Further tags

Σκίζομαι στην εξάσκηση, αναφέρεται κυρίως στις ασκήσεις μαθητών και φοιτητών.

Για να πάρεις καλό βαθμό πρέπει να εξασκιστείς στις ασκήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Υπεκφεύγεις, την κάνεις μ' ελαφρά, εγκαταλείπεις το πλοίο, οπισθοχωρείς με δόλιο τρόπο με σκοπό να ανακτήσεις τα χαμένα ψηφαλάκια διατηρώντας όμως τους δύο εντεταλμένους υπαλλήλους σου ως υπουργούς.

Η πρόσφατη αποχώρηση του ΛΑΟΣ από την κυβέρνηση συνεργασίας δικαιολογεί νομίζω τον μακρύ ορισμό, που όμως εισάγει νέα δεδομένα στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ζωή.

Δύο συνάδελφοι στη δουλειά (πραγματικό γεγονός) :

-Μμμ, να σου πω...Μήπως μπορείς να υπογράψεις κάτι για μένα;
-Τι ακριβώς;
-Κοίτα, εγώ φεύγω γιατί με περιμένει η γυναίκα μου κανόνισε τα με τ' αφεντικό...
-Εεεε, κάτσε που πας; Μη καρατζαφεύγεις κάθε φορά που είναι να πάρεις ευθύνες στις πλάτες σου ρε λαμόγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι είναι η ανεμόκαυλα;

- Αρχιδομαλακοκεφαλοι βλακαμαδες κουραδογεννοι γουρουνομουροχαβλοι ελληνες οδηγοι, γαμω τη μαμη που σας ξεγεναγε και γαμω τα τριχωτα ποδια του Σπαιντερμαν, που να τρακαρετε και να διαμελιστειτε και να μην ψοφησετε κιολα, Η ΚΟΡΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ την ανεμοκαυλα σας μεσα!
(εδώ)

Οταν ο γκαυλωμένος άνεμος ξεσπά την ερωτική λύσσα του στις πεοκορφές. Αεροπεομαχία το δίχως άλλο! (από GATZMAN, 01/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «καλησπέρα» και «σπέρμα». Προσφωνείται από αμφότερα και τα δύο φύλα:

  • Όταν κάθε καυλωμένος καλησπερ(μ)ίζει την κοπελιά του ή κάποια άγνωστη η οποία τον έχει ανάψει,
  • Στα προκαταρκτικά του σεχ την ώρα που ο λούτσος βγαίνει απ' το σλιπάκι και χαιρετάει το γατάκι.
  1. (χτυπάει κουδούνι) - Έρχομαι μωρό μου....
    - (ανοίγει την πόρτα) Ήρθα να δούμε DVD, όπως μου είπες.
    - Καλησπέρμα! Μμμμ...ντύθηκες όπως πρέπει βλέπω.

  2. - Τι είναι αυτό που έχει φουσκώσει στο σλιπάκι σου βρε παλιόπαιδο;
    - Για έλα να δεις. Κάποιος θέλει να σου πει κάτι.
    - Για να δω......ΩΩΩ!
    - Καλησπέρμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν με τη συμπεριφορά μου εκνευρίζω κάποιον σε υπέρτατο βαθμό.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσουμε την απειθαρχία σε κάποια αρχή, πχ δάσκαλο, αστυνόμο κτλ.

Συνώνυμο: δίνω κρίση.

- Εγώ λέω αρκετά με την Αγγλικού. Πολύ αυστηρή μας το παίζει και μου την σπάει. Λέω να πάμε να τη δώσουμε μια καλή ταραχή αύριο.
- Ναι να την βάλουμε να κάτσει στην καρέκλα που γέρνει. Θα ρίξουμε χοντρά γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια ιδιωματική διάλεκτος τείνει να εκλείψει, ελλείψει ομιλητών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα καλιαρντά.

Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008]τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

(Ο επιφανής σλάνγκος aias.ath περιγράφει τον αργκό θάνατο των καλιαρντών χρησιμοποιώντας συντακτικό που δυστυχώς επίσης αργκοπεθαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση έμπνευσης όπου ο αργκοδαίμων επιδίδεται σε ακατάσχετη αργκογραφία και αργκολογία, πολλές φορές εκνευρίζοντας τους οικείους του με αυτή του την εμμονή.

Σε περιπτώσεις οξείας αργκοδαιμονίας οι αργκίατροι συνιστούν αργκανάπαυση, αποχή από αργκογενή και αργκογόνα περιβάλλοντα (π.χ. slang.gr) και αργκαγωγή με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης αργκοτονίνης (Selective Argotonin Re-Uptake Inhibitors - SARIs).

- Τα 'μαθες κολλητάρι;
- Τι έγινε ρε Μήτσο;
- Ρε συ τον Μπάμπη, τον κλείσανε μέσα.
- Μέσα πού, ρε;
- Στο Αιγινήτειο. Μας είχε ταράξει όλους με την αργκοδαιμονία του, κοντεύαμε να βγάλουμε σπυριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία των αγγλικών λέξεων «bye bye». Αναλογεί προς τα ελληνικά: «αντίο», «τα λέμε».

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο τέλος της γραπτής κυρίως διαδικτυακής επικοινωνίας των νέων (μέσω msn, facebook, my space, skype κ.ο.κ.) ως αποχαιρετισμός. Επιπλέον, εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό και στην προφορική τους (είτε άμεση/ απευθείας είτε μέσω βιντεολήσεων) επικοινωνία.

Στην Αγγλική αποτελεί συντομογραφία πάμπολλων λέξεων, φράσεων ή λεκτικών φράσεων˙ π.χ. baby (κυρίως στο διαδίκτυο), best buddy, bachelor of business, ball bearing, base on balls, blue book, B'nai B'rith κ.ά.

Συνώνυμη (ως προς τη σημασία και την συγκειμενική της χρήση) αποτελεί η σλανγκική συντομογραφία (της Αγγλικής) cya [< see you· αντικατάσταση της λέξης «see» με το ομόφωνο γράμμα της αγγλικής αλαφαβήτου «c» + τον αγγλικό σλανγκικό τύπο της λέξης «you»: «ya»).

Νίκος: Αντέ, τα λέμε Γιωργάρα!
Γιώργος: ΒΒ μεγάλε!

Δες και έλα (κλισέ σλανγκ χαιρετούρες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για βρώμικο αντικείμενο που βρίσκεται ή γεγονός που εξελίσσεται στο δρόμο.

Ο μη εξαντλητικός κατάλογος παραδειγμάτων χρήσης περιλαμβάνει λιπαρά σάντουιτς από καντίνες του δρόμου, χιπχοπικές σκληρότητες, αλητείες (παρ. 1) και καρτέρια (παρ. 2), σεχ ή / και phone σεχ κατά τη διάρκεια οδήγησης (δεν υπάρχει αυτό; τι λες, αλήθεια; και κανονικά και τηλεφωνικά λέμε...). Δηλαδή βρώμικα πράγματα επί του δρόμου. Δρόμικα. Καλό, ε;

Βασικές σπαζοκεφαλιές που προκαλεί ένα δρόμικο: πώς θα τη σκαπουλάρω χωρίς να με πάει αίμα / χωρίς να χύσω στην άσφαλτο αίμα / χωρίς να γαμήσω την εγγύηση του iphone όταν χύσω.

Πάσα: patsis (είχες δίκιο είναι υπαρκτό!)

Παρ. 1 - Hip hop: Μπαίνω και πάλι ξαφνικά, μπαίνω και πάλι λυρικά,
μπαίνω και πάλι φιλάρα για να φέρω σαματά,
ΜΕ σκόπιμο, μπόλικο, βρώμικο, δρόμικο, μόνιμο, νόμιμο, υλικό, λυρικό, κυνικό, ηθικό, αληθινό, αλήτικο, αλύπητο
για ν’ ανεβάσω το επίπεδο, να δείξω το αντίθετο...

Παρ. 2 - Hip hop: Ένα δρόμικο break… Κι απ’το στημένο το καρτέρι μας το δρόμικό
μου καλλωπίζεσαι για χρόνια σε καθρέφτη βρώμικο
με της σκιάς τα λόγια και των γονιών τις συμβουλές
ξυραφιάζεσαι κι αμέσως κρύβεις τις ουλές...

Παρ. 3 - Hop hop: Οδηγεί, ταυτόχρονα μιλάει στο κινητό:
- ... μπλα μπλα μπλα (την κλείνει φορτηγατζής - βρε άσταδγιάλα μαλάκα θα σκοτωθούμε)
- ...αν είναι να μιλάς πρόστυχα στο φορτηγατζή, δεν μιλάς καλύτερα πρόστυχα σε μένα...
- Πλάκα μου κάνεις τώρα! Θες να κάνουμε phone sex όσο παλεύω με το στροφιλίκι; - Μα έλα να κάνουμε ένα δρόμικο ντε! (ναι, είσαι χαζή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified