Further tags

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ποιον πρέπει να γαμήσω/πηδήξω για να γίνει το x πράγμα;».

Μάλλον αμερικανικής προελεύσεως έκφραση (who do I have to fuck κλπ). Δηλώνει αγανάκτηση για υπηρεσία η οποία, ενώ οφείλεται και αναμένεται, δεν παρέχεται, καθυστερεί ή παρουσιάζει εξοργιστικές επιπλοκές στην πράξη.

Το fuck στα αγγλικά σημαίνει ό,τι και το γαμάω / πηδάω στα ελληνικά, με την επιπλέον σημασία του κάνω σεξ με κάποιον ασχέτως ρόλου (το λένε και οι γυναίκες δηλαδή, αντί του κάθομαι σε κάποιον).

Μετά από αναμονή που μας φαίνεται ατελείωτη, μετά από πολλά μπερδέματα και πολλές προσπάθειες από μέρους μας, φτάνουμε σε ένα σημείο που είμαστε πρόθυμοι να ανταλλάξουμε το κορμί μας για το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Το μόνο που δεν ξέρουμε είναι ποιος θα το πάρει ώστε να κλείσει το deal, και αυτό ακριβώς ρωτάμε, για να τελειώνουμε.

Επειδή όμως στα ελληνικά η σημασία του γαμάω ως τιμωρώ/δέρνω είναι πιο συνηθισμένη απ' ό,τι στα αγγλικά, η φράση έχει σχεδόν πάντα διπλή σημασία: «σε ποιον πρέπει να πουλήσω το κορμί μου» αλλά και «ποιον πρέπει να δείρω για να έχω επιτέλους το τάδε».

  1. Από εδώ:

- Ποιον πρέπει να πηδήξω για να πιω ένα καφέ;
- τον παγκο εκει στο βαθος... απο πισω θα βρεις την καφετιερα lol.

  1. Από εδώ:

Ποιον πρέπει να πηδήξω για να κάτσει επιτέλους κάποιο συνθηματικό; Όσες φορές μπήκα, ήταν αφού αναγκάστηκα να κάνω αίτηση καινούριου συνθηματικού, το οποίο δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω πράσινο(ούτε καν πατώντας αμέτρητα τυχαία πλήκτρα) και άσχετα με το αν χρειάζεται ή όχι να είναι πράσινο(ασφαλές), αφού γράψω το συνθηματικό, το επιβεβαιώσω και σώσω τις αλλαγές, αν κάνω [...]

  1. Από εδώ:

Οκ, τέρμα η πλάκα, ποιον πρέπει να γαμήσω για να ξεκολλήσουμε από τον κουραδόβαλτο; Είμαι και large ο πούστης, το ξεμάτιασμα έπρεπε να το παραγγείλω για την πάρτη μου...

  1. Από εδώ:

Δηλαδή, Ποιόν Πρέπει Να Γαμήσω Για Να Έχω Ίντερνετ; Σήμερα θυμήθηκα μια φίλη από το πολύ βαθύ παρελθόν. Συνήθιζε να πηγαίνει σε δημόσιες υπηρεσίες για διάφορες δουλειές κι όταν έβρισκε τον γνωστό τοίχο, φώναζε: «Δηλαδή, πρέπει να γαμήσω κάποιον για να κάνω την δουλειά μου; Όχι πείτε μου, αν είναι να το δούμε...»

  1. Σε άλλη μορφή από εδώ, με σαφώς πιο κυριολεκτική σημασία:

πω πω ζηλεύω και θέλω κ εγώ εκπομπή!!!! επιτέλους.....σε ποιον πρεπει να κατσω για να μου δώσει εκπομπη στο πανμέγιστο μοναδικό και ανυπέρβλητο PamakRadio;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πνιχτή μαλακία, άλλως τον αυτο-ερωτικό στραγγαλισμό ή την ασφυξιοφιλία. Συγκεκριμένα, πολλοί αυνανιστές προκαλούν εκούσια ασφυξία κατά την διάρκεια του χερογλυκάνου, με σκοπό να αυξήσουν την αίσθηση ηδονής κατά την κορύφωση λόγω μη οξυγονώσεως του εγκεφάλου.

Η πνιχτή καταγράφεται στην βιβλιογραφία από τον 17ο αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκε σαν θεραπεία για την στυτική δυσλειτουργία. Η αυτοερεθιζόμενοι της εποχής εμπνεύστηκαν παρακολουθώντας δημόσιους απαγχονισμούς, όπου διαπίστωναν ότι πολλοί κρεμασμένοι έφεραν στύση η οποία συχνά παρέμενε και μετά θάνατον.

Φυσικά η πνιχτή αποτελεί μέγιστη μαλακία, δεδομένου ότι πολλοί αφήνουν έτσι άδοξα την τελευταία τους πνοή. Γνωστά θύματα πνιχτής υπήρξαν ο συνθέτης Frantisek Kotzwara (1791), ο ηθοποιός Albert Dekker (1968), ο ζωγράφος κόμικς και πρωτοπόρος του graffiti Vaughn Bodé (1975), ο Άγγλος συντηρητικός βουλευτής Stephen Milligan (1994), o τραγουδιστής των INXS Michael Hutchence (1997), ο πρωταγωνιστής του τηλεοπτικού Kung Fu και του Kill Bill, ηθοποιός David Carradine (2009), o μόδιστρος Alexander Mc Queen (2010), o ηθοποιός Αndrew Koening (2010), κ.α. Στα θύματα φυσικά συγκαταλέγονται και γυναίκες.

Σε περίπτωση που είστε γονέας, συγγενής ή φίλος θύματος πνιχτής, μπορείτε να απευθυνθείτε για στήριξη εδώ.

Παιδιά, don’t try this at home!

Λάουρα: Τι πίκρα οι άνδρες παιδάκι μου, τους τα δίνω όλα, πνίγω το κουνέλι και την επομένη μου λένε να πάω να πνιγώ κι αλλάζουν πεζοδρόμιο.

Λίλιαν: Καιρός να πνίξεις – συγγνώμη – να κάνεις κάτι για τον εαυτό σου. Να’ σπώ στ’ αυτί: ...ψουψουψου...μια ωραία πνιχτή... μουμουμου....σκοινί και σαπούνι .... ψουψουψου.

Λάουρα: Ουαααου, φιλενάδα μ’ έφτιαξες!

Τ' όνομά του είναι η αιτία Διδυμότειχο μπλουζ
Τρύπα στη γεωγραφία Διδυμότειχο μπλουζ
αδειανή φωτογραφία, του παράλογου η θητεία
απαγχονισμένη μαλακία
Διδυμότειχο μπλουζ

(οriginal στίχοι πριν πέσει η μαχαιρίτσα της λογοκρισίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόλο που ο όρος θυμίζει έντονα τον όρο στάση του Νίκα, εδώ θα κάνουμε την ανατροπή, ξεκινώντας από αλλού, προκειμένου να μιλήσουμε για το θέμα.

Βουαλά!

Η αλλαντοβιομηχανία Νίκας, εκτός των άλλων αλλαντικών της, φτιάχνει τα... λουκάνικα. Όπως αναφέρεται εδώ προσφέρει τα μοναδικά χωριάτικα λουκάνικα. Το κείμενο καταλήγει με το γνωστό σλόγκαν: «Γι’ αυτό... βλέπεις ΝΙΚΑS, είναι καλό!»

Σλανγκίζουμε, λοιπόν, στο χωριάτικο λουκάνικο ΝΙΚΑΣ.

Το λουκάνικο, λόγω σχήματος, παραπέμπει σε πέοντα.

Ναι ναι.. ok. Τι ιδιαίτερο όμως παίζει εδώ;

Ως χωριάτικο λουκάνικο παραπέμπει σε γκαβλωμένο βουκεφάλα. Ως χωριάτικο πάλι, βγάζει τη βαρβατίλα. Ως Νίκας (φημισμένο λουκάνικο), παραπέμπει σε ποιοτική αξιοποίηση του βουκέφαλου αετού (πουλί κι αυτό).
Ως Νίκας πάλι, παραπέμπει στη νίκη στο γήπεδο.

Άρα ναι... ναι, όταν μιλάμε για στύση του Νίκα, μιλάμε για έναν βουκεφάλα πλήρους μεγέθους, που συνδυάζει βαρβατίλα και ποιότητα προκειμένου να βγάλει τροπαιοφόρο τον καβαλάρη κάτοχό του, στην επερχόμενη στάση του Νίκα.

Κι αν κάποια αμφισβητήσει τα προσόντα κάποιου Γαμάι λάμα (που δεν έχει γνωρίσει στο γήπεδο), τότε... τι καλύτερο, από το να της κάνει αυτός μια παρουσίαση (στύση του Νίκα, που παραπέμπει λογοπαιγνιακά στη φράση, στήσου για να σκοράρω), μια επίδειξη δηλαδή, πριν την πήδηξη (στάση του Νίκα).

Δυο φιλενάδες συζητούν.
- Μου την πέφτει ο Πέτρος. Αλλά... δεν τον βλέπω να τραβάει στην ανηφόρα.
- Ο Πέτρος είναι αυτό που λένε, μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεββάτι. Ζήτα του να σου κάνει ένα ντέμο. - Δηλαδή;
- Στύση του Νίκα ρε εσύ...

(από GATZMAN, 08/05/09)(από GATZMAN, 08/05/09)Η περιοχή του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, όπως είναι σήμερα. Η φωτό αυτή μπαίνει εδώ λόγω του ότι, ο οβελίσκος, στο βάθος, παραπέμπει στη στύση του Νίκα  (από GATZMAN, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γ-καύλα / γυναικεία καύλα. Πώς είναι η αντρική; Καμία σχέση.

Ακολουθεί οθονιά: Το θέμα είναι βαρύ και απαιτεί ανάλυση.

Γυναικεία καύλα –πώς εκδηλώνεται (ή αλλιώς «Αυτό που νιώθουν οι γυναίκες»):

  • Διαστολή της κόρης του ματιού.
  • Αύξηση των καρδιακών παλμών.
  • Η αναπνοή γίνεται ταχύτερη και βαθιά.
  • Τα χείλη του στόματος σταδιακά κοκκινίζουν (αυτό υποτίθεται ότι προσομοιάζει το κραγιόν), διογκώνονται ελαφρά και αρχίζουν να «μυρμηγκιάζουν» (ως επόμενο, συχνά τα χείλη μισανοίγουν ασυναίσθητα).
  • Το αιδοίο διογκώνεται, λόγω μεγαλύτερης κυκλοφορίας του αίματος και αρχίζει να «μυρμηγκιάζει».
  • Ο κόλπος υγραίνεται.
  • Επιθυμία για σεξουαλική πράξη.

Γυναικεία καύλα –πώς προκαλείται (ή αλλιώς «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες, vol. Ι»):
Αφενός απαιτείται ένας άντρας ή η φαντασίωση ενός άντρα τέλος πάντων. Αφεδύο, για το τι καυλώνει την καθεμία, ενδεικτικά παρατίθενται διάφορες απόψεις στο Παράδειγμα –παρακαλώ περάστε από κει πριν συνεχίσετε την ανάγνωση. Η εξήγηση για όλα αυτά στο Παράρτημα.

Γυναικεία καύλα –τι συμβάλλει (ή αλλιώς «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες, vol. ΙΙ»):
Ανεξάρτητα από το Ι, η πλειονότητα γουστάρει, όλα ή κάποια, από τα κάτωθι:

  • Να είναι καθαρός όσο χρειάζεται. (Να μην βρωμάει, ούτε κατά διάνοια, αλλά και να μην γλείφει η άλλη σαπούνια, χλωρίνες και αντιπαρασιτικά.)
  • Να μυρίζει ωραία. (Περιλαμβανομένων και των φερομονών της καθαρής μασχαλίλας... της καθαρής... της καθαρής... –επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως.)
  • Ρομαντική ατμόσφαιρα. (Κανονική θερμοκρασία περιβάλλοντος, ώστε να μην τουρτουρίζει και να σκέφτεται να βγάλει το βρακί της για να μην καταψυχθεί το μύδι, απαλά χρώματα, απαλός φωτισμός, απαλή μουσικούλα και τα τοιαύτα.)
  • Ένα καλό γεύμα πριν. (Ο καφές και το τσάι το ανεβάζουν το λίμπιντο, ελάχιστο αλκοόλ διώχνει τις αναστολές και την εικόνα της μάνας της να της λέει ότι, όποια το κάνει χωρίς στεφάνι είναι πουτάνα και θα καεί στην κόλαση.)
  • Μασάζ. (Χαλαρό, αρχικά τρυφερό και μετά βλέπουμε, δεν βιαζόμαστε, δεν πιάνουμε κατευθείαν βυζιά και κώλους, δεν στρίβουμε τις ρώγες σαν να είναι κουμπί ραδιοφώνου και ψάχνουμε να βρούμε σταθμό.)
  • Προκαταρκτικά. (Δεν βιαζόμαστε... Δεν βιαζόμαστε... Δεν βιαζόμαστε... –επανάληψη κ.λπ. Τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο φιλιά, χάδια κ.λπ. πάνω από τα ρούχα. Άλλο τόσο κάτω από αυτά.)

Παράρτημα 1: Γιατί όλα αυτά, κύριοι, σας φαίνονται κινέζικα.

Τα σχέδια του θεού για την δημιουργία ανθρώπινου όντος, πέρασαν από την θεωρία στην πράξη με πιλοτική εφαρμογή πειραματικού μοντέλου: ο Θεός έπλασε τον άνδρα. Είδε τι σφάλματα έκανε, διόρθωσε τα bugs και έπλασε την γυναίκα ως ανώτερο και εξελιγμένο ον υψηλότερου κόστους –τους άντρες δεν τους κατήργησε, γιατί ήθελε να έχει πλήρη γκάμα προϊόντων, όπως κάθε κατασκευαστής που σέβεται τον εαυτό του. Εξασφάλισε το αγοραστικό κοινό και για τα δύο μοντέλα (μαγκιά) δημιουργώντας αλληλεξάρτηση και μετά κάθισε και έσπαγε πλάκα με το πώς ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν. Κοίτα γύρω σου τις σχέσεις των δυο φύλων –ο Θεός έχει χιούμορ.

Η ύπαρξη πολύπλοκου εγκεφάλου, που επιπροσθέτως χρησιμοποιείται κιόλας, είναι η ευλογία και κατάρα των γυναικών και εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς του βίου –και στον σεξουαλικό. Οι άνδρες αδυνατούν να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του, εξ ου και τα αστειάκια στο νετ του στυλ [αυτού](http://www.blackhumor.gr/more_content_simple.php?s=1&c=5&mid=2166, αυτού http://www.dobro.gr/content/%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%B5%CF%82-vs-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CF%82), αλλά και του σχολίου στο περίφημο Πουτσοπόλιταν. Οπότε, κύριοι, δώστε βάση στο νόημα.

Ασίστ: Vrastaman από το ΔΠ.

Παράρτημα 2: Μεταγενέστερο σχόλιο κατόπιν επιτακτικού αιτήματος σαλλλονικιού μόντουλα:

Το γεγονός λέει ότι στην Σαλλλονίκη την καύλα την λένε γκάβλα, αποτελεί απόδειξη λέει ότι οι σαλλλονικείς ξέρουν από γ-καύλα, καύλα τη γυναικεία, σαν να λέμε ξέρουν πώς να καυλώσουν τρελά μια γυναίκα. Δεν μπορώ να στοιχειοθετήσω τον ισχυρισμό αυτό, αλλά για να το λέει κοτζάμ μοντ κάτι θα ξέρει, συνεπώς επιβάλλεται για λόγους αντικειμενικότητας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας να καταγραφεί η αντίστοιχη άποψη. Αατα

Παραδείγματα από εδώ

Ερώτημα –τι σε ανάβει σε έναν άντρα:

— Με ανάβει όταν είμαστε σε κάποια κοινωνική εκδήλωση, πάρτυ κ.λπ. και τον κοιτάω στην άλλη άκρη του δωματίου και μου ρίχνει ΑΥΤΟ το βλέμμα (ξέρεις, αυτό που δηλώνει ότι είσαι δική του και ότι είναι ο μόνος που έχει το κλειδί σου). Κοκκινίζω αυτόματα. — Το να νιώθω επιθυμητή ή να συνειδητοποιώ το πόσο τον αγαπώ.
— Με ανάβει η αίσθηση του χιούμορ καταρχάς, χωρίς να χρησιμοποιεί βρωμόλογα. Ένας άντρας που να ξέρει να είναι κύριος στους τρόπους του στο τραπέζι. Και τα καθαρά νύχια.
— Με ανάβει αυτό το βλέμμα του που λέει «Γαμώτο ρε, είσαι τόσο σέξι και είσαι όλη δική μου» και μετά με φιλάει στο λαιμό και λιώνω... (αναστεναγμός).
— Με ανάβει να ξέρω ότι είναι εκεί για μένα ανεξάρτητα από την διάθεσή μου. Να με κάνει να γελάω με τον σωστό τρόπο ανάλογα με την περίσταση.
— Ο δεύτερος σύζυγός μου δεν έμοιαζε στον Μπραντ Πητ αλλά μου συμπεριφερόταν φανταστικά, ήταν πρόθυμος να δοκιμάσει πράγματα και είχε απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Και έκανε μπάνιο πριν.
— Αυτά που λέτε είναι μαλακίες, η ερώτηση είναι σεξουαλική, δεν σας ρωτήσανε πως σας αρέσει να συμπεριφέρεται ένας άντρας. Εγώ λοιπόν δεν καυλώνω με βλέμματα από απέναντι, αυτό είναι τρυφερότητα, όχι επιθυμία να τον καβαλήσω. Εγώ καυλώνω με πορνό, μπινελίκια, να μην φοράω εσώρουχα και να του το λέω, με ατελείωτα φιλιά όσο κυλιόμαστε γύρω γύρω φορώντας μόνο τα εσώρουχά μας. — Α, φίλη μου, δεν θα συμφωνήσω μαζί σου, κάθε γυναίκα είναι διαφορετική και καυλώνει με το δικό της στυλ.

Νταντάν νταντάαααν: Η καθεμία καυλώνει με εντελώς διαφορετικά ερεθίσματα. Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Δεν έχετε ελπίδα να κατανοήσετε, παλέψτε το όπως σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Βλ. και σημείο G(αύλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξάς: ο δικτάτωρ.
Μεταξά: το κονιάκ.
Με τα ξας; μού τα ξένεις; (Λαρισαϊκή έκφραση)

- Μη τα ξας, Μήτσομ’;
- Ναις, τούρας Γιάννομ’, τούρας! (βλαχοπουστηρλέδικος διάλογος)

Αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή του Βερολίνου πρώτος στην κλάση του. (από allivegp, 04/01/10)Με τα ξας? (από Vrastaman, 05/01/10)Μεταξο-σκωληκας (από MXΣ, 07/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχει σχέση με τις αλλαξοκωλιές. Αναφέρεται όταν βάζουμε μόνο την άκρη του πέους κοινώς πουτσοκέφαλο, εις τον πρωκτό. Με λίγα λόγια είναι σαν να βάζουμε την μύτη. Οι μυτοκωλιές γίνονται συνήθως σε γυναίκες που δεν είναι συνηθισμένες στον πρωκτικό έρωτα, ώστε να μην τις πονέσουμε πολύ.

- Ρε μωρό μου, μη μου κάνεις μυτοκωλιές, δεν είμαι καμιά παρθένα!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).

Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).

Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.

  1. Στον καφέ.
    - Πως τα πας ρε συ Εφραίμ;
    - Άσε έφαγα χοντρή ψωλιά. Με κυνηγάει η εφορία και τρέχω για διακανονισμό, το ΤΕΒΕ τα ίδια, τα πάγια κάθε μήνα σταθερά. Άσε σου λέω, δέκα τρώω, έναν μετράω.

(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)

  1. Ο στίχος στο τραγούδι Ασκιανός του Ν.Γωνιανάκη.

Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.

(από Fotis Nitsiopoulos, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified