακοσάρι. Άμπαλος απ' τους λίγους, που να 'ξερε κιόλας... Έχει μείνει με την εντύπωση πως θα το φτιάξω το ερείπιο του και θα το κυκλοφορώ..
    - Τέλεια. Ρίξε τώρα τηλεφωνάκι στο γιατρό, θέλω ως αύριο βράδι να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία.
    - Μια κουβέντα είπες τώρα. Με τη δουλειά που έχει πέσει τελευταία, τον βλέπω σε κανά διβδόμαδο το λιγότερο να 'ρχεται.

  2. (πρεζάκιας-ζήτουλας έχει βγει στη γύρα)
    - Ρε φιλαράκι μήπως έχεις ένα ευρώ να πάρω ένα σουβλάκι να φάω;
    - Άει πάενε ρε ξέφτιλε που θες και λεφτά.. Να πα να δουλέψεις ρε κοπρόσκυλο, τ' άκουσες;
    - Φιλαράκι ο Αργύρης δεν είσαι; Ο Στάμος από το γυμνάσιο είμαι ρε, με θυμάσαι;
    - Πω......... Ρε Στάμο, πως κατάντησες έτσι αγορίνα μου;
    - Έτσι μας τα 'φερε η πουτάνα η ζωή ρε Αργύρη, είναι κι εξαφανισμένος ο γιατρός μου εδώ και καμιά δεκαριά μέρες κι είμαι να πεθάνω ρε Αργύρη... Μείνε μακριά απ' τον πρεζάκια Αργύρη, είναι καταραμένος σου λέω..

If your down he\'ll pick you up Dr. Robert, Take a drink from his special cup Dr. Robert  Dr. Robert, he\'s a man you must believe, Helping everyone in need, No one can succeed like Dr. Robert (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified