Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά σημαίνει βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω, αβέλω πιασμάν. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το θεωρεί ιταλικής προέλευσης, όπως και το μπράτσο (βλ. braccio, braccietto).

Να τα μπρατελιάσματα, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι (δες).

Χειρογλεντάει όλη μέρα ο γρόθος.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Έχει χειροτονωθεί και είναι έτοιμος να προχωρήσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).

Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό δάκτυλο του δεξιού χεριού.

Άτσα, νυχάκι στο ανθυποκωλοδάκτυλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστη έκφραση, αρχαιοελληνικής προελεύσεως. Η σημασία της συνδέεται με τους αρχαίους μάντεις, γνωστούς και ως «τα οράκλια»!
Στα διάφορα μαντεία, οι μαστουρλήδες μάντεις και μάντισσες, πέραν της νταφούς που φούμαραν για να μιλήσουν με τους θεούς, βουτούσαν τα νύχια τους και σε ένα υγρό φτιαγμένο από δαφνέλαιο, το οποίο εν συνεχεία ακουμπούσαν στα ρουθούνια τους, ερχόμενοι σε καταληψία. Κατόπιν μπορούσαν να απαντήσουν σε οιαδήποτε ερώτηση με σιγουριά.
Η έκφραση υφίσταται και στα νέα Ελληνικά, εννοώντας απλούστατα «που να το ξέρω».

1.

- Γιατί ρε δεν άπλωσες τα ρούχα και τα άφησες στο πλυντήριο;
- Και που να ξέρω ρε μαλάκα, ότι εσύ είχες βάλει πλυντήριο, να μυρίσω τα νύχια μου;

2.

- Ρε, τι θα κάνει λες ο Ολυμπιακός αύριο;
- Κάτσε να μυρίσω τα νύχια μου και θα σού πω....Μηνάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαμίδι είναι το χαστούκι, η μπάτσα με την παλάμη.

Στραβοπαλαμίδι είναι η ανάποδη, το χαστούκι όχι με την παλάμη, αλλά με το καπάκι του χεριού ή/και το παλαμίδι (με την παλάμη ή το καπάκι) που δεν πετυχαίνει ακριβώς μάγουλο, λόγω πολύ μεγάλης ορμής και δύναμης, και γι' αυτό πονάει και ταπεινώνει υπέρμετρα, αφού εξ ορισμού γίνεται στα πλαίσια χτυπήματος combo. Το «στραβό-» δλδ. μάλλον δηλώνει εδώ ότι πρόκειται για το «ανορθόδοξο» παλαμίδι.

Τοπικός ιδιωματισμός από Δυτική Κρήτη μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

- Με το που μου λέει για τον ξάδερφο και μα μου σου του τον αρχίζω στα παλαμίδια και τα στραβοπαλαμίδια ... τον ουρανό σφοντύλι είδε... - Πάλι δε γαμήσαμε το Σάββατο;

Παλαμήδι (από Jonas, 11/05/09)~ πλακί (από xalikoutis, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαύρη μάκα που μαζεύεται κάτω από το νύχι έπειτα από διάφορες βρώμικες χειρωνακτικές ασχολίες (σκάψιμο, κωλοδάχτυλα σε άπλυτους κώλους κλπ ), ή απλά λόγω έλλειψης προσωπικής υγιεινής και συσσωρευμένης μπίχλας. Έχει διττή έννοια, αφού η μαυρίλα θυμίζει πένθος και επίσης μπορείς να πεις ότι πενθεί το νύχι για τις παρατεταμένες άσχημες συνθήκες υγιεινής που βιώνει.

  1. - Πάμε εδώ να τσιμπήσουμε κανα γύρο;
    - Άσε ρε με τον μπιχλιάρη, το πένθος στο νυχάκι του βγάζει ολόκληρη μερίδα!

  2. - Καλό το Χριστινάκι χθες;
    - Άσε ρε την κωλοδαχτύλωσα και αηδίασα. Ξεσκάτωμα και πένθος στα νύχια...

Δες και νύχι με μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονὰς μετρήσεως μήκους, ἴση μὲ τὸ πλάτος μιᾶς παλάμης.

Οἱ μετρήσεις ἐκτελοῦνται πάντοτε διὰ συγκρατήσεως τοῦ ὑπὸ μέτρησιν ἀντικειμένου στὴν παλάμη· συνεπῶς ἀφορᾷ μόνο σὲ σωληνοειδῆ ἢ στυλιαροειδῆ ἀντικείμενα.

Ἀνήκει στὶς σχετικὲς (δηλαδὴ ὄχι ἀπόλυτες, σταθερὲς) μονάδες μετρήσεως, γι' αὐτὸ καὶ δὲν φυλάσσεται στὶς Sevres, ἀλλὰ ὁ καθεὶς φυλάσσει τὸ δικό του.

Ἄλλες συμπληρωματικὲς πρὸς τὸ χειροκλάδι μονάδες, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἀποτελοῦν ὑποδιαιρέσεις του, εἶναι ὁ ἀντίχειρ καὶ τὰ ἄλλα δάκτυλα, ἐννοούμενα βεβαίως ἐγκαρσίως.

Τὸ μῆκος τοῦ πέοντος εἶναι, φυσιολογικῶς, δύο χειροκλάδια καὶ δύο ἀντίχειρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χέρι ή η παλάμη.

- Τί θα κάνουμε σήμερα το βράδυ; Πάμε για κάνα ποτάκι;
- Μπαα, βαριέμαι θα πέσω για ύπνο.
- Ναι καλά, έτσι το λέμε τώρα!! Πέσμας ότι πάλι με τον πενταδάχτυλο θα την βγάλεις και ασταυτά τα σάπια.

(από tasurmata, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified